Further tags

Ο/η υπεύθυνος γραφείου (Office Manager στα newspeak) με καλό βυζογραφικό (αλήθεια άμα είναι τεκνό πώς το λέμε;), όπου ανθυπολεπτομέρειες όπως τεχνική κατάρτιση, γραμματικές γνώσεις, ευγένεια και τακτ (και η έλλειψη αυτών) δεν μπορούν να αποτελέσουν εμπόδιο στον/στην φέρελπι νέο/νέα.

- Ρε συ, τι είναι αυτό το καινούργιο μωρό στο δεύτερο;
- Α, δεν έμαθες, πήρε ο δουσού καινούργια γαμματέα.

Αφιερωμένο στο 6ο σχόλιο (Χότζας) (από Stravon, 14/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τίτλος που αποδίδεται στον ανάρχα που είναι πολύ έμπειρος στο καγκελάκι, ο οποίος αναλαμβάνει ηγετικούς ρόλους στο καγκελάκι ή που το έχει ανάγει σε σκοπό ζωής.

Συνήθως σκωπτικά, από τους άλλους ανάρχες που έχουν ενστάσεις για αυτή την τακτική των μπάχαλων.

- Πά' τη-γ-κά;...
- Κάτσε ρε, έχει χαβά...
- Τι χαβά μωρέ, αφού να μπούνε μέσα θέλουνε... δεν είδες ποιοι είναι; - Ποιοι είναι;
- Το παρεάκι: ο Καγκελάριος, ο Μανωλάκης ο πανκ, ο γεωπόνος, ο Άου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός γκόμενας προκαλέσασας μεγάλη ζημιά. Μπορεί να μοιάζει με το μπάζο ή με το μπουζούκι αλλά η πραγματική ρίζα της λέξης είναι το γνωστό όπλο Μπαζούκας. Αναφέρεται συνήθως σε αυτό που λέμε γυναίκα-γκόμενα.

Την λέξη την πρωτοάκουσα πρόσφατα και ρώτησα να μάθω και την ακριβή προέλευσή της για να τη μοιραστώ μαζί σας (δείτε στο παράδειγμα).

(Η πρώτη χρήση της λέξης σε πραγματικό διάλογο)

Α ρε Μαράκι... σε πήραμε για νεροπίστολο και μας βγήκες μπαζούκι!

bellzouki (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για την ακρίβεια: Απ' όλων(ας). Πρόκειται για αγνώστου πατρός νεογνό του οποίου η σύλληψή επισυμβαίνει κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες λιώματος, νταγκλαντές ή μειωμένων αναστολών γενικότερα. Η μητέρα δεν γνωρίζει την ταυτότητα του πατρός, καθώς είναι ελαφρών ηθών και με πολυπληθείς παρέες. Οπότε, όποιος πρόλαβε, το έσπειρε το μούλικο.

Είναι κάτι ανάλογο με τα τσιγάρα απόλλων ως προς την κοινοκτημοσύνη, άλλα με διαφορετικό αντικείμενο απόλαυσης.

- Να σου ζήσει Λίλιαν το μωρό. Πω πω ένας άντρακλας, θέλω να γίνω νονά του, αγάπη μου.
- Θα το βγάλουμε Απόλλων..ξέρεις εσύ, κάπου εκεί σε θυμάμαι κι εσένα!

Ναός για τις βαφτίσεις των Απ\'όλων(ων). (από perkins, 01/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Κορμοράνος (Phalacrocorax carbo και όχι cabrio) είναι ένα διαδεδομένο θαλασσοπούλι. Συναντάται σε πολλά μέρη στην Ευρώπη, Ασία και Αφρική και στην Ανατολική Ακτή της Βόρειας Αμερικής, όπως λέει και η Βικούλα μας.

Ειδικότερα το πτηνό ενδημεί στην περιοχή του Ελαιώνα, ακριβώς εκεί που ήθελε να καταστρέψει την περιοχή ο βάζελος για να χτίσει γήπεδο, άκουσον άκουσον, μέσα στον υπέροχο βιότοπο.

Ο Κορμοράνος ο Σλανγκικός (Phalacrocorax slangus) είναι το φετόνι που έχει συνολικά πολύ ωραίο κορμί και είναι νεαρής αναπαραγωγικής ηλικίας [(sl)Angus Young].

Πάρα πολύ μεζεδάκι σου λέω το μωρό μου, πρέπει να σου τονε γνωρίσω, μας κάνει και πιλάτες στο τζυμ. Κορμοράνος σου λέω το παιδί.

(από perkins, 01/06/10)(από perkins, 01/06/10)slangus young (από perkins, 01/06/10)

βλ. και κορμαρίων

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο από τη γόβα στιλέτο και τη σκύλα (γυναίκα). Χαρακτηρισμός μοιραίας (Σ.τ.Σ. για ποιους;) μπουζουκογκόμενας με όλα τα γνωστά αξεσουάρ, βασικότερο εκ των οποίων η γόβα στιλέτο.

- Πήγες τελικά χτες στον Πετρέλη;
- Πήγα, και είχα και καλή παρέα.
- Ξέρω, ξέρω. Πάλι με κείνη τη γόβα σκυλέτο τη Σουζάννα θα ήσουνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανώμαλα παραθετικά του κακός, που προέρχονται από λογοπαίγνιο με τη λέξη «χοίρος» και τα παραθετικά «χειρότερος, χείριστος».

Η έννοια είναι ακριβώς αυτή που καταλαβαίνετε: «πιο γουρούνι», «το απόλυτο γουρούνι». Πβ. και την έκφραση «το μη χοίρων βέλτιστον» (= αυτό που δεν αρμόζει στα γουρούνια είναι το καλύτερο).

Το α΄ συνθετικό «χοιρο-/-χοιρο» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πλείστες όσες λέξεις, λογοπαίζοντας και με τη λέξη «χειρ-χειρός», π.χ. «χοιρόγραφο», «χοιροτεχνία», «εργόχοιρο», «χοιρούργος», «αυτόχοιρας» (όπου παίζουμε κατά τα γνωστά προπαροξύτονας εις -ας, π.χ. άνθρωπας, έμπορας κ.λ.π.), «χοιραφετημένος», «χοιραφέτηση», «εκεχοιρία»...

  1. Από εδώ:
    «Ήρθε ο καιρός να πάρω το αίμα μου πίσω. Τώρα αρχίζει ο αιώνας μου. Ο χοιρότερος αιών»

  2. (διάλογος σε εταιρεία εκτροφής χοίρων):
    - Άκου, αύξηση από μένα δεν παίρνεις! Βάλ' το καλά στο μυαλό σου! Και τώρα δίνε του!
    - Κύριε διευθυντά, ένα έχω να σας πω: είστε χοιρότερος και από τους χοίρους σας!

Θέλεις και λεζάντα, μωράκι μου; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 24/05/10)(από jesus, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης. Το λήμμα παραπέμπει και σε πιγκουίνο.

Λέγεται έτσι για να γίνει εμφατικό το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Βέβαια, το κεχαριτωμένο πτηνό δεν έχει αποδειχθεί, από ηθολογικές μελέτες, ότι αποθηκεύει τρόφιμα (αν και θα έπρεπε, με τις συνθήκες που ζει). Συνεπώς η συσχέτιση έγινε μόνον εξαιτίας ομοήχων στοιχείων των σημαινόντων. (Τσίγκου-Πίγκου).

— Θα πληρώσεις;
Μισό, να βρω το πορτοφόλι μου... πού το έχω βάλει;
— Άσε ρε τσιγκουίνο, πληρώνω εγώ πάλι.

(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)O Pingu - τόνος στη λήγουσα (από poniroskylo, 29/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο/λεξιπλασία με τον αγγλικό όρο homosexual και το «ωμός». Αναφέρεται σε άτομο μπρουτάλ, χωρίς συναίσθημα, παραδομένο στην ικανοποίηση των ορμών του. Η φιλοσοφία του είναι «κρέας θα μπει, κρέας θα βγει και το βούτυρο δικό σου».

Σούλα: Αχ για πες καλέ Μπία, τί έγινε με τον Νώντα τελικά;
Μπία: Καλός είναι μωρέ αλλά πολύ ωμοσέξουαλ το παλικάρι: βγάζει τόσο συναίσθημα όσο περίπου ένας νεροβούβαλος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας, αυτός που παίζει το πέος του. Λογοπαίγνιο από το «θεομπαίχτης» και το «πέος». Κυριολεκτικά, βέβαια, θα σήμαινε «αυτός που εμπαίζει το πέος του», αλλά ποιος νοιάζεται;

Αντώνυμο: πεομπήχτης

— Θα 'ρθει και ο Μάκης. Τον θυμάσαι, έτσι;
— Αν τον θυμάμαι, λέει; Μεγάλος πεομπαίχτης!

Δες ακόμη: πεοκρούστης, ψωλοβρόντης / ψωλοκοπάνης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified