Αυτός που μιλάει αργά, χωρίς να κουνάει τα χείλια του.
Καλός ο showman, αλλά τόσο αργά που μιλάει, μου κάνει για αργαστρίμυθος.
Αυτός που μιλάει αργά, χωρίς να κουνάει τα χείλια του.
Καλός ο showman, αλλά τόσο αργά που μιλάει, μου κάνει για αργαστρίμυθος.
από το αργά + εγγαστρίμυθος.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που καταδεικνύει την αρκετά όμορφη γυναίκα, η οποία στη δεδομένη χρονική περίοδο είναι χωρίς συνοδό, αλλά δεν θέλει κανέναν.
Διαθέτει πολύ τουπέ και ύφος (ύφος χιλίων καρδιναλίων και βάλε).
Γενικά είναι απρόσιτη και υπεράνω (εξ ου και το -ντίβα).
Γύρω της οι άντρες την θαυμάζουν, αυτή όμως τους κοιτά σαν κουνούπια.
Άσε ρε φίλε, δνε παλεύεται με τίποτα σου λέω... είναι σολοντίβα.
από τα solo + diva
Got a better definition? Add it!
Ο οπαδός του Βασίλη και όχι του βασιλιά. Και όταν λέμε Βασίλη, εννοούμε τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Μπορεί να γέρασε, να βάφει το μαλλί και να κάνει δάνειο από τους κροτάφους, αλλά, όπως και νά 'χει, κατέχει μια τιμητική θέση στην καρδιά όλων των 30+, είτε είναι, ή υπήρξαν στο παρελθόν τους, ροκάδες, σκυλάδες, κουλτουριάρηδες ή λεσβίες.
Γνωστές ρήσεις βασιλοφρόνων:
Σαν πεθάνω στον τάφο μου,
μην βάλετε καντήλι,
βάλτε ένα ραδιόφωνο
ν' ακούω τον Βασίλη.
Βασίλη / ζούμε / για να σε ακούμε...
Got a better definition? Add it!
Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται ανάμεσα στους άνδρες, ως επί το πλείστον, χωρίς βέβαια αυτό να αποκλείει και ορισμένες περιπτώσεις γυναικών.
Ως μεγυφτάνα λοιπόν χαρακτηρίζουμε τον τύπο του ανθρώπου που, στην απεγνωσμένη προσπάθεια του να ξεχωρίσει στο πλήθος και να εντυπωσιάσει τους πάντες γύρω του, ντύνεται τόσο εκκεντρικά που κάνει το Μιλάνο να πενθεί και φέρεται τόσο εξεζητημένα που θυμίζει έντονα τον Βασιλιά Ταμτάκο! Χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι τα άπειρα καράτια χρυσού πάνω του, το αυτοκίνητο που θυμίζει έντονα το Enterprise, το Dolce & Banana ντύσιμο, το βλαρχοντικό του στυλ και γενικότερα η πλήρης απώλεια αίσθησης της υπερβολής.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που παίρνει μέρος σε πορείες, ακόμα και αν δεν τον αφορούν, ακόμα και με την μορφή πληρωμής ανεξαρτήτως πολιτικών θέσεων.
- Κωστάκη την Τρίτη έχει πορεία για να στηρίξουμε το κυβερνητικό έργο είσαι;
- Τι λες ρε μαλάκα θα φάμε γιαούρτια.
- Δεν πειράζει, 50 ευρώ το κεφάλι, τι είναι λίγα γιαούρτια.
- Πω ρε φίλε είπαμε με μια φορά πούστης δε γίνεσαι, αλλά εσύ έχεις γίνει εντελώς συλλαλητήριος.
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Παράφραση απο το alternative. Τυπάκια με ένα δυο τζίβες, που συχνάζουν σε καφετέριες κουλτουριστικής διάθεσης (π.χ. booze , k-44) αλλά παρόλα αυτά οι γνώσεις τους επί της κουλτούρας είναι μηδαμινές και επιφανειακές. Τα άτομα αυτά συνήθως ανήκουν στην νεολαία του Συνασπισμού.
Ρε φίλε! Λες να πάμε στο πάρτυ στα Εξάρχεια να χωθούμε σε λατέρνατιβ γκομενάκια;
Got a better definition? Add it!
Οι πιο διαλεκτοί και σκληραγωγημένοι στον αθηναϊκό στίβο της αλητείας. Πολλά χιλιόμετρα πάνω κάτω στις λεωφόρους, μισόευρο στην τσέπη, μπάχαλα και φέρμες δημόσιας περιουσίας, χιλιοκομμένη για βανατζί κάρτα σίτισης, πάντα σε πεζούλι και πάντα αισιόδοξοι. Τους αγαπάμε και εμπνεόμαστε από αυτούς.
- Θυμάμαι τρίτη λυκείου, φίλε, είχαμε όλην την αφρόκρεμα της τσακαλοσύνης στο τμήμα.
- Γ3, η ελίτ της αλήτ όπως πάντα.
ως προς το λογοπαίγνιο βλ. και ελίτης
Got a better definition? Add it!
Καραλεσβία του κερατά, που κάνει και τους πιο ματσό άντρες να δείχνουν φλώροι.
- Που λες φίλε, είχαμε βγει για καφέ με τον Τάσο και την κοπέλα του την Όλγα πριν κάτι μέρες και κάποια στιγμή πέρασε μια γνωστή της και μας χαιρέτησε...
- Α ναι, για πες; Καλό κομμάτι;
- Άσε, σκέτος λεσβιάθαν ήταν.
για τον ξένο μεταφραστή: λογοπαίγνιο με το λεσβία και το όνομα Λεβιάθαν.
Got a better definition? Add it!
Ο μουνάκιας, ο «αιδοίου θριξ ναυν έλκει», ο κυλότας.
Αυτός που κυνηγάει τα μουνιά όπως o Δον Κιχώτης τους ανεμόμυλους.
Got a better definition? Add it!
ροκαμπίλια (τα): Ομάδα / μάτσο ατόμων με κοινό χαρακτηριστικό την παρεμφερή αισθητική στην κόμη, το ντύσιμο και ασφαλώς την μουσική. Η ενασχόληση με τα τρία προαναφερθέντα καλύπτει συντριπτικό κομμάτι της μέρας τους, ανεξάρτητα αν είναι υπό την επήρεια αλκοόλ ή όχι.
Ο χαρακτηρισμός προκύπτει από το κοινό είδος μουσικής που αγαπάνε, το rockabilly, με όλα τα συγγενικά του. Η κόμη είναι περιποιημένη και χημικά σκευάσματα ομορφιάς την βοηθάν να στέκεται στο απόλυτα προκαθορισμένο σχήμα που πατένταρε ο Έλβις. Είναι πολύ πιθανό να τους συναντήσεις αργά την νύχτα κοντά σε περιοχή με μπαράκια να συζητάν σε κύκλο για το που θα πάνε, πίνοντας μπύρες κτλ. Σε περίπτωση που η παρέα διαθέτει θηλυκό η δικιά της αισθητική διασταυρώνετε με της Bettie Page, ο θεός να την αναπαύσει. Τα ροκαμπίλια δεν είναι προνόμιο των μητροπόλεων αλλά εμφανίζονται, και αρκετά συχνά, στην επαρχία. Οι επαρχιώτες ροκαμπιλάδες κάνουν πάντα πιο αισθητή την παρουσία τους. Μια πιθανή αιτία είναι το εκρηκτικό μείγμα του τζελ και της προφοράς.
Με χαλαρούς όρους θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα σύνολο τζέλβις.
- Ρε συ δεν μου τελείωσες χτες τι έγινε, πώς περάσατε;;
- Γάμησέ τα είμαστε εντελώς χάλια και καταλήξαμε στο lonely planet ...
- Στην τρύπα με τα ροκαμπίλια;;!!
- Ναι ρε! Χαμός έγινε! χορεύαμε μέχρι τις 6 μέχρι που αρχίσανε να λιποθυμάν πάνω στο μπαρ ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified