Further tags

Αν με τον λατινικό νομικό όρο de facto εννοούμε μια κατάσταση που αναγνωρίζεται ως γεγονός από τα ίδια τα πράγματα χωρίς απαραιτήτως να υπάρχει επίσημο νομικό πλαίσιο, η σλανγκ προσαρμογή του όρου ως de fuckto σχέση δηλώνει μια σχέση μεταξύ δύο ατόμων που αναγνωρίζεται από όλους ως τέτοια, αν και δεν έχει ομολογηθεί επισήμως από τα ίδια τα εμπλεκόμενα μέλη. Κομβικό σημείο-σταθμός για να χαρακτηριστεί η γνωριμία δύο ατόμων ως de fuckto σχέση είναι να έχει σφαχτεί το κοκκόρι, κοινώς να έχει πέσει ο πέουλας μεταξύ τωνε.

Θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε ότι η de fuckto σχέση είναι το αντίθετο του Πλατωνικού έρωτα.

- Καλά, ο Παντέλο με τη Λίλιαν όλο μαζί φεύγουν, αν και έρχονται με διαφορετικές παρέες. Τελικά τά 'χουν ή δεν τά 'χουν;
- Ε, καλά τώρα. Ο κόσμος τό 'χει τούμπανο κι αυτοί κρυφό καμάρι. Μπορεί να μη τα έχουν βρει επίσημα, αλλά ο πέκος πέφτει κανονικά.
- Κατάλαβα. De fuckto σχέση.

De fuckto σχέση gone bad (στο πιο λεσβιακό). Το \'χω ξανανεβάσει το συγκεκριμένο αλλά κολλάει κι εδώ. Επιπλέον, τα σπάει, τι να λέμε... (από Jonas, 16/06/09)

βλ. και ντε φάκτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξεπίτηδες αγγλιά.
Από λογοπαίγνιο με τα:
bitch = σκύλα = μπιτς beach = παραλία = μπιτς (ή μπητς, άντε)

Μπορείς να το πεις, πχ σε μπατσίνα ή σε τροχομπατσίνα, και άντε μετά να σου πει περί εξύβρισης αρχής και κολοκύθια τούμπανα.

Είσαι πολύ παραλία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(άκλ.) Ο χώρος. Λογοπαίγνιο με τις λέξεις χώρος και horror (αγγλ.: τρόμος, φρίκη). Μαθηματικό χούμορ.

Τα Μαθηματικά, από καθαρά φορμαλιστική άποψη, πραγματεύονται πάντοτε χώρους, ή αλλιώς δομές, σύνολα πάντως από πράγματα, τα οποία σχετίζονται μεταξύ τους είτε με απλούς είτε με φρικιαστικά πολύπλοκους τρόπους. Η δεύτερη κατηγορία μάλιστα έχει τέτοιο εύρος, που στην πιάτσα θ' ακούσεις να λεν ότι έτσι παίρνουν οι περισσότεροι χώροι τ' όνομά τους: προστιμήν δηλαδή του ανθρώπου που τρελάθηκε πρώτος, όταν τους βρήκε και τους μελέτησε. Πρώτος, μα όχι και τελευταίος...

Ευκλείδης λοιπόν και Μινκόβσκι, και Χίλμπερτ και Μπάναχ και Σομπόλεφ, και Κολμογκόροφ και Φρεσέ και Χάουσντορφ και Τιχόνοφ, καί καί καί —μα τί λεμε τώρα, εδώ κοτζαμάν πολωνικό έθνος έχει βογκήξει κάτ' απ' το αφύσικο βάρος αυτού που είν' εκεί, εσύ όμως δέν το βλέπεις (αυτό είναι σχήμα λόγου για τα μαθηματικά).

Κι' αν ποτέ —κούφια η ώρα που διαβάζει— ακούσετε για «χώρο vikar» στα μαθηματικά, μη με κλάψτε, αλλά να φέρνετε τσιγάρα, κάπου εκεί στο Άρκαμ θα μ' έχουνε, πιστεύω πως ξέρω και πού, τρίτη πόρτα κάτω, τρίτη κόμμα πρώτη τέταρτη πρώτη πέμπτη ένατη, δεύτερη έκτη πέμπτη τρίτη πέμπτη, όγδοη ένατη έβδομη ένατη τρίτη, και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά, εις τους αιώνας των αιώνων, αατά.

– Δίνω μεθαύριο γραμμική άλγεβρα κι' έχω καραφρικάρει ρε φίλε. Τί σκατά είναι διανυσματικός χώρος ακόμα δεν έχω καταλάβει. Κοιμάμαι κι' ονειρεύομαι βαθμωτά να με κυνηγάν με τόξα και να μου πετάν διανύσματα ντουγρού για την καρδιά...
– Και σε πετυχαίνουν;
– Αμέ, πού και πού. Να, δες εδώ...
– Πό ρε φίλε μου, είσαι και πρωτοετό. Πού να κάνεις και συναρτησιακή ανάλυση να δεις τι εστί χώρορ... Εκεί τον λένε Μπάναχ...

O  χώρος ... ο χώρος ... (από Vrastaman, 31/05/09)(από jesus, 18/08/09)(από BuBis, 19/08/09)Υπερβολικός χώρορ... (από vikar, 30/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωδική έκφραση ανδροπαρέας της δεκαετίας του ’80, περιορισμένη γεωγραφικώς στην περιοχή της Γλυφάδας, για να περιγράψει την πίτα-γύρο, της θρυλικής ψησταριάς «Ο Αίνος» στην Ι. Μεταξά.

Λεγόταν γενικότερα αλλά ειδικά όταν στο κοινό υπήρχαν πιθανοί νέοι στόχοι (γκομενάκια), ώστε να μην καρφωθεί η αντροπαρέα που θα πήγαινε για το πατροπαράδοτο και τιμημένο ντερλίκωμα, μετά ζύθου και λοιπών, αμιγώς ανδρικών παραδόσεων (ρεψίματα, κλπ.), το οποίο όπως και να το κάνουμε, δεν είναι και το καλύτερο όταν θες να ρίξεις το πιπίνι.

Αντιθέτως, χρησιμοποιώντας την κωδική φράση «Πάμε για εσκαλόπ», έδινες έναν αέρα κοσμοπολίτικο, ότι πάμε και καλά σε γκουρμέ εστιατόριο, όπως το Churasco (για όσους θυμούνται).

Η ακόμη πιο τιμημένη μορφή, η οποία σαφώς απαιτούσε κωδικό-καμουφλάζ, ήταν «Εσκαλόπ αλά κρέμ», ήτοι: πίτα γύρο με έξτρα τζατζίκι.

Όπως είναι φυσικό με όλες αυτές τις γκουρμεδιές, το μαγαζί δεν θα μπορούσε να αναφέρεται ως «Αίνος», οπότε απέκτησε την κωδική ονομασία “L’ Enoir” (Λ’ ενουάρ).

- Ρε συ Γιώργο, τι είναι αυτά τα πιπίνια;
- Κάτι καινούργια που γνωρίσαμε χθες στον Ειρηνικό
- Α καλά… Να σου πω, πείνασα λιγάκι, θα πάμε για κανένα εσκαλόπ στο L’ Enoir;
- Κάτσε να κανονίσουμε ραντεβού για αύριο και φύγαμε. Αλά κρεμ εννοείται ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρος όπου κάνει πολύ κρύο, με εσάνς μεξικανικού / τεξανικού τοπωνυμίου.

Πηγή: The inq.

Μην μας πας πάλι στο Λος Ψόφος για χριστουγεννιάτικες διακοπές, θα γίνουμε αρχαίοι!

(από polemarxos90, 29/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια αγγλική λέξη, call-girl, που στα ελληνικά σλανγκίζεται με άλλη σημασία = το κορίτσι που δίνει κώλο. Πρβλ. πίναπ γκερλ, το.

- Να τηλεφωνήσουμε σε κανά call-girl;
- Ναι, αλλά να είναι κωλ-γκερλ και πίναπ γκερλ! Όχι ό,τι κι ό,τι!
- Δηλαδή, εσύ ακούς μόνο μπλακ;

(από Dirty Talking, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το pin-up girl σλανγκίζεται στα ελληνικά για να δηλώσει το κορίτσι που τον πίνει.

Ό,τι και να λέμε τα πίναπ γκερλς θα είναι πάντα στην μόδα.

(από Dirty Talking, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το εσπρέσο λούγκο, το φραπέ μεταξύ ευφραπούστηδων γκέι.

Τον κερνάει τον εσπρέσο λούγκρο ο Πέρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ πριν το φραπέ γίνει σάγκα του σάιτ, το καπουτσίνο ήταν το στάνταρ υπονοούμενο για τον πέοντα. Όπως και οι μοναχοί Καπουτσίνοι, που οι καημένοι δεν μπορούσαν να φανταστούν τι σλανγκομοίρα τους περίμενε στην Ελλάδα.

Στην μετά φραπέ εποχή, ευλόγως ο καφές καπουτσίνο γίνεται φραπουτσίνο, για να δηλώσει το φραπέ με την γνωστή σύσταση, που προκαλεί αηδία σε πολλές Σλανγκοφοριάζουσες και τις κάνει να μην θέλουν να πιουν/ παραγγείλουν ούτε τον κανονικό καπουτσίνο. Παρομοίως έχουμε τα:

- Φραπουτσίνο φρέντο: Το φραπουτσίνο που σερβίρει παγομούνα.
- Φραπουτσίνο κάλντο: Το φραπουτσίνο με την καλή έννοια από καυτή φραπαιδοιάρα.
- Εσπρέσο: Το αγχωμένο φραπέ από φραπεδιάρα που επιδιώκει μεγιστοποίηση κέρδους με ξεπέτα.
- Εσπρέσο Φρέντο: Ό,τι χειρότερο! Βιαστικό ΚΑΙ από παγομούνα! Μακριά!
- Μοκατσίνο: Φραπουτσίνο από Αφροξυλάνθη, δηλ. Αφρογενή κορασίδα.
- Πουτσοτσίνο: Το γνωστό. Επίσης από τα ονόματα των κοριτσιών, βλ. λήμμα ντεκαφεϊνέ. Λ.χ. Λιλιαντσίνο, Μαρινοτσίνο κ.ο.κ.

Χύνω, χύνω με φραπουτσίνο!

(Τραγούδι τελειωμένου φραπεοκράτορα).

(από Khan, 20/02/14)(από Khan, 25/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Γενικό Επιτελείο Στρατού- Γ.Ε.Σ. σλανγκίζεται γραφικώς ως YES, λόγω ενδοτισμού, επειδή υποτίθεται πως λέει πάντα yes (= ναι στα αγγλικά) στους Αμερικάνους.

Πηγή: Δόκτωρ και Ελευθεροτυπία.

Τι έγινε; Πάλι yes είπε το YES και έκανε τα προηγούμενα σχέδια με τους Ρώσους γαργάρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified