Further tags

Αυτός που κάνει βόλτες, ο νυχτοπερπατητής, το αντίθετο του σπιτόγατου. Πήρε σλανγκιστί το όνομά του από τον François-Marie Arouet τουπίκλην Βολταίρο.

Trivia: Σημειωτέον ότι ο Βολταίρος είναι ο δεύτερος Διαφωτιστής που σλανγκίζεται μετά τον Baron de Rembesqieu. Επίσης, στο slang.gr γνωρίζουμε τον Φρανσουά-Μαρί Μπυρουέ, γνωστό για τις μπυρουέτες του, όπως και τον François-Marie Arouet τουπίκλην Slangaire, οπαδό της πεφωτισμένης μοδιστρείας και της σλανγκικής ανεκτικότητας, που έμεινε στην Ιστορία για τα ρητά του: «Διαφωνώ ότι το λήμμα σου είναι σλανγκ, αλλά θα υπερασπιστώ με την ζωή μου το δικαίωμά σου να το αναρτήσεις», και «αν δεν υπήρχε ο σλανγκισμός θα έπρεπε να τον εφεύρουμε». Στο τελευταίο ο Mikhail Slangounin απάντησε: «ακόμη κι αν υπήρχε ο σλανγκισμός, θα έπρεπε να τον διαγράψουμε». Η υπερβολική κραιπάλη λεξιπλασιών στην οποία οδήγησε αυτή η ανεκτικότητα οδήγησε πολλούς σεσινεπασλανγκινίστας να θελήσουν μια Παλινόρθωση με το σύνθημα: «Για όλα φταίει ο Σλανγκαίρ, για όλα φταίει ο Σλανγκώ». (Κατά το «c'est la faute à Voltaire, c'est la faute à Rousseau»).

Ασίστ: Bubis.

Λίλιαν: Πολύ βολταίρος ο Νώντας! Ξεκινάμε από μπαράκια, συνεχίζουμε με βόλτες στην παραλjιακή, και τελειώνουμε στα μπουζούκια. Κάθε βράδυ!
Λάουρα: Ο δικός μου ο Αρίστος πολύ σπιτόγατος. Κάθε βράδυ μέσα για Ντι-Βι-Ντι, και τις Τετάρτες Τζάμπιονζ Ζληνγκ. Αλήθεια πότε γύρισες απ' τον κόκκινο πλανήτη;
Λίλιαν: Πριν μια βδομάδα το διαστημόπλοιό μου μπήκε στην γήινη ατμόσφαιρα στο ύψος του Ειρηνικού Ωκεανού. Αλλά έχω αφήσει την κορούλα μου, πίσω στον Άρη, να την μεγαλώσει ο μπαμπάς!...

Join us again with the Slang & the Restless!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τυφλίτης, ο μεθυσμένος λιώμα.

-Άσε ρε Μάνο, που να στα λέω τα χθεσινοβραδινά.
-Ρίχτα ρε.
-Να μωρέ, αφήσαμε το Γιώργο να μας κάνει τον ταρίφα με το σαξόραλο του και πήγε ο Λέας και έγινε σκουπίδι με τεκίλες.
-Α καλάουα τώρα, σάμπως και είναι η πρώτη του φορά.
-Ρε συ, λέμε λειάδα, αφού μετά από καυγά να μην οδηγήσει, μου αρπάει τα κλειδιά, πάει και μπαίνει από την πίσω πόρτα και έψαχνε το τιμόνι να μιζάρει στο πίσω κάθισμα. Παντελώς λιουμίδης λέμε.

Λιουμίδης (από Vrastaman, 12/08/09)(από electron, 13/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Πινόκιο είναι ένα ξύλινο ανθρωπάκι, δημιούργημα του ξυλουργού Τζεπέτο. Το όνομά του προέρχεται από το πινέζα (pin) και μάτι (occhio, στα ιταλικά). Ο Πινόκιο είχε μια μακριά μύτη που όταν έλεγε ένα ψέμμα, μεγάλωνε περισσότερο. Πολλές φορές, αναγκαζόταν να πει ένα νέο ψέμμα για να καλύψει ένα προηγούμενο και τότε η μύτη του μεγάλωνε τόσο, που μπορούσε να χωθεί ανάμεσα στα βυζιά της συνομιλήτριας του. Σύντομα, το όνομα του Πινόκιο, έγινε συνώνυμο του ψεύτη.

Ο Πορνόκιο, που αποτελεί και το λήμμα μας, είναι όποιος ψεύδεται περί των ερωτικών επιτυχιών και των σεξουαλικών κατορθωμάτων του, δηλαδή ο ψεύτης του σεξ.

— Σου είπε ο Καυλαγόρας για το μαραθώνιο σεξ που έκανε όλη νύχτα με μια τύπισσα που έβγαλε στο μπαρ;
— Ναι, μόνο που η τύπισσα έφυγε από το μπαρ με άλλον όταν ο Καυλαγόρας είχε πάει να ξεπαρκάρει.
— Α τον Πορνόκιο!

o ορίτζιναλ Πινόκιο (από allivegp, 20/08/09)πες μου ψέμματα, Πινόκιο! (από BuBis, 21/08/09)Πεσ\'το ψέματα... (από MXΣ, 31/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ανθρώπους τελείως χύμα, σε φάση ταγάρι, ριγέ παντελόνι, τζίβες-ράστα κλπ. Δεν έχει αρνητική σημασία, απλά χαρακτηρίζει το στυλ. Προέρχεται από το αφημένος.

Και μου λέει, «κάτσε να σου γνωρίσω την τάδε». Και σκάει ρε φίλε ένα αφέψημα, με κόκκινο-μωβ μαλλί, χίπισσα τελείως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού modify (=τροποποιώ). Σημαίνει τον Διαχειριστή ή Συντονιστή φόρουμ που τροποποιεί κατά κόρον ή χωρίς φαινομενικά
σοβαρό λόγο τα μηνύματα των χρηστών.

Κώστας: Και που λες, Μητσάρα, μπαίνω μετά δύο μέρες στο φλώρουμ να κόψω εντυπώσεις, κοιτάζω το τελευταίο ποστ μου, το λινκάκι άφαντο και στο κάτω κάτω της γραφής μου η υποσημείωσις: «edit: Δεν επιτρέπονται οι σύνδεσμοι που οδηγούν σε σελίδες με παράνομο υλικό».
Μου 'ρθε... να κατεβάσω καντήλια, λέμε!

Μήτσος: Δώσε τόπο στην οργή κολλητέ! Αφού τον ξέρεις τον ΧΨΖ τι Μοντίφηκας είναι. Την έχει δει Πάπας και νομίζει πως μπορεί να ελέγχει τους πάντες.

Αν δεν το βγάλω αυτό το λίνκι στο youporn, να μην με λένε Βονιφάτιο! (από Khan, 23/08/09)

Λογοπαίγνιο και με την λέξη Ποντίφηκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο μεταξύ αφενός των λωτοφάγων της Οδύσσειας, οι οποίοι τρώγοντας ένα φυτό σαν τους λωτούς ένα πράμα ξέχναγαν την νοσταλγία για την πατρίδα που τους έδινε ταυτότητα, και αφεδύο του τυχερού παιχνιδιού Λόττο. Προφάνουσλυ, το ηθικό δίδαγμα είναι ότι με τον τζόγο ξεχνάμε τα πραγματικά δομικά οικονομικά, ψυχολογικά και άλλα προβλήματα, και το κράτος μας ενθαρρύνει γι' αυτό μέσω του ΟΠΑΠ κτλ. Οπότε λοττοφάγος είναι όποιος τρώει την παραμύθα και συμβιβάζεται αντί να γίνει ο μπαχαλάκιας που θα έπρεπε να είναι, και να βγει έξω να τα σπάσει όλα σε ένα πάρτι με Uzi (πλάκα κάνω!).

Κυριολεκτικά είναι αυτός που κερδίζει το Λόττο και μετά πετυχαίνει να φάει τα κέρδη σε χρόνο dt.

Με μια δόση σεφερλίτιδας παραπάνω μπορεί να είναι και ο φανατικός των οχημάτων Lotus.

Από την Καθημερινή, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο, εδώ.

ΛΟΤΤΟφάγοι που έχασαν τα κέρδη τους
Και γύρισαν στη φτώχεια

Στο ερώτημα «ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;» δύσκολα θα βρεθεί κάποιος που θα απαντήσει αρνητικά. Διαβάζοντας, ωστόσο, ιστορίες και εξομολογήσεις ανθρώπων που κέρδισαν το ΛΟΤΤΟ, γίνεται αντιληπτό ότι τα σύνορα τύχης και ατυχίας είναι ευμετάβλητα. Η Εβελιν Ανταμς, για παράδειγμα, κέρδισε πριν από χρόνια 5,4 εκατ. δολάρια, αλλά σήμερα ζει σε τροχόσπιτο αφού δεν είπε ποτέ «όχι» σε όποιον της ζητούσε χρήματα. Ο Τζακ Γουίτακερ, που κέρδισε στις ΗΠΑ 315 εκατ. «κατόρθωσε» να τα χάσει όλα από κακές επιλογές, δωρεές και φιλανθρωπίες.

Σ.ς.: Είναι, λοιπόν, περίεργα τα παιχνίδια της κλητωρίδας.

Λοτοφάγοι. (από Khan, 24/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο ανάμεσα στον πληθυντικό της στρίγκλας και στο αγγλ. stringless, δηλαδή αυτή που δεν φορά (ούτε) string.

Αν και ηχητικά οι δυο λέξεις δεν διαφέρουν καθόλου, η εννοιολογική διαφορά που τις χωρίζει είναι χαώδης, αφού όλοι θα ήθελαν να περάσουν μια νύχτα συντροφιά με stringless, αλλά κανείς με στρίγκλες.

— Και γιατί επιμένεις να πάμε στο μπαράκι που σερβίρουν τα ποτά στρίγκλες; Αν ήταν, καθόμουν σπίτι.
— Α, καλά, τόση ώρα μιλάμε κι ακόμη να καταλάβει το πίκπα. Στα Λιντλ σε ψωνίσαμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωτογενώς: υποκοριστικό του ονόματος Καλυψώ. Καλυψώ => Καλυψωλίτσα => Λίτσα.

Δευτερογενώς χρησιμοποιείται καταδεικτικά για γυναίκα, μικρής κυρίως ηλικίας, η οποία:

α. Είναι άξια αναφοράς λόγω της προκαλούμενης αυξήσεως της θερμοκρασίας της βουβωνικής χώρας των θεατών της.

β. Πιθανολογείται εκ του θεάμονος αυτής κοινού, ότι έχει επιδόσεις στη συνουσιαστική τέχνη κατά πολύ άνω του μετρίου.

γ. Παρ’ όλο το φαινομενικά σεμνό και χαριτωμένο παρουσιαστικό της, γνωρίζει περισσότερα από όσα δείχνει και χρειάζεται κανείς «μεγάλο καλάθι για να μαζέψει αυτήν την κερασιά».

Σημείωση του συντάκτου: Η Λίτσα σε μεγαλύτερη ηλικία μετονομάζεται σε Λάρα.

α. - Την βλέπεις τη Καιτούλα, βρε πως έγινε έτσι. - Ποια αυτή τη Λίτσα; Πω πω!

β. Φίλε, αυτή η Λίτσα θα σε ξεζουμίσει

γ. Μην την βλέπεις έτσι, ξέρεις τί Λίτσα είναι αυτή;

Μεγάλη λίτσα. (από Galadriel, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρομαι στο πρόθεμα, δι αυτόν το λόγο λείπουν οι τόνοι. Το πρόθεμα αυτό μπαίνει πριν απο οποιοδήποτε μπινελίκι, και του δίνει στόμφο και ένταση, με αποτέλεσμα την ευφορία του ατόμου που το εκστομεί. Βεβαίως η ευφορία αυτή προέρχεται από την παρήχηση του «α», που γεμίζει το στόμα.

Το παραπάνω πρόθεμα αποτελείται από τα εξής δύο υποπροθέματα:

  • καρά-, από την τουρκική, που σημαίνει μαύρο (εξ ου και όλα τα επίθετα που έχουν το καρα-: Καραγιάννης, Καραγιώργης, Καραπαναγής, ή και καραγκιόζης που σημαίνει μαυρομάτης, καρα-μαύρος, γκιοζ τα μάτια). Και στην ελληνική ο μαύρος, εμπεριέχει και την έννοια του κακομοίρη.
  • -κατά-, το οποίο έχει πολλές σημασίες, αλλά όταν ακολουθείται από μπινελίκιον, παρατίθεται με την έννοια από πάνω μέχρι κάτω, σε όλο του το φάσμα.

Συντάσσεται ως επί το πλείστον με το «κερατάς», αλλά και το μαλάκας, λεσβία, γαμημένη, πουτάνα, πουσταριό του πάνε αρκετά.

  1. - Ήταν και η Ιφιγένεια χθες για καφέ. Την έφερε η Ρούλα. Ρώταγε για σένα και τον αδελφό σου.
    -Άσε με ρε με την καρακαταπουτάνα. Τα είχε με τον αδελφό μου, και την έπεφτε και σε φίλους του την ίδια ώρα...

  2. - Έτσι και πετύχω τον καρακατακερατά τον Λάκη πουθενά, θα τον σκίσω το μπούστη.

  3. - Τι ωραίο μουνί η Λίτσα και να είναι λεσβία, κρίμα.
    -Δεν είναι λεσβία, είναι καρακαταλεσβία. Μου έχει πει, ότι δεν έχει ακουμπήσει ποτέ στη ζωή της μαγιόξυλο.

(από electron, 02/09/09)(από electron, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική παραφθορά του γνωστού κρασοπατέρα, με την διαφορά ότι εν προκειμένω, ο εκ Κλαζομενών ορμώμενος μερακλής, επιδίδεται μάλλον στην κλασοκατάνυξη, παρά στην οινοποσία.

Παρεμπιπτόντως, το ρήμα κλάνω μάλλον προέρχεται εκ του κλάω (=αρχ. σπάζω) βλ. κλαγγή, αρτοκλασία κλπ. Άλλωστε το κλανίδι στα εγγλέζικα λέγεται και break wind (ή pass gass, fart, let one off κλπ), ιταλιστί: scoreggiare, ισπανιστί: tirar pe(d)o, γερμανιστί: fürzen, γαλλιστί: pet κλπ.

Κεφάτος, αγαπητή (κατά τα λοιπά) φιγούρα στην παρέα, ο πορδο-γαλαντόμος κερνά με απλοχεριά τις κλανιές του δώθε-κείθε, όσους το έχουν ανάγκη, δίχως να συλλογίζεται τις συνέπειες. Γι’ αυτόν τον λόγο, το μόνο που δεν μπορεί ποτέ κανείς να του προσάψει, είναι η ετικέτα του εαυτούλη, αφού προτιμά να τις μοιράζεται με τους κοντινούς του ανθρώπους, δίχως να τις κρατήσει για τον εαυτό του σε μια δύσκολη στιγμή...

Συνήθως επιδαψιλεύει το νούμερό του με κάποια θεατρινίστικη πόζα, π.χ. σου ζητά να τραβήξεις το δάχτυλό του εν είδει περόνης χειροβομβίδας, κρατά ένα υποτιθέμενο όπλο, του οποίου τη σκανδάλη καλείσαι να τραβήξεις, άλλοτε πάλι προσποιείται ότι πανηγυρίζει γκολ με το στυλ του αξέχαστου Ροζέ Μιλά, το οποίο βέβαια καταλήγει σε πορδή, στριφογυρίζει στη χορευτική φιγούρα του Τζον Τραβόλτα και στο αποκορύφωμα πέρδεται, καμώνεται πως «κάθεται κάτω απ’ τη μπάρα» σαν τον Πύρρο Δήμα και σφίγγεται με το αναμενόμενο επακόλουθο κλπ-κλπ.

Κατά την παρακολούθηση κινηματογραφικής ταινίας σε φιλικό σπίτι, δεν παραλείπει να λανσάρει τη φονική κλανιά-μανιτάρι, η οποία εκπέμπει πηχτή θερμότητα και αγκαλιάζει την παρέα βαθμηδόν.

Σε αυτοκίνητο, μολλάρει τορπίλλα σχεδόν νεφελώδη, που την κόβεις με το μαχαίρι.

Σε σοβαρή συζήτηση, δεν λαμβάνει ποτέ μέρος στα διαμειβόμενα επιχειρήματα, αλλά καιροφυλακτεί ήσυχος στη γωνίτσα του, έως ότου τραβήξει μια στεντόρεια πορδή, που πείθει τους άλλους να σωπάσουν.

Οι παριστάμενοι τον βρίζουν (χαζο)γελώντας. Αυτός ευφραίνεται και θεωρεί τον εαυτόν του μάλλον απελευθερωμένο ευεργέτη τους. Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι δηλαδή...

Οι Εγγλέζοι είναι συνεπέστατοι κλανιάρηδες, ενώ το ρέψιμο θεωρείται προσβολή. Στην Ελλάδα, κανονικώς εχόντων των πραγμάτων, δεν επιτρέπεται ούτε το ένα ούτε το άλλο. Παρ’ όλα αυτά, το ρέψιμο και η χλέπα κάποτε ήταν δείγματα ευμάρειας, οι δε φιλόξενοι αμφιτρύωνες παρότρυναν το μουσαφίρη να ρευτεί (όπως τα μωρά), προκειμένου να διαπιστώσουν ότι καλόφαγε = δείγμα ότι τον περιποιήθηκαν δεόντως!

Οι μεγαλοαστοί (sic) μέχρι πολύ πρόσφατα, έφτυναν στα γεμάτα κάτι μεστωμένα τάληρα, καταμεσής του δρόμου (βλ. και «Αμέρικα-Αμέρικα» Ε. Καζάν). Το κλανίδι εν Ελλάδι όμως, ήταν πάντοτε προσβλητικό, άλλωστε αποδεικνύεται και από τη διαμάχη εικονοκλαστών-εικονολατρών μεταξύ των βυζαντινών ημών προγόνων.

Οι εικονοκλάστες, έχασαν...

Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική γλωσσική παράδοση, διαθέτει πλουσιότατες εκφράσεις, σχετικές με το πεθάνιον. Όλως ενδεικτικώς:

Εν τέλει, ο προσφιλής αυτός τύπος προσφέρει μάλλον καλόν εις την ανθρωπότητα, αφού σαν τον μυταρά γελωτοποιό σκορπά το γέλιο, ζωή και χαρά = υγεία τριγύρω του (βλ. »μια πορδή τη μέρα το γιατρό τον κάνει πέρα«), αλλά και τροφή (!) αφού το μεθάνιον (CH4) είναι άκυκλος κορεσμένος υδρογονάνθραξ (σαν τις πατάτες -εξ ου και η αρχαιοπρεπής έκφραση «πέρδομαι γεώμηλα»), όπως αποκαλύπτει και η εγγλέζικη παιδική «Πορδή εις την ελευθερίαν»:

Beans-beans, good for your heart
The more you eat, the more you fart,
The more you fart, the better you feel,
So eat your beans with every meal!

- Πήρα δυο ντι-βι-ντι να δούμε! Θα’ ρθει κι ο Γιώργος με τον Αντρέα.
- Με ποιον Αντρέα; Αυτόν τον κλασοπατέρα; Ωωωωχ! Θα στενάξουμε απόψε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified