Further tags

Ο εξαιρετικά χλέμπη-χλέμπης τύπος. Ο «εχωνακανωμπανιοαποπαντα» τύπος, ο ξεχασμένος από τον χρόνο βρωμιάρης.

Μήτσος: - Ρε συ, μου μύρισε φέτα μαζί με το γάρο!
Ανδροκλείδωνας: - Don't panic! Ο Βρωμοσάπιεν ο Φίφης ήρθε πριν κι έβγαλε τα παπούτσια του...

Τα παπούτσια του Φίφη (από panos1962, 05/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπέρτατο, απόλυτο, ανυπέρβλητο πρήξιμο όρχεων, όταν δηλαδή κάποιο πρηξαρχίδι σού τα κάνει όχι απλώς μπαλόνια ή αερόστατα αλλά Ζέπελιν.

Ξαδελφάκι του γκραν γκρινιόλ, αλλά με πολύ ευρύτερες εφαρμογές.

Λολοπαίγνιο επί του Grand Prix.

- Αμάν πια, τα ίδια και τα ίδια ο Βράστα μας τα 'χει κάνει νταούλια με ανοησίες και στατιστικές για τον πούτσο καβάλα! Του αξίζει το Βραβείο Καυλί σλανγκαρχιδισμού!

- Τι Βραβείο Καυλί και μαλακίες, το Γκράν Πρήξ του αξίζει!

Εεέε πιά! Γκράν πρήξ για ζουζούνι... :-Ρ (από vikar, 05/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που προορίζεται για τα μπάζα, για ανακύκλωση, για τα ΧΥΤΑ.

Εμφανισιακά, αλλά και ψυχολογικά, αυτός που δεν βλέπεται, δεν υποφέρεται, δεν δικαιολογείται.

Ο τελείως άχρηστος, ο ανυπόφορος, αλλά κυρίως ο προκαλών άσχημη αισθητική εντύπωση.

  1. Τον είδα και αλάφιασα, τον γιαταμπάζα, τον λέτσο.

  2. Από τότε που τον σχόλασε το Μαράκι, έχει γίνει γιαταμπάζας ο Θρασύβουλας.

(από ougk, 03/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. «Κουνιοτράμπαλο= κουνιέμαι - τραμπαλίζομαι ή άτομο με πολύ κουνημένο εγκέφαλο» (από εδώ)

  2. Το νευρόσπαστο, αυτός που κουνιέται συνέχεια από νευρικότητα.

  3. Ο πούστης και, συνεκδοχικά, το πουστριλίκι.

Από τις λέξεις «κούνια» και «τραμπάλα». Το κούνημα και ο παιδισμός που αποπνέουν οι δύο αυτές δραστηριότητες στην παιδική χαρά, καθιστούν ιδιαίτερα πετυχημένους τους παραπάνω χαρακτηρισμούς.

  1. Σε μια αστραπιαια στιγμη περασε απο το μυαλο μου οτι ειχα εσωτερικο ταρακουνημα απο κουραση και εβλεπα τις γραμμουλες του cad να χορευουν. Κρατησε αρκετα παντως και ειχα μια μικροζαλη αργοτερα. [μπορει να φταιει και το οτι ειμαι κουνιοτραμπαλο]
    (από φόρουμ)

  2. Μην νομιζετε πως οι ενεργητικοι παντα ειναι κ σαν νταλικιερηδες . Μπορει ν ειναι καποιος κουνιστος κ να ειναι ενεργητικος.

Δεν μπορώ να το φανταστώ....ρε παιδί μου δεν λέω ότι όλοι οι στρέητ είναι νταλικιέρηδες, αλλά αν είναι και κουνιοτράμπαλο, ε δεν νομίζω να είναι και στρέητ...
(από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιδιοκτήτης / υπάλληλος κάβας.

Στις μικρές γειτονιές όπου η κάβα είναι πιο κοντά από το σούπερ μαρκετ / μίνι μάρκετ / ψιλικατζίδικο, δίνουμε το ψευδώνυμο αυτό για τον ιδιοκτήτη της κάβας, αφού σπανίως ξέρουμε το όνομά του, ενώ κάποιες φορές είναι απαραίτητο να τον αναφέρουμε στις συζητήσεις μας.

  1. - Πού τις βρήκες τόσες μπύρες ρε;; - Τις κέρασε ο κάβαμαν, λήγουν λέει σε μία εβδομάδα και δεν προλαβαίνει να τις πουλήσει.

  2. Στο τηλέφωνο:
    - Έλα ρε, είσαι σπίτι να περάσω;
    - Είμαι ακριβώς άπω κάτω και παρκάρω..
    - Ωραία, περνάω απ' τον κάβαμαν κι έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν συστηματικά αποδίδω τραβηγμένες απ' τα μαλλιά ελληνοκεντρικές ετυμολογίες σε ξένες λέξεις.

Φόρος τιμής στον χαρακτήρα του ελληνοαμερικλάνου Γκας Πορτοκάλος («Γάμος αλά ελληνικά»), ο οποίος μπορούσε να ετυμολογήσει οποιαδήποτε αγγλική λέξη από τα Ελληνικά (π.χ. το «κιμονό» από τον «χειμώνα»).

Αγγλιστί: Portokalos syndrome.

Πάσα: Νίκος Σαραντάκος

- … σας ρώτησα στον τίτλο αν είναι ελληνική λέξη η βουβουζέλα (...) Η βουβουζέλα, διαβάζω στην αγγλική βικιπαίδεια, είναι σχετικά καινούργιο φρούτο (...) και η ετυμολογία της είναι αμφισβητούμενη (…) αυτό αφήνει περιθώρια να πορτοκαλίσουμε και να προτείνουμε ελληνική ετυμολογία. Μην ξεχνάτε ότι, όπως έχω γράψει παλιότερα, στη μυτιληνιά διάλεκτο «γουγουτζέλες» είναι οι κουκουνάρες. Αν σκεφτούμε ότι σε πολλά ελληνικά ιδιώματα το β και το γ εναλλάσσονται στην αρχή των λέξεων, είναι πολύ πιθανό οι γουγουτζέλες να μετατράπηκαν σε βουβουζέλες και στη συνέχεια οι προκατακλυσμιαίοι λέσβιοι ναυτικοί να τις μεταλαμπάδευσαν στους… άγλωσσους αφρικανούς. (εδώ)

Gus Portokalos (από Vrastaman, 14/06/10)(από GATZMAN, 25/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αναγκαστική περίοδος εκ της οποίας διέρχεται η σλανγκαριέρα του σλάνγκου, κατά την οποία αυτός επανεξετάζει και αναδιαρθρώνει την γενικότερη περί σλανγκισμού θεώρηση και στάση ζωής του.

Κατά την περίοδο αυτή ο σλάνγκος, δια του σλανγκολογισμού του, διερευνά και ανακαλύπτει την ύπαρξη ή μη του ταλέντου σλανγκάρχου που απαιτεί η επιστήμη του σλανγκισμού, τις ανοχές και αντοχές του απέναντι στο φαινόμενο του σλανγκαρχιδισμού, την αναγκαιότητα του σλανγκίζειν στην καθημερινότητά του, καθώς και την δυνατότητα σύμπνοιας του με το σλανγκαρχείο.

Ο χρόνος εμφάνισης της σλανγκοπαύσεως δεν είναι σταθερός και διαφέρει από σλάνγκο σε σλάνγκο. Η λήξις της περιόδου της σλανγκοπαύσεως προϋποθέτει την ταυτόχρονη λήξη της σλανγκιπενίας που πιθανόν να έχει προσβάλει τον σλαγκολογιζόμενο, διότι σλανγκιπενίας παρούσης παρούσης οὐκ ἄν τις σλανγκίζειν δυνάμενος.

- Πού εξαφανίστηκε ο Στράβων;
- Άσε, περνάει σλανγκόπαυση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πύρρειος νίκη, η νίκη που νομίζεις ότι είναι θρίαμβος αλλά μακροπρόθεσμα αναδεικνύεται σε πανωλεθρία. Της αρμόζει ο κλαυσίγελως, η χαρμολύπη και άλλες ζουρ(λ)αριές. Η λεξιπλασία υπήρχε από παλιά, αλλά την ανέδειξε ο Κωνσταντίνος Τζούμας με το να την καταστήσει τίτλο του τελευταίου βιβλίου του (παράδειγμα 2). Επίσης ο Γ.Α.Π. με το ξεμπράβο που μας έκανε να του πούμε. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αυτές τις δύο περιπτώσεις αναφέρεται το 99% του γούγλη. Το υπόλοιπο 1% χρησιμοποιεί την λέξη θετικά (!) για να δείξει μια καταστατική πανωλεθρία, που όμως μπορεί να μετεξελιχθεί σε θρίαμβο αν την αξιοποιήσουμε (από το ταμένο έντυπο «ο Σωτήρ», δες 3ο παράδειγμα).

  1. Πανωλεθρίαμβος! Τελικά νικήσαμε νίκη λαμπρή στις Βρυξέλλες που οι εταίροι αποφάσισαν ένα μεικτό σύστημα σωτηρίας (Ε.Ε και ΔΝΤ) ή όχι; Και θα μας βοηθήσουν, ενώ μπορούμε να τα καταφέρουμε μόνοι μας, όπως επιμένει ο πρωθυπουργός; Η ελληνική οικονομία είναι στην εντατική και η απόφαση της Συνόδου μοιάζει με ιατρικό συμβούλιο που δεν ξέρει ακριβώς ποια εγχείριση θα είναι σωτήρια για τον ασθενή. (Δώθε και δώθε και δώθε «ο πανωλεθρίαμβος του Γιώργου»)

  2. Απ’ το 1975 μέχρι το 2005. Απ’ το Χάππυ Νταίη έως το Εγώ δεν..., με την επιθυμία κάτι να γίνει. Τι όνειρα και τι πολλά κι εκείνα τα δάση με τους κορμούς των ανθρώπων που πυρπολούνται από διάθεση για αλλαγή μέσα από σκέψεις του κακού αλλά πράξεις του καλού, τι καρκίνωμα η ευτυχία, πόσο δύσκολη η συνεργασία, τι γελοιότης η διασημότητα και τι κατάρα να σε επισκέπτεται όταν δεν σε αφορά, γιατί εν τω μεταξύ η πολύτιμη ρουτίνα έγινε ο μεγάλος σιγαστήρας που σβήνει τον κρότο απ’ τη λεηλασία του χρόνου, αυτή την ανθρώπινη επινόηση, το χρόνο, που έχει το θράσος να καταπιέζει χοροπηδώντας απ’ το θρίαμβο της σχετικότητάς του. Και τι πανωλεθρίαμβος όταν επιτέλους γλιστράνε από πάνω σου τα παραφερνάλια της εικόνας που ’χουν οι άλλοι για σένα, εσύ για τον εαυτό σου, οι άλλοι για τον εαυτό τους, εσύ για τους άλλους... Τι έλεγα; Δεν μπορώ να συνεχίσω. «Ποτέ δεν είπα πως είμαι βαθύς, αλλά είμαι βαθύτατα ρηχός», τραγουδάει ο Τζάρβις Κόκερ.

(Η περίληψη του μυθιστορήματος του Κωνσταντίνου Τζούμα εδώ)

  1. «Φαίνεται μᾶλλον πὼς εἶναι μεγάλη βά- σανος ἡ εὐτυχία νὰ γεννηθεῖ κάποιος Ἕλ- ληνας. Στὸν σημερινὸ κόσμο θὰ ἔλεγα πὼς εἶναι πανωλεθρίαμβος!». [...] Ὁ σχολιαστὴς θέλησε νὰ τονίσει ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ προβλήματα ποὺ δείχνουν νὰ προκαλοῦν καταστροφή (πανωλεθρία), ἂν ἀντιμετωπισθοῦν σωστά, μποροῦν νὰ ἐξε- λιχθοῦν σὲ θρίαμβο!
    (Από τον Σωτήρα).

Το εξώφυλλο των Νέων μετά τον πανωλεθρίαμβο του Γ.Α.Π. (από Khan, 10/06/10)Το καλύτερο ψηφοδέλτιο για τον πανωλεθρίαμβο της Κυριακής που έρχεται. (από GATZMAN, 11/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Το από θέση ευθύνης καθαιρεθέν και πλέον ανυπόληπτο στέλεχος οργανισμού ή εταιρείας.

Λογοπαίγνιο με τις λέξεις πρώην και προϊστάμενος.

- Ήρθε ο Δημητρίου και ζήτησε αναφορά μέχρι την Παρασκευή για τις νέες συμβάσεις και φώναζε.
- Ποιος καλέ, ο κ. πρωηνστάμενος, άστον να λέει. Δεν είδες το καινούργιο οργανόγραμμα στο ΣουΔουΠού;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός γκόμενας προκαλέσασας μεγάλη ζημιά. Μπορεί να μοιάζει με το μπάζο ή με το μπουζούκι αλλά η πραγματική ρίζα της λέξης είναι το γνωστό όπλο Μπαζούκας. Αναφέρεται συνήθως σε αυτό που λέμε γυναίκα-γκόμενα.

Την λέξη την πρωτοάκουσα πρόσφατα και ρώτησα να μάθω και την ακριβή προέλευσή της για να τη μοιραστώ μαζί σας (δείτε στο παράδειγμα).

(Η πρώτη χρήση της λέξης σε πραγματικό διάλογο)

Α ρε Μαράκι... σε πήραμε για νεροπίστολο και μας βγήκες μπαζούκι!

bellzouki (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified