Further tags

Το βυζί που είναι τούμπανο, δηλαδή: α) μεγάλο, ώστε είτε να αγκομαχάει αν βρίσκεται εντός μπλουζακίου, σουτιέν, μαγιό, είτε να αψηφά την βαρύτητα, εάν είναι ελεύθερο, β) σφριγηλό χωρίς ίχνη χαλαρότητας, γ) εκφράζον πλαστικές αξίες. Με λίγα λόγια το τέλειο ζυβί. Η φέρουσα μπορεί να ονομαστεί τουμπανοβύζα, ή, αν είναι κοντή, μικρός τουμπανιστής.

Αντώνυμα: γατόβυζο, τσιμπουρόβυζο, πλάκα, κόντρα πλακέ.

Σχετικό: μπανανόβυζο.

  1. ο τιτλος τα λεει ολα. το βυζι τουμπανο αλλα η συμμετοχη 0. 10 στο παρκινγκ λογω μηχανης,1 στην τσατσα διοτι εμφαννιτηκε με ρωτησε εαν εχω ξαναπαει της απαντησα ναι, 6 στον χωρο τα δωματια μεσαιου μεγεθους χωρις καποιο ντεκορ ντουζιερα αλλα το αιρκοντισιον κλειστο και εκανε και ζεστη χθες, εμφανιση 7 βαζω λογω του οτι τα τουμπανοβυζα με φτιαχνουν πολυ. (Αμφίθυμος κριτικός μπορντέλου εδώ).

  2. - ελα φλωρε μπαλαμουτιαζω την γιαγιακα τωρα που σε μιλω

- ελα ρε σπορε εφυγες νοκαουτ στα γρηγορα και συ
ασπρη πετσετουλα και λοκ φλωρακι και μετα θα κλαιγεσαι στα τουμπανοβυζα της μανας σου.
(βρις-οφ εδώ).

Ολτάιμ κλάσικ τουμπανοβύζοβα. (από Khan, 15/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση για τους Ιαπωνοκινεζοκορεάτες και γενικώς για παρόμοιους Ασιάτες. Ο χαρακτηρισμός οφείλεται στην κόμμωσή τους που θυμίζει κρεμμύδι και στο γεγονός ότι οι περισσότεροι απ' αυτούς είναι αδύνατοι και ξερακιανοί σαν απόστολοι (Παύλος).

  1. - Πάλι κρεμμυδόπαυλους γέμισε η Ακρόπολη και όλοι τους με μια μηχανή στα χέρια, δεν βαριούνται;
    - Όχι ρε, είχαν και στην πατρίδα τους Ακρόπολη; Όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες αυτοί τρώγαν ωμά ψάρια...

  2. Άσε με ρε, έχω δουλειά, πάω να παίξω tekken με έναν κρεμμυδόπαυλο στο ίντερνετ. Θα πάρω Jin θα τον θάψω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προστακτική σύνταξη, συνδυασμός των λέξεων ησυχάστε και σκάστε. Μπορεί να προφέρεται με έντονα αυστηρό ύφος και βροντερή φωνή σε πλήθος μαθητών που αλαλάζουν μέσα σε τάξη τυπικού ελληνικού σχολείου, ή μπορεί να ειπωθεί ενστικτωδώς όταν ακούμε έλληνες πολιτικούς να μιλάνε σε εκπομπές πολιτικού περιεχομένου ή στα παράθυρα των ειδήσεων.

  1. (καθηγητής μέσα στην τάξη) ΗΣΥΣΚΑΣΤΕ, να μην ξανακούσω κιχ και συγκεντρωθείτε στο μάθημα, αλλιώς θα γίνει της Λιβύης εδώ μέσα!!

  2. (Ανυποψίαστος τηλεθεατής ανοίγει την τιβί και πέφτει επάνω σε τόκ σόου με καλεσμένους πολιτικούς και φυσικά μετά από 30 δευτερόλεπτα παρακολούθησης ακούει να μιλάνε όλοι μαζί και να κατηγορούν ο ένας τον άλλον, με σκοπό να μην καταλάβει ο λαός τίποτα!! Τότε φωνάζει): ΗΣΥΣΚΑΣΤΕ ρε ζώα, μια ζωή μας πίνετε το αίμα μας με κλεψιές και ψευτιές και ποτέ κανείς δεν μπαίνει φυλακή, γιατί όλοι είστε λαμόγια και προσπαθείτε να μην ακουστεί η αλήθεια ποτέ!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «εν κατακλείδι», αποδομημένο δίκην αντίστροφου τουκανισμού και επαναδομημένο σλανγκική αδεία κατόπιν ισχυρού κατακαυκαλιδίου.

Μαμά: Ironick,
Κατά λάθος μπαμπάς: xalikoutis.

- καλά εγώ στην αρχή διάβαζα ξανά και ξανά «κατακαυλίδι» ... και ακόμα όταν το βλέπω, αυτό διαβάζω σε πρώτη φάση.
(Ironick, σχολιάζοντας το χαλικούτειο κατακαυκαλίδι)

- Εν κατακαυλείδι, άπαξ και ο προκληθείς τελικά καταφέρει να περάσει τον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα, θα βρεθεί εκεί απ' όπου ξεκίνησε, στην ανυποληψία, την ταλαιπωρία και τον εξευτελισμό.
(Perkins, εδώ)

- Εν κατακαυλείδι, τόσο ο όρος βλάχος όσο και ο όρος ντίσκο εννοούνται στην ευρύτατη δυνατή έννοια, σημαίνοντας ο μεν βλάχος τον τοπικισμό, η δε ντίσκο, κάποιο ξενόφερτο ή παγκοσμιοποιημένο άκουσμα.
(Khan, εκεί)

- ironick: αχ πόσο παιδεύτηκα πρωινιάτικα, διάβαζα και ξαναδιάβαζα το λήμμα λάθος, «μουνοκλανάκης» έβλεπα -κι ακόμα δεν μπορώ να συνηθίσω το σωστό...
- Vrastaman: Ορκίζομαι στο λόγο της αρρενωπής μου τιμής ότι ετοιμαζό-μουνα να αναρτήσω το ίδιο ακριβώς σχόλιο!!!!!!!
- ironick: εσύ μη μιλάς, μου έχεις κολλήσει το «εν κατακαυλείδι» και δε σου το σχωρνάω...
(σχόλια λήμματος μπουνακλάκης)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαδικασία κατά την οποία οποιοδήποτε έμβιο ον μετατρέπεται σε κάτι που μοιάζει με κουνέλι. Κύρια χαρακτηριστικά είναι η σταδιακή λεύκανση και το μαλάκωμα των τριχών, η μεγέθυνση των δύο άνω μπροστινών δοντιών (κοπτήρες) και η έντονη διάθεση για πήδημα. Κουνελοποίηση παρατηρείται μετά από έντονο στρες, αλκοολικό σοκ και υπερβολική κόπωση των ματιών μπροστά σε οθόνες υπολογιστών.

- Ο Βαγγέλης χθες μου έκλεψε τα καρότα και προσπάθησε να πηδήξει από πάνω μου. - Κουνελοποίηση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθικό πλάσμα της αρχαιότητας (λατινικά Onomus Tsintobis).

Διασώζονται μαρτυρίες και περγαμηνές από τον αρχαίο πολιτισμό των Αιγυπτίων, που περιγράφουν επιθέσεις ενός περίεργου άγριου πλάσματος με πορφυρά μάτια επιτίθετο στα χωριά στα οποία παράγονταν ζεστό ποτό με βύνη και λυκίσκο (ανάλογο της μπίρας). Ζούσε κυρίως στις κορυφές των βουνών, αλλά η μυρωδιά της μπίρας το έλκυε από χιλιόμετρα μακρυά.

Αναφορές παρόμοιων επιθέσεων υπάρχουν και στη σύγχρονη ιστορία για παρόμοιο πλάσμα το οποίο αδειάζει οικιακά ψυγεία με οινοπνευματώδη ποτά. Σημαντικότερη η γνωστή ιστορία δύο νέων οι οποίοι προσπάθησαν μάταια να παγιδεύσουν το τσίντοβα ποτίζοντας το με κόκκινο κρασί και μετά ταΐζοντας το καυτό τραχανά (τον οποίο απέβαλλε) για να το αφήσουν αναίσθητο.

Ακόμη και σήμερα χρησιμοποιούμε την έκφραση «όνομα τσίντοβα» για να τρομάξουμε και να συμμορφώσουμε άτακτα παιδιά ή κατοικίδια ζώα. Η τεχνική αυτή πραγματοποιείται κρύβοντας το χέρι μέσα στο μανίκι μας, δημιουργώντας έτσι μια αυτοσχέδια μαριονέτα και τσιρίζοντας τσίντοβα.

  1. Αἰγύπτιοι δὲ οἰκηιοῦνται Καμβύσεα, φάμενοί μιν ἐκ ταύτης δὴ τῆς βύνης, Όνομαν Τσίντοβον γίγνέσθαι.
    (Ηρόδοτος)

  2. - Έχουμε καμιά μπίρα στο ψυγείο.
    - Όχι τις πήρε όλες το τσίντοβα.

(από chrismegas, 28/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυάζει το σαχλός με το αλητάμπουρας.

Το σαχλέμπουρας σαν λέξη ήταν επινόηση του 7χρονου γιου μου, που απευθύνονταν σε γνωστό διοπτροφόρο τηλεπαρουσιαστή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δευτερόκλιτο επίθετο... Αναφέρεται σε αυτόν / αυτήν που επιδίδεται στη γενετήσια πράξη μόνο όταν ο σύντροφος έχει απαραιτήτως κάποιο πρόβλημα, ενώ ο ίδιος είναι συνήθως φυσιολογικός / -ή...

Προσοχή... Είναι πολύ εύκολο να τον μπερδέψετε:
α. το αρσενικό με τον σαβουρογάμη... β. το θηλυκό με την πουτάνα σε οποιαδήποτε μορφή...

Ο Μανώλης είναι μεγάλος ψυχοκαβλιάρης... Έχεις δει την γκόμενά του; Ίδια η προηγούμενη... Όρκες και οι δύο...!!

Για ψυχοκαυλιάρηδες που ανένηψαν, The Black Keys, Psychotic Girl (από vikar, 24/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι και τα μπορέλι και Μπορμπόκης, δηλαδή ένας μαγκίζων τρόπος να πεις μπορεί χρησιμοποιώντας το όνομα γνωστού ποδοσφαιριστή, εν προκειμένω του Βίκτορ Μπόρμπα Φερέιρα Ριβάλντο.

(από Khan, 21/02/11)(από Khan, 27/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλάω σχετικά ήρεμα, σχεδόν ψιθυριστά, αλλά με έντονα «σφυριχτό» το Σίγμα.

Είναι από τα χαρακτηριστικά της ομιλίας των ανθρώπων στα οποία μπορεί κάποιος αρχικά να μη δώσει ιδιαίτερη σημασία, μπορεί και να μην το προσέξει καν. Από τη στιγμή όμως που θα το προσέξει ή θα του το επισημάνει κάποιος άλλος, δε μπορεί να το ξε-προσέξει, και κάθε φορά που ο ψισφυρίζων ανοίγει το στόμα του και λέει οποιαδήποτε λέξη που περιέχει σίγμα, ο μυημένος πλέον ακροατής παρατηρεί το «σου» που ακούγεται σαν σφύριγμα, και ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του το διασκεδάζει ή ενοχλείται. Δεν είναι σφύριγμα ποιμένων, δεν είναι ψεύδισμα κραγμένης, είναι ο ψίσφυρος.

Λίγο-πολύ όλοι όσοι έχουν την ικανότητα της ομιλίας ψισφυρίζουν. Σε μερικά άτομα βέβαια το φαινόμενο είναι αρκετά έντονο και μπορεί να αποτελέσει διαρκή τροφή για εποικοδομητική κοροϊδία από την παρέα ή και τους περαστικούς. Σε άλλες περιπτώσεις, οι ψισφυρίζοντες, έχοντας αποδεχτεί την ιδιαιτερότητά τους, ανάγουν τον ψίσφυρο σε ένα όχημα έκφρασης ιδεών και συναισθημάτων, πολλές φορές με μεγάλη επιτυχία (βλ. παράδειγμα).

«Για τιΣΣΣφφφ παλιέΣΣΣφφ αγάπεΣΣΣφφ μη μιλάΣΣΣφφ»
- Φίλιππος Πλιάτσικας, Επιτυχημένος Ψισφυρίζων

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified