Further tags

Εγώ επινόησα τη λέξη όταν ήμουν μικρή, μη γνωρίζοντας πώς λένε τα σκαθάρια. Έκτοτε την χρησιμοποιώ πάντα και την έχουν κολλήσει συγγενείς και φίλοι θέλοντας να ονοματίσουν περίεργα έντομα γενικώς, και τελευταία το είπαν και για άνθρωπο...

Σαν σκαρκαλέτσος είναι αυτός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στους κύκλους των καγκουροδεινόσαυρων καθώς και των αυστραλοπίθηκων με μορφή ανθρώπου. Συνήθως αντικαθιστά το ρήμα γαμάω-ώ.

  1. H DaP CacC BiBaeI rIIiiIIiIIiIIiii!DAPARA <3<3<3

  2. ΠΩΩΩωωωΩω λόστρε λακαμά το καινούριο μπουρί που έχωσα στο glx πραγματικά μπιμπάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πονοκέφαλος γενικά, χρησιμοποιείται όμως κυρίως αντί του χανγκόβερ.

Εκ του αγγλικού headache.

  1. Πω, τι χέντακας είναι αυτός!

  2. - Μέρα, τι λέει;
    - Τι να λέει, έχω ένα χέντακα, λες και με χτύπησε τρένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοβυρνιά που χαρακτηρίζει τον τέλειο άντρα, αυτόν που συνδυάζει την αγριάδα ενός πιτ μπουλ με την τρυφερότητα ενός σπιτόγατου.

Πάσα (Δ.Π.): Allivegp.

- Μου αρέσει που ο Γιάννης μου είναι σπιτόγατος. Καθόμαστε όλη την Κυριακή και κάνουμε κοκούνινγκ!
- Εμένα ο δικός μου είναι σπιτ μπουλ. Όλη τη μέρα κάνουμε γκουζγκούνινγκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδερφός του ελαμωρέ και ξάδερφος του ωχαδερφιστή, με εκλεκτικές συγγένειες προς τον καικαλά και κυρίως τον οτινάνα.

Ο τιταθές (πληθ. τιταθέδες) είναι κι αυτός φιγούρα νεοελληνικής μιζέριας. Που παράπονο δεν έχει (με το σύστημα) αλλά κι ευχαριστημένος δεν είναι (δηλαδή, θέλει ακόμα κι άλλα κοκαλάκια να γλείψει)... Τι τα θες; Πάντα έτσι δεν ήταν ο μικροαστός; Άσε ρε τώρα...

Αγούγλιστον προς το παρόν, εθεάθη στο λόγο και στους τοίχους αναρχικών και καταλήψεων.

Θάνατος στους Τιταθέδες! (Α)

Είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα
και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα

Τι τα θες, τι τα θες, πάντα έτσι είν’ η ζωή
θα γελάς ή θα κλαις βράδυ και πρωί

Κάθε μας μεράκι γίνεται τραγούδι και το λέμε
και μες στα στραπάτσα μάθαμε ποτέ μας να μην κλαίμε

Τι τα θες, τι τα θες, πάντα έτσι είν’ η ζωή
θα γελάς ή θα κλαις βράδυ και πρωί

Κι αν στην κοινωνία μας χτυπούν αλύπητα οι μπόρες
Μέσα στο τραγούδι φεύγουνε χαρούμενες οι ώρες

Τι τα θες, τι τα θες, πάντα έτσι είν’ η ζωή
θα γελάς ή θα κλαις βράδυ και πρωί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τουαλέτα, το μέρος.

Το κατουράδικο δεν πρέπει να συγχέεται με τον κατουρώνα, καθώς το δεύτερο λήμμα χρησιμοποιείται για ανοιχτούς και απόμερους χώρους όπου μετατρέπονται σε τουαλέτα απ' τους περαστικούς, ενώ το κατουράδικο βρίσκεται υποχρεωτικά εντός κτιρίου ή είναι φυσική προέκταση κτιρίου (εξωτερική τουαλέτα).

  1. Καλησπέρα Δημήτρη, που το 'χετε το κατουράδικο εδώ; Πάει να σπάσει η φούσκα μου! (πελάτης που μπαίνει σε νέο γραφείο)

  2. Γέρο μου, μιλάμε ο άλλος έφτιαξε ψησταριά και δεν σκέφτηκε πως το μαγαζί χρειάζεται κατουράδικο! Μετά μου λες εσύ, πώς θα αλλάξει η Ελλάδα... (Ομιλία σε συνέδριο για την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα)

Δες και -άδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταζόμαστε ένα παραδείσιο δέντρο που έχει λεφτά αντί για καρπούς και οι άνθρωποι το μόνο που χρειάζεται να κάνουν είναι να σηκώσουν το χέρι τους και να τα πάρουν. Δεν χρειάζεται ούτε να δουλέψουν, ούτε να σπάζουν το κεφάλι τους πώς θα ζήσουν.

Στην Ελλάδα της κρίσης ο όρος λεφτόδεντρο χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο ενός κυρίαρχου ντίσκουρς που ασκεί κριτική για έλλειψη υπευθυνότητας. Λ.χ. για τις δεκαετίες της μεταπολίτευσης που (υποτίθεται ότι) τρώγαμε δανεικά που δεν έβγαιναν από παραγωγικές διαδικασίες και όλοι ζούσαμε σε μια εδεμική αφέλεια. Ή μπορεί αντιστρόφως να καυτηριάζονται και οι πολιτικοί του σήμερα που νομίζουν ότι έχουν βρει λεφτόδεντρο φορολογώντας τους ίδιους πάντα μισθωτούς, συνταξιούχους, επιχειρήσεις, χωρίς να προωθείται αποτελεσματικά η ανάπτυξη. Επίσης, για λεφτόδεντρο μιλάμε σε περιπτώσεις τύπωσης πληθωριστικού χρήματος. Ή όταν περιμένουμε να βγάλουμε χρήμα από μία μοναδική πηγή την οποία υπερεκμεταλλευόμαστε, όπως λ.χ. ο τουρισμός, αδιαφορώντας να βρούμε άλλες. Γενικά, σε αυτές και άλλες περιπτώσεις ο σκοπός είναι να θιγεί η έλλειψη υπευθυνότητας και η παιδικότητα με την οποία κάποιος νομίζει ότι θα έχει λεφτά χωρίς να δουλεύει, παράγει κ.ο.κ. (Τα παραπάνω δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο συμπολίτες μας να ονειρεύονται ειλικρινώς και χωρίς διάθεση (αυτο)ειρωνείας την ύπαρξη λεφτόδεντρων).

1. Σκέφτεστε να υπήρχε ένα λεφτόδεντρο και να μαζεύαμε όλοι κάμποσα; Η μήπως Χαβάη όλη μερα μασάζ, αχαλίνωτο κλάμπινγκ και ύπνο;

2. Προσοχή! Το νέο λεφτόδεντρο ονομάζεται «ανείσπρακτοι φόροι»
Ακούσατε και εσείς στις ειδήσεις για τα 58 δις ανείσπρακτων φόρων; [...] Δεν μου λέτε και ΠΟΙΟΣ θα τους πληρώσει; Ή μάλλον ΠΩΣ;;; Οι εταιρείες που έκλεισαν; Οι εταιρείες που έχουν στεγνώσει από μετρητά; Δεν καταλαβαίνετε ότι και να υπήρχαν μεγαλοοφειλέτες, θα προτιμούσαν να πάνε σε άλλη χώρα; Ή μήπως νομίζετε ότι βάζοντας φυλακή όποιους χρωστάνε και δεν έχουν πλέον ούτε ευρώ στην τσέπη τους, θα αλλάξει κάτι; Θα τους ταΐζουμε και με έξοδα του κράτους, γατάκια …

3. Όμως, θα καρποφορούν τα λεφτόδεντρα, θα κόβουμε χρηματόφυλλα απ’ αυτά, και θα κάνουμε τις δουλειές μας. Με ταχύτητα θα ανοίξουν οι θέσεις εργασίας, και όλα θα δουλεύουν πάλι:
-Τουρισμός,
-Αγροτικός τομέας,
-Μικρομεσαίες επιχειρήσεις (που θα ανακτήσουν την εσωτερική αγορά που έχασαν, π.χ. θα φύγουν τα ΙΚΕΑ και θα ξανανοίξει ο κυρ Βαγγέλης που έφτιανε έπιπλα στο υπόγειο του, θα φύγει το Carrefour και θα ξανανοίξουν οι μπακάληδες της γειτονιάς, θα φύγουν τα Starbucks και θα ξανανοίξουν τα καφενεία με την πρέφα που ο καφές έκανε 2,50 δραχμές (και όχι 4,50 ευρώ), θα κλείσουν τα ναυπηγεία στην Κορέα και θα ξανανοίξει ο Σκαραμαγκάς και η ζώνη του Περάματος, θα κλείσουν τα Village τα Odeon και τα Ster που ούτε διάλειμμα δεν κάνουν, και θα ξανανοίξουν το Αττικόν, το ΡαδιοΣίτυ, το Έμπασσυ, το Σινεάκ, όλο τέτοια θα γίνουν).
-Δημόσια έργα.
Όλα καλά θα πάνε. Αυτό το κωλοευρώ φταίει.

(από Khan, 20/10/13)(από Khan, 20/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι η γυναίκα που γυρίζει συνέχεια στους δρόμους -εξού και το σοκάκι- και παρατάει στο σπίτι τα παιδιά και τον άντρα της.

Αυτό είναι το πάθος της και το κάνει χωρίς να το θέλει, όσο κι αν της βάζει χέρι ο σύζυγος. Δεν παραπέμπει σε ερωτοδουλειές, γιατί συνήθως χρησιμοποιείται με χαριτωμένη διάθεση.

- Που ήσουνα ρε γυναίκα; - Γυρνούσα στα μαγαζιά μαναράκι μου.
- Α ρε γυναίκα, εντελώς σοκακιάρα έχεις γίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δημοσιογράφος ή δημοσιοκάφρος, κυρίως ο τηλεοπτικός τοιούτος, ως αναληταράς αναλισκόμενος σε μπλαμπλά σε τηλεοπτικά παραθύρια. Εν ολίγοις αυτός που μιλάει για πολλά χωρίς να λέει τίποτα ουσιαστικό, καταφεύγοντας συχνά σε μηντιακούς τουκανισμούς.

  1. Επίσης, τα Δελτία Ειδήσεων, ΔΕΝ έχουν… ειδήσεις, πια. ΔΕΝ αφορούν γεγονότα, κατά 90%- για να είμαι και λαρτζ. Κύκλοι και περιβάλλοντα, είτε της ελληνικής τρόικα είτε της ξένης, διαρρέουν επιθυμίες και σχέδια σε ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΥΣ και ΑΜΟΡΦΩΤΟΥΣ δημοσιομπλαμπλάδες (αυτοί που θέτουν την ατζέντα κάθε μέρα, ΔΕΝ γράφουν, πουθενά, τίποτα, παρά, μόνο μιλάνε), τα οποία τα αναλύουν για μέεεεερες τα «βαριά χαρτιά» των ΜΜΕ, οι αναλυταράδες αληταράδες (= σφουγγοκωλάριοι ιδιοκτητών, -που είναι σφουγγοκωλάριοι πολιτικών κι οι τελευταίοι γιουσουφάκια τραπεζιτών). Θυμίζω: θα πάρουμε ή δεν θα πάρουμε τη δόση; Από το τέλος των διακοπών, τέλος Αυγούστου, πρώτο θέμα, διαρκώς. Μέχρι το τέλος του χρόνου! Πρόσφατη διαρροή: «κατώτατος μισθός» και «απολύσεις στο δημόσιο».
    Είδηση είναι το γεγονός: ποιος, πού, πότε, γιατί. Είδηση είναι, πχ, ότι: χθες, στην Λάρισα, ΔΥΟ παιδιά, ΕΙΚΟΣΑΡΗΔΕΣ φοιτητές, πέθαναν και άλλα ΤΡΙΑ συνομήλικά τους χαροπαλεύουν, λόγω ΦΤΩΧΕΙΑΣ (= ΔΕΝ είχαν λεφτά για ηλεκτρικό ή πετρέλαιο). (Εδώ).

  2. Όμως, αντι γι' αυτά, το βράδυ θα ακούμε τους δημοσιομπλαμπλάδες να ουρλιάζουν για πράγματα που όχι μόνο το 85% του κόσμου, αλλά ούτε ΚΑΝ οι ίδιοι δεν ξέρουν! Και δώσ' του για PSI, EMFS, default, «κουρέματα», «κλειδώματα», απομειώσεις, επιτόκιο 4,8% ή 8%, βρετανικό δίκαιο, παράγωγα και δομημένα ομόλογα ασφαλιστικών ταμείων... (Εδώ).

  3. Θα πρέπει να σταματήσουν να λέγονται, -αφού δεν είναι-, δημοσιογράφοι, όσοι δουλεύουν στην Τηλεόραση. Τι σχέση έχει ένα “κανάλι” με μια εφημερίδα ή περιοδικό; Οι μεν μιλάνε οι δε ΓΡΑΦΟΥΝ. “Δημοσιομπλαμπλάδες” θα ήταν ένας περιγραφικότατα ταιριαστός όρος. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι, γιατί οι πραγματικοί δημοσιογράφοι, αυτοί που ΓΡΑΦΟΥΝ καθημερινά κι εδώ και χρόνια, ΔΕΝ προσβάλλονται- θίγονται μ’ αυτήν την κατάσταση. (Εδώ).

  4. Λεβέντης, όταν πήγε ο πονηρίας βαψομαλιάς και δημοσιομπλαμπλάς, τότε, να του κάνει πλάκα με μια πίτσα. (Εδώ).

(από Khan, 06/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανθρωπότυπος που σε μία κρίσιμη στιγμή λέει «ναι μεν, αλλά».

Δηλαδή όταν κάτι, είτε καλό είτε κακό, είναι πασιφανές και εξαιρετικά σημαντικό, αυτός δεν το αποδέχεται πλήρως ως όφειλε, αλλά από τη μια συγκατατίθεται στην διαπίστωσή του, ενώ από την άλλη διατηρεί επιφυλάξεις, με τις οποίες συνήθως εμμένει στην προηγούμενη ιδεολογική του θέση, που εντέλει δεν συγκλονίστηκε, όπως θεωρείται ότι έπρεπε, από το συνταρακτικό γεγονός. Ο ναιμεναλλάς είναι συνήθως ένας δυσκίνητος άνθρωπος που δεν έχει την δυνατότητα να αλλάξει όταν συμβαίνουν καινοφανή γεγονότα, που ανατρέπουν τα πιστεύω του. Ο ναιμεναλλάς δεν «χαίρει μετά χαιρόντων», ούτε «κλαίει μετά κλαιόντων». Δηλαδή και όταν συμβαίνει κάτι πάρα πολύ καλό, αρνείται να το χαρεί, για να μη φάει ήττα από τον σταλεγάκια. Και όταν συμβαίνει κάτι το σκανδαλωδώς κακό, βλέπει και τις καλές πτυχές του. Οι ναιμεναλλάδες είναι συχνά νοικοκυραίοι και καναπεδάκηδες, που αρνούνται να χάσουν την υλική και πνευματική βολή τους. Αλλά ενίοτε είναι και σκληρυμένοι ιδεολόγοι, που δεν θέλουν να χάσουν την ασφάλεια της ιδεολογικής τους θωράκισης.

  1. Τώρα μιλάω για το διάσπαρτο και πολυώνυμο πλήθος των Ναιμεναλλάδων.
    «Ναι μεν, αλλά…»
    Πόσες φορές το έχουμε ακούσει αυτό;
    «Ναι μεν μπορεί να είναι φασίστες αλλά εγώ τώρα δεν φοβάμαι να κυκλοφορώ μετά τις οχτώ στη γειτονιά μου».
    «Ναι, είναι οπαδοί του Χίτλερ αλλά τώρα μπορώ να πάω να καθίσω στο παγκάκι της πλατείας».
    «Ναι, είναι άγριοι αλλά μου αδειάσανε το σπίτι από τους νοικάρηδες λαθρομετανάστες που δεν μου πλήρωναν το νοίκι».
    Ναι μεν, αλλά…
    Αυτό είναι που λέει ο συμπαθών ή και ψηφοφόρος του “φιλικού” ― προς αυτόν― τρόμου.
    Είναι όλοι αυτοί που διάλεξαν να συμβιώσουν με τις “φιλικές” οχιές. Με την ελπίδα να “ξεκαθαρίσουν” οι οχιές τον τόπο από κάτι “ενοχλητικούς αρουραίους”.
    Και με την ανόητη ελπίδα ότι οι οχιές αποσύρονται στις σκοτεινές φωλιές τους όταν τελειώνουν τις βρομοδουλειές τους και δεν μας ενοχλούν πλέον. (Εδὠ).

  2. Αυτή τη χώρα οι «ναιμεναλλάδες» την κατέστρεψαν. Είτε ως πολιτικοί, είτε ως ψηφοφόροι. Οι λεγόμενοι μετριοπαθείς, κεντρώοι, νηφάλιοι, ήπιοι τύποι της διπλανής πόρτας.

  3. Αδιόρθωτοι ναιμεναλλάδες. [...] Το Σαββατοκύριακο που πέρασε ήταν μια μεγάλη στιγμή για την Ελληνική Δημοκρατία. Ένα μήνυμα ότι η Δημοκρατία μας, μπορεί να άργησε, μπορεί να έχει κουσούρια, αλλά είναι τελικά πανίσχυρη. Χαρείτε το και αφήστε τα «ναι, μεν, αλλά». (Εδώ).

(από Khan, 25/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified