Αν ο όρος ετυμολογηθεί από το γαλλικό fondement = θεμέλιο, τότε θα λεχθεί «φονταμενταλισμός».

Αν όμως ετυμολογηθεί από το λατινικό fundamentum (ίδια σημασία) θα λεχθεί «φουνταμενταλισμός», που είναι και το σωστότερο. Η λέξη αποδίδεται στα ελληνικά ως «θεμελιοκρατία», «θεμελιωτισμός» και σημαίνει την σκληροπυρηνική τάση για επιστροφή στις πηγές μιας θρησκείας.

Η λέξη, ωστόσο, σλανγκίζεται για να δηλώσει τον σκληροπυρηνικό χασιστή και φουντικό που επιδιώκει την επιστροφή στις πηγές της φούντας.

Εναλλακτικώς, ο σλανγκισμός μπορεί και να σημαίνει ότι ο θρησκευτικός φουνταμενταλισμός είναι η «φούντα των λαών» για να παραφράσω τον Μαρξ.

Έχει φουνταμενταλιστικές τάσεις, «χασίσι, γαμήσι κι επιστροφή στην φύση» το σύνθημα ζωής του.

Η φουνταμενταλίστρια με την χρυσή φωνή (από Vrastaman, 28/03/09)

Σχετικά: Ποκαφούντας, πρεζόφουντα, χάχα, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Νικολάι Γκόγκολ (βλ. εδώ και εδώ) ήταν Ρώσος ποιητής, συγγραφέας και μυθιστοριογράφος και θεωρείται ένας εκ των γιγάντων της ρώσικης λογοτεχνίας και ο πατέρας του ρώσικου ρεαλισμού. Γεννήθηκε το 1809 από γονείς Κοζάκους. Πασίγνωστα έργα του: ο Τάρας Μπούλμπα, το ημερολόγιο ενός τρελού, κλπ. Ένα χρόνο πριν πεθάνει ταξίδεψε στους Αγίους Τόπους, όπου ένας ιερέας τον έπεισε πως η εργασία του είναι αμαρτωλή. Αυτό τον έκανε να καταστρέψει τα αδημοσίευτα χειρόγραφα του. Πέθανε στη Μόσχα το 1852.

Όταν κάποιος λέει, τη φράση: γίνομαι Γκόγκολ, δε μιλάει για μετενσάρκωση του Γκόγκολ. Μήπως όμως εννοεί πως θα γίνει λογοτέχνης σαν αυτόν; Το τοπίο θα ξεκαθαρίσει παρακάτω.

Όταν κάποιος λέει, γίνομαι Γκόγκολ, εννοεί πως έχει γίνει γκολ. Έχει πιει τα κέρατα του κι είναι σε μαύρα χάλια. Είναι σκνίπα! Είναι στη φάση που μετά βίας κρατάει επαφή με την πραγματικότητα κι εκπέμπει την ατάκα: γίνομαι Γκόγκολ από το «μαύρο κουτί» του (είναι «απογειωμένος» γι' αυτό και ο λόγος για «μαύρο κουτί»).

Το διπλό γκο (στη φράση: γίνομαι Γκόγκολ) εκφέρεται από τραύλισμα της γλώσσας ένεκα κατάποσης του Βόλγα (ποτάμι συμβατό με την πατρίδα του Γκόγκολ). Στη φάση που είναι πουτινιές δεν μπορεί να κάνει, καθότι ο Πούτιν δεν είχε γεννηθεί τότενες. Μπορεί να κάνει κάτι άλλο όμως.

Μπορεί να δημιουργήσει λογοτεχνικά έπη, όπως το ημερολόγιο ενός τρελού νούμερο Χ (κάθε μεθυσμένος δημιουργός κι ένα update), ο άγριος Κοζάκος αρχηγός Τάρας Μπούλμπα Χ (που τον είχε ενσαρκώσει στον κινηματογράφο ο Γιουλ Μπρίνερ) κλπ. Πίνοντας, πίνοντας, αντί να καραφλιάσει αυτός (αφού δε θα καταλαβαίνει τι λέει), θα κάνει τους άλλους Γιουλ Μπρίνερ (παρεμπιπτόντως σε κάποια σκηνή του Τάρας Μπούλμπα παίζει άγριο πιόμα).

Άρα μεθώντας, κάνει φιλολογικό μνημόσυνο στον Γκόγκολ και συνεχίζει το έργο του στο οχληρό περιβάλλον των οινοποτείων. Αν λοιπόν θέλει κανείς να διασωθεί το έργο του δεν έχει παρά να ηχογραφεί την ώρα της δημιουργίας.

Κλείνοντας αποτείνω τις θέρμες μου ευχαριστίες στους φίλους Ιονά και Παυλέα για την ωραία ιδέα. Ειλικρινά, παιδιά αποδείχτηκε πολύ ενδιαφέρον το λήμμα. Όταν το αναλάμβανα είχα κάποια υποψία αλλά με τίποτα δεν μπορούσα να φανταστώ, την απόλαυση που θα με περίμενε στην πορεία. Γκόγκολ σπέκια !

Μεθυσμένος: Η γη γυρίζει, χικ. Καλά το 'πε κι ο Γαλιλαίος που δεν ήταν από τη Γαλιλαία, αλλά από την Ιταλία.
Ταβερνιάρης: Μαζεύτε τον ρε. Ξέφυγε ο κρασοπατέρας!
Μεθυσμένος: Δεν είμαι κρασοπατέρας... χικ... Γίνομαι Γκόγκολ... Ξέρεις ποιος είναι ο Γκόγκολ; Ο πατέρας του ρώσικου ρεαλισμού είναι. Μην εμποδίζετε το δημιουργό... χικ... να ξεράσει τις ιδέες του... χικ. Ταβερνιάρης:Τα 'χει κάνει ρώσικη σαλάτα μου φαίνεται. Μεθυσμένος: Όπως ο Γκόγκολ έσκισε κάποια αδημοσίευτα τεφτέρια του... χικ... έτσι και το δικό μου έργο δε σώζεται... χικ... Κακόμοιρε δημιουργέ... Κανείς δε σε σκέφτεται... χικ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδισμός, που αναφέρεται ειρωνικά ή αυτοσαρκαστικά σε κάθε «τελευταίο τσιγάρο», που καπνίζει κάποιος, μετά από δήλωσή του ότι θα το κόψει το ρημάδι...

  1. -Κέρνα ένα τσιγαράκι ρε φίλος!
    -Καλά, εσύ δεν το’ χεις κόψει;
    -Ε, απ’ τα κομμένα καπνίζω...

(Στο περίπτερο της γειτονιάς):

-Πού ’σαι μάστορα, πιάσε ένα Άσσος μαλακό!
-Απ’ τα κομμένα;
-Βρε δώσε εκεί κι άσ’ τα δικά σου τώρα...
-Να χαρώ εγώ ένα λεβέντη με πυγμή!
-Πληρώνεσαι; Για κάνε μας τη χάρη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γνωστό άθλημα μπάσκετ, κρύβει τη λέξη μπάφος και ορίζει την κατάσταση που δύο ή περισσότερα άτομα συγκεντρώνονται για να πιουν μπάφους.

-Τι λέει μαλάκες; Πάμε να παίξουμε κάνα μπάφκετ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος προερχόμενος από τη σύζευξη των λέξεων λιώμα (σε κατάσταση βαριάς μέθης) και του Λουμίδη, γνωστής εταιρείας παραγωγής καφέ.

Αποδίδεται σε άτομα που κατανάλωσαν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και για τα οποία καθίσταται απαραίτητη η άμεση κατάποση του.

  1. - Τι έγινε ρε χθες πόσο ήπιατε πια;
    - Άστα ρε γύρισα σπίτι λιωμίδης, δεν έβλεπα μπροστά μου πάλι. Ευτυχως μού' φτιαξε η Μαρία φραπέ και συνήλθα.

  2. Στο τηλέφωνο:
    - Έλα Νίκο το' χεις ένα πότο στο στέκι;.
    - Ναι μέσα, άλλα μη γίνουμε λιωμίδηδηδες παλι όμως ε;
    - Ναι ρε μην ανησυχείς, σήμερα λευκό και ποίηση.

  3. - Χθες μού' δωσε ο Αλέξης από το ποτό του και έγινα λιομίδης ρε με δυο γουλιές.
    - Ε ναι ο Αλέξης τον έχει χτίσει το Λουμίδη

Βλ. και λιουμίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακρινή χώρα όπου ταξιδεύουν οι πρεζάκηδες.

- Έλα Χρήστο, μ' ακούς; Έλα, ο Κώστας είμαι.
- Μμμμμ.... έλα ρε συ ... μμμμ ... Τί γίνεται ; Μαράκι εσύ ;
- Έλα ρε μαλάκα σύνελθε και παίρνω από κινητό! Θα πληρώνω υπεραστικά στο νταγκλαντες με τις μαλακίες σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται και ως τζινάβα. Είδος ακούσματος με εισπνοή βενζίνης. Η διαδικασία έχει ως εξής: βρέχεις ένα στουπί με βενζίνη και το ακουμπάς στο μπράτσο ψηλά, από τη μέσα μεριά. Μετά κολλάς το χέρι στη μάπα και παίρνεις βαθιά πατριωτική τζούρα.

Φτηνιάρικος τρόπος φτιαξίματος, δουλεύεται κυρίως από την πολλά υποσχόμενη μαθητιώσα νεολαία. Τις περισσότερες φορές βγαίνει μουφάτζα (as far as I know).

Ετυμολογία: βενζίνη < βετζίνη < βετζίνα < τζίνα

- Μαλάκα μου, ήξερες για την Ελισάβετ ότι ντρογκάρει;
- Εσύ τι λες ρε ουφάτζα, να κοιμάμαι όπως εσύ;
- Ναι ρε φίλε, για τους μπάφους ήξερα, μου σφύριξαν ότι κάνει και τζίνα..
- Είπαμε, η γκόμενα είναι αποκαΐδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταστική χώρα διαθέτουσα πύλες που οδηγούν σε άλλες διαστάσεις του χωροχρόνου. Την επισκέπτονται όσοι διαβάζουν αποκαλυπτικά - η κάμερα σε μένα - βιβλία, σε συνδυασμό με τη χρήση ευφορικών ουσιών. Κείται δε παραπλεύρως του Νταγκλαντές.

Λογοπαίγνιο με τη ντάγκλα και την έρημο Τάκλα Μακάν με την περίφημη Λευκή Πυραμίδα, για την οποία τόσο ψάξιμο έχει πέσει και τόσα ευφάνταστα έχουν γραφτεί, για ν' αποδειχτεί τελικά ότι πρόκειται για τον πολύ γνωστό αρχαιολογικό χώρο της Κίνας, το Μαυσωλείο Maoling!

-Μαλάκα είδα μια μεγάλη πυραμίδα και μόλις μπήκα μέσα...
-Τι είχες πιεί;
-Ρε τίποτα σου λέω, σπαθί.
-Νταξ' δεν έιναι τίποτα, είχα πάει κι εγώ.
-Σοβαρά ρε μαλάκα; Πού;
-Στο νταγκλαμακάν!

Όπως οι προσκυνητές των Αγίων Τόπων αποκτούν το πρόθεμα Χατζη- στο επώνυμό τους (π.χ. Χαζηγεωργίου, Χατζηδημητρίου, Χατζηπαπάρας κλπ.), έτσι και οι επισκέπτες του νταγκλαμακάν αποκτούν το ενδιάμεσο όνομα (βελανιδοφαγιστί middle name) Ντάγκλας οι άνδρες (π.χ. Ευφρόσυνος Ντάγκλας Ρουφαλάκης) ή Ντάγκλα οι γυναίκες (π.χ. Ουρανία Ντάγκλα Φευγατίδου).

Σ.Σ. Αγνοώ αν ο Αλεξάντερ Ντάγκλας Χιούμ, παλαιός βρετανός πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός περί τα μέσα της δεκαετίας του'60, υπήρξεν επισκέπτης του νταγκλαμακάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά για τον λατρεμένο μας φραπέ (τον γκαϊφέ, μην πηγαίνει ο νους σας στο κακό) και δη για τις υψηλών οκτανίων μπριζωτικές και του ιδιότητες.

Βλ. επίσης: καφεταμίνη.

- Θα κάτσω να πνίξω τον πόνο μου στο φόρουμ και την Φραπεΐνη. Είμαι ένας φτωχός και πάμφτωχος καομπόγιας.

- Έτσι! Να νιώσω όλη τη φραπεΐνη να ρέει στο αίμα! Φαντάζεσαι, λοιπόν, σπάσιμο, όταν στην πρώτη ρουφηξιά το καλαμάκι μου φέρνει ζάχαρη

- Εδω Σερρες ειχαμε λιακαδα,πηγα χτυπησα μια φραπεινη τωρα το μεσημερι,γυρισα πριν λιγο σπτι και ακουω ΧΕΝΙΟΣFM

Άντε, και με την κακή έννοια:

- Επειδή πολλοί συναγωνιστές έχουν εθιστεί στους φραπέδες, θα ήθελα να επισημάνω ότι η πολύ φραπεΐνη έχει παρενέργειες.

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι σλανγκίζεται το «Ο καιρός γαρ εγγύς» του Λιακόπουλου. Πρόκειται για τίτλο σειράς βιβλίων που πρακτορεύει ο Λιακό με το αζημίωτο και τα πουλάει σε απογόνους των Αφελίμ.

Εννοείται σ' αυτά τα βιβλία ότι πρέπει να τραγουδήσουμε όλοι το «Πριν το χάραγμα», περιμένοντας το ηλεκτρικό φασκέλωμα και την συντέλεια, ή άλλα κοσμοιστορικά γεγονότα, λ.χ. την επανάκτηση της Πόλης κ.ο.κ.

Ο σλανγκισμός εννοεί ότι αυτοί που ακούν Λιακό και γενικά οι Ελληνάρες, είμαστε απόγονοι των Νωχελίμ και τα περιμένουμε όλα με ένα φραπέ, το εθνικό μας ποτό, στο χέρι. Λ.χ. περιμένουμε από τον Πουτινιάρη Βλαδίμηρο να κάνει τις πουτινιές του και να μας τα παραδώσει όλα έτοιμα με το κλειδί στο χέρι, ενώ εμείς θα συνεχίσουμε να πίνουμε τον φραπέ μας. Ή από τις Δυτικές δυνάμεις, που κατά τις προφητείες του γέροντος θα μαλώνουν μεταξύ τους για τις ζώνες επιρροής κι έτσι θα τα δώσουν όλα σε εμάς, επειδή θα είναι και γι' αυτές η καλύτερη λύση.

Γενικά, δείχνει ότι ακόμη και με την συντέλεια προ των πυλών, ο Έλληνας θα περιμένει κι αυτό το τέλος του κόσμου με ένα φραπέ στο χέρι. Βέβαια, ο φραπές είναι βαρύς, δηλαδή νταηλίδικος, και αυτό είναι η μόνη δυσκολία. Δεν φαίνεται να είναι τυχαίο που η αγαπημένη ατάκα του Λιακό είναι «σηκωθείτε από καναπέδες, ντιβάνια, κρεβάτια». Φαίνεται ότι όλοι οι Λιακούρειοι είναι αραχτοί και λάιτ, σωστοί απόγονοι των Νωχελίμ.

Ύστερα από την επιδημία φραπεδίασης που έχει ενσκήψει στο σάιτ, φαντάζομαι ότι μπορεί να σημαίνει και τον φραπέ σε μια βαριοπούλα, ή τον φραπέ που σερβίρει μια ουχί αλαφροχέρα κορασίς.

  1. - Έχουν αρχίσει να παρουσιάζονται τα πρώτα σημάδια ότι η Ελλάδα θα πατώσει στην Ευρώπη!
    - Έτσι! Θα έρθει η συντέλεια. Ο φραπές γαρ βαρύς!

  2. - Τά 'μαθες; Έπαθε ρήξη τένοντα η Σάντρα!
    - Τι τα θες; Ο φραπές γαρ βαρύς!

καταστροφή!!! (από Τσακ εις την μέσην, 09/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified