Ο υστερικός χιπστεράς.

Συναντώνται και οι δύο τύποι, χιπστερικός και χιπυστερικός. Το χιπστερικός είναι πιο ευσύνοπτο, αλλά έχει το μειονέκτημα ότι δεν είναι αρκετά διαφανές το λολοπαίγνιο και για αυτό ορισμένοι προτιμούν το χιπυστερικός σε μια λογική το καταλάβατε ή να κάνω και κακά; Το τελευταίο άλλωστε θυμίζει λίγο και τους hippies που 'ν'ν' κακό γιατί με τον όρο θίγεται ενίοτε μια ορισμένη χίπυ αφέλεια, όπως λ.χ. ορισμένες άκαπνες μορφές διαμαρτυρίας και ακτιβισμού. Από την άλλη, το χιπστερικός μπορεί γενικά να χρησιμοποιηθεί ως επίθετο σχετικό με τους χίπστερζ, ακόμη και άσχετα από το λολοπαίγνιο με την υστερία.

Όπως αναλύουμε στο λήμμα χιπστέρι, υποτίθεται ότι δεν υπάρχει **αυθεντικός χίπστερ* ως κανονιστική έννοια ορίζοντος. Χίπστερ γίνεσαι πέφτοντας από το indie προς το μέινστριμ ή αναπτύσσοντας διάφορα επιμέρους χιπστερότροπα χαρακτηριστικά σε ένα αχαρτογράφητο σύνολο. Εκεί όμως μπορεί να διακριθεί -όχι ο *αυθεντικός χίπστερ, αλλά ο ας πούμε- κουλ χίπστερ από τον χιπστερικό. Ο κουλ χίπστερ είναι αυτός που του βγαίνουν οιονεί αυθόρμητα τα χιπστερότροπα χαρακτηριστικά. Λ.χ. έχει ήδη ένα πολύ αρμονικό χρωματικά και σχεδιαστικά λουκ και προσθέτοντας μια-δυο-τρεις χίπστερ πινελιές, ήρθε κι έδεσε. Ή, ας πούμε, δεν πιέζεται υπερβολικά για να του βγει η σπρετσατούρα, αλλά είναι σχεδόν ένα αυθόρμητο λάθος.

Στους αντίποδες, ο χιπστερικός είναι αυτός που ξεκινάει α πριόρι από την θέληση να γίνει χίπστερ, κάτι που υποτίθεται ότι αντίκειται στο πνεύμα του (μη-)κινήματος. Στην πλέον εμετική μορφή του, διαβάζει οδηγούς χιπστεροσύνης, κάτι τουλάχιστον εξίσου αντιφατικό και ξενερουά με τους οδηγούς για να καταλάβεις την σκέψη του Ντεριντά. Στην κάπως πιο ψαγμένη εκδοχή, ο χιπστερικός αναζητεί εναγωνίως το Ε.Μ.Π. Όχι, δεν πρόκειται για το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, αλλά για το Επόμενο Μεγάλο Πράγμα, το The Next Big Thing, που λέμε και στους χιπστεροδρόμους. Ήτοι, ενώ ο κουλ χιπστεράς είχε βρει το κουλ before it was cool, και πλέον αναπαύεται έν τινι μέτρω στις δάφνες του, ο χιπστερικός έχει μια διαρκή κωλοκαούρα να βρει τώρα αυτό που θα είναι κουλ αύριο, ώστε να κατευθυνθεί νομαδικά προς τα εκεί πριν πάνε οι άλλοι. Λ.χ. όταν το Γκαζοχώρι έγινε κουλ αναβαθμίζοντας τις γκαζοχωρίτισσες, ο χιπστερικός δεν ικανοποιήθηκε αλλά έψαξε την επόμενη υποβαθμισμένη περιοχή προς αναβάθμιση λ.χ. το Μετάξι. Τώρα που και το Μετάξι παρουσιάζει σημεία μεταξύ εντεχνοποίησης, ψαγμενιάς και χιπστεροποίησης, θα πρέπει να βρεθεί μια νέα υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας για τον αδηφάγο χιπστερικό, την οποία ως μη χιπστερειδικός αδυνατώ να εντοπίσω.

Πολλές γιαλόμες, ωστόσο, θεωρούν ότι η διάκριση μεταξύ κουλ χιπστερά και χιπστερικού είναι άλλο ένα καταστατικό ψεύδος και ότι ο χιπστεράς είναι εξ ορισμού χιπστερικός. Η εικόνα του κουλ τύπου που του ξεχειλίζει η χιπστεροσύνη από τα μπατζάκια είναι ένας αφελής μύθος, όπως λ.χ. αυτός της ευτυχούς πόρνης, που εκπορνεύεται από αγάπη για το σεξ, ή του ευγενούς αγρίου, που είναι αριστοκράτης μέσα στη ζούγκλα. Στην πραγματικότητα, το να είσαι χίπστερ σημαίνει ένα ανελέητο κυνήγι με πολύ μεγάλο ανταγωνισμό για να βρεις το Ε.Μ.Π., και ωσεκτουτού η χιπστερία είναι εγγενής στον χιπστερισμό. Άλλοτε πάλι, υστερικοί χρησιμοποιούν την χιπστεροσύνη για να καλύψουν τα σημάδια της υστερίας τους, ή και για να τρέψουν την ειλικρινή υστερία τους σε ειρωνική. Για τους περισσότερο φαλλογοκεντρικούς δε, η χιπστερία συνδέεται με τον μετροσεξουαλισμό των χίπστερζ.

Συναφώς, η χιπστερία μπορεί να πάρει την μορφή εξαντλητικής δίαιτας με την οποία (ένας άντρας κυρίως) προσπαθεί να πετύχει το πολυπόθητο ανορεξικό λουκ. Αντιστρόφως, χιπστερία μπορεί να διαγνωσθεί σε γυναίκες, οι οποίες τρώνε βουλιμικά προκειμένου να πετύχουν επί τούτου το chubby λουκ αφράτης αγγλιδούλας ή την ζουζουνισάνς χιπστερομπεμπέκας. Σε άλλη περίπτωση χιπστερίας, μια κατά τα άλλα τίμια και ηθική κοπέλα θα προσπαθήσει να αποκτήσει faux πουτανέ χαρακτηριστικά.

Τελειώνοντας, θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι η υπερβολή της χιπστερίας έχει οδηγήσει στην Ελλάδα και στο αντίστροφο φαινόμενο υβριδικών σχηματισμών που συνδέουν χιπστερότροπα χαρακτηριστικά με πιο παραδοσιακές ετεροκανονιστικές αντιλήψεις για την δέουσα αρρενωπότητα. Αυτό άλλοτε γίνεται από αδυναμία, άλλοτε από άποψη, άλλοτε κι από τα δύο, έχουμε πάντως σε κάθε περίπτωση χίπστερ λεξιπλασίες, όπως:

- Ο καγκουροχίπστερ: ο ναρκισσευόμενος ποζεροχίπστερ, που στην επίδειξή του δεν έχει ξεπεράσει την καταγωγική του καγκουριά οπότε επιβιώνουν σ' αυτόν στοιχεία κάγκουρα.

- Ο βλαχοχίπστερ: διάδοχος του βλαχοκυριλέ της μεταπολίτευσης και συγγενής προς τον βλαχοφιλελέ της μετα-μεταπολίτευσης, πρόκειται για τον όψιμο χιπστερά της ενδεκάτης ώρας που αδυνατεί να κρύψει το κωστοπούλειο παρελθόν του.

- Ο χιπστερογαμπρός: χιπστεράς που διατηρεί αρρενωπά χαρακτηριστικά υπό την πρόφαση της ειρωνείας. Οι χιπστερογαμπροί φέρουν συχνά ειρωνικό μούσι, το οποίο ενώ αρχικά υποτίθεται ότι θα αποτελούσε μια ειρωνεία για τα αντίστοιχα ειλικρινή μούσια (βλ. λήμμα χιπστέρι), εντέλει χρησιμοποιείται ως πρόφαση από τους χιπστερογαμπρούς για να επιδείξουν την σχεδόν μάτσο αρρενωπότητά τους. Ορισμένοι χιπστερογαμπροί φέρνουν επικίνδυνα σε ειρωνικό χρυσαύγουλο καθώς τα διάφορα ειρωνικά μούσια τους δεν διαφέρουν και τόοοσο από τα αντίστοιχα ειλικρινή μούσια Χρυσαβγιτών, όπως λ.χ. του Γιάννη Λαγού.

Τον όρο κλαρινοχίπστερ δεν τον έχω συναντήσει ακόμη, αλλά τον προτείνω μήπως και γίνει το επόμενο Ε.Μ.Π. στην Ελλάδα, ενώ το ποζεροχίπστερ αποτελεί μια περιττολογία καθώς κάθε χίπστερ είναι οπωσδήποτε και ποζέρι. Επίκαιρη λεξιπλασία είναι και το χιπστερόδεντρο για τα δέντρα που έχουν υποστεί yarn bombing. Τέλος, συνήθης στην διεθνή χιπστερολογία είναι η οικειοποίηση εμβληματικών μορφών του παρελθόντος ή του παρόντος από το χίπστερ (μη-)κίνημα, με αποτέλεσμα ορισμένα μπανεύκολα λολαδερά υβρίδια όπως ο Adolf Hipster, o Χιπστεροκλής, η Hipster Merkel κ.ο.κ. (βλ. μήδια).

1.Ο χιπστερικός κουλτουριάρης ακούει ακριβώς ότι μας χαρίζει η μόδα της εποχής, το θεωρεί βαριά ποιότητα, πληρώνει μέχρι και εισιτήρια για να δει το συγκρότημα/ τον καλλιτέχνη σε άλλη χώρα. Το είδος της μουσικής που ακούει είναι indie pop/rock, alternative pop/rock και γενικά είναι φευγάτο. Δεν είναι απαραίτητα όλοι οι λάτρεις αυτού του είδους μουσικής ΚΓ. ΚΓ κατηγοριοποιείται ο ακραίος θαυμαστής, αυτός που θα χτυπήσει tattoo τους στίχους από ένα τέτοιο τραγούδι, αυτός που θα σου τα πρήξει μέχρι να βάλεις τα ακουστικά από το iPhone του και να ακούσεις την τελευταία του ανακάλυψη (ή μάλλον ανακάλυψη της Lifo, την οποία διαβάζει). Αν δεν σου αρέσει αυτό που ακούς, τότε ο χιπστεράς σου λέει ότι απλά «Δεν έχεις γούστο» και συνεχίζει να σου τα πρήζει με το τραγούδι μέχρι να σου γίνει εμμονή.

2. Διαμαρτυρία χιπ-(υ)στερικών στον αγνωστο επειδή δεν φτηναίνουν τα αιφον. Πσόφος, λέμε

3. Είς πανικόβλητος χιπστερικός νεανίας, εκβαίνων εκ Στάρμπακος τινός, κραδαίνων άιπαντ στην δεξιά, επιβεβαίωσε τους φόβους ημών ότι εισήλθαμεν εν ντέιντζερ ζόουν.

4. Αν πάλι το καλοσκεφτείς, η επιδειξιομανία του καγκουροχιπστερ ποζερά που ανεβάζει στα σόσιαλ μίντια κοντινά του φρεσκοχρησιμοποιημένου του κωλόχαρτου και διαφημίζει στα τρέντυ φιλαράκια του τη γεωγραφική του θέση από το δορυφόρο για να κάνουν σχόλια από τα σμάρτφόουν τους αν και είναι όλοι μαζί στο ίδιο νησί για διακοπές, καθιστά την εξάπλωση σύγχρονων συστημάτων παρακολούθησης σχεδόν άχρηστα.

  1. Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες υποστηρικτών Πέτρου Τατσόπουλου: Οι ατάλαντοι καθεστωτικοί παραλογοτέχνες και οι φιλελέ καγκουροχίπστερ μπλόγκερ. (Από το Φέισμπουκ)

6. Όχι ρε παιδιά. Μη μας χαλάτε τους μικρούς μας παράδεισους. Θα πλακώσουν όλοι οι βλαχοχίπστερ (και βλαχοφλανέρ) και θα μας τραβάνε φωτογραφίες με τα αιφόουν και το ίσταγκραμ την ώρα που πίνουμε το(τα) ποτάκι(α) μας, καπνίζουμε τα τσιγάρα μας και ακούμε τις ωραίες μουσικές μας.

  1. Καποτε σε παρεα βλαχοχιπστερ εξομολογηθηκα οτι παω στην παραλια χωρις να ξυρισω γαμπα και στερνο. Ενας σχεδον εκανε εμετο. (Από το Φέισμπουκ)
Hipster Merkel. Έκανε ρόμβους μπιφόρ ιτ γουόζ κουλ (από Khan, 27/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λατινική (επιστημονική) ονομασία του δίποδου είδους των θηλαστικών που προκειμένου να ικανοποιήσουν την ανάγκη της αναπαραγωγής, ζευγαρώνουν με οποιοδήποτε αλλοπρόσαλλο ταίρι του είδους τους.

Το λατινικό διώνυμο κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται, ως ελεύθερη μετάφραση, του ελληνικού χαρακτηρισμού σαβουρογάμης.

- Μαλάκα τη βλέπεις τη γκόμενα στο μπαρ;
- Αυτή ρε τρόμπα δε βλέπεται.
- Εγώ πάω να της την πέσω.
- Στο καλό. Τουλάχιστον, δεν θα ανησυχεί η WWF μην κι εξαφανιστεί το είδος σαβούριους φακέντιους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκέινταρ (εκ του gaydar: gay detection and ranging) αποκαλείται η ενορατική ικανότητα ορισμένων να ανιχνεύουν εξ αποστάσεως και με μεγάλη ακρίβεια τον βαθμό πουστοσύνης των συνανθρώπων τους εν είδει ραντάρ.

Το τυπικό γκέινταρ επεξεργάζεται, σταθμίζει και αξιολογεί πληθώρα οπτικοακουστικοκινητικών δεδόμενων και ερεθισμάτων που εκπέμπει το υπό εξέταση υποκείμενο. Σύμφωνα με έγκυρες μελέτες, στις αποχρώσες ενδείξεις πουστρηλικίου συμπεριλαμβάνονται:

  • Η φωνή: το ευρύ κοινό αναγνωρίζει τους θηλύγλωττους από την φωνή τους με 75% επιτυχία.
  • *Ο παράγοντας«κόψε μάπα και βγάλε συμπέρασμα»*: η προβολή ενός προσώπου για το 1/25ο μόλις του δευτερολέπτου αρκεί για να αναγνωριστούν στοιχεία ΛΟΑΤ.
  • Οι φύτρες μαλλιώνε: παρατηρείται ότι οι γκέουλες διαθέτουν αριστερόστροφη σπείρα μαλλιών κατά μεγαλύτερο αναλογικά ποσοστό.
  • Οι αναλογίες των δακτύλων: οι βερμουδιάρηδες και οι λεσβόγκες συνήθως έχουν μακρύτερο το παράμεσο δάκτυλο από τον δείκτη, σε αντίθεση με τους γκέηδες και τις θυλικομούνες.
  • Τα δακτυλικά αποτυπώματα: οι κιναιδουάρδοι και οι ετερομούνες έχουν «πυκνότερες» ραβδώσεις.

    Πέον να σημειωθεί ότι το γκέινταρ αποτελεί είδος «έκτης αίσθησης»: μερικοί το' χουν, άλλοι δεν. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες μελέτες:

  • Οι τρίζοντες την όπισθεν έχουν ακριβέστερο γκέινταρ από τους στρέιτουλες.

  • Οι γυναίκες έχουν ακριβέστερο γκέινταρ όταν βρίσκονται σε ωορρηξία.

    Όλα τα ραντάρ, πόσο μάλλον τα γκέινταρ, έχουν και «τυφλά σημεία», επιτρέποντας σε μερικές να κινούνται κάτω από το γκέινταρ. Ακόμα και τα καλύτερα γκέινταρ δίνουν ενίοτε ανακριβείς μετρήσεις, κυρίως ωσαναφορά τους μετρό κ.ά. αχαρτογράφητες.

Περισσότερα γκέινταρ φακτς:

Από το δουπού: Κχάν.

Η έκτη αίσθηση
1. Το μαγαζί του Πάπα είναι θερμοκήπιο ανωμαλίας…Ενώ το δικό μας, με τους μητροπολίτες που αποκαλούν ο ένας τον άλλο με γυναικεία ονόματα και τους μοναχούς και τους αρχιμανδρίτες που βάζουν μπροστά το γκέινταρ κάθε φορά που βλέπουν νέο αγόρι στην εκκλησία, είναι το απαύγασμα της αρετής…

2. Βασίζονται σ' ένα νέο, εκτεταμένο πεδίο έρευνας, που δείχνει ότι οι περισσότεροι από μας, είτε ενεργητικοί είτε παθητικοί, είτε ανδροπρεπείς είτε θηλυπρεπείς, είτε μπουτς είτε φαμ, είτε κάπου ανάμεσα, μοιραζόμαστε κάποιες σωματικές διαφορές που μας καθιστούν ειδική υποκατηγορία του κοινωνικού φύλου. Όποιες κι αν είναι αυτές οι διαφορές, φαίνεται πως πηγάζουν από κάπου βαθιά μέσα μας και δεν κρύβονται όσο κι αν προσπαθήσουμε. Τελικά το γκέινταρ, το ραντάρ που έχουμε για να αντιλαμβανόμαστε τον σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ανθρώπου, δεν έχει τόσο σχέση με τις ικανότητες αντίληψης του θεατή όσο με τα αποκαλυπτικά σημάδια που οι περισσότεροι γκέι άνθρωποι προβάλλουν, ένα σύνολο χαρακτηριστικών που μας κάνουν να φαινόμαστε ότι ανήκουμε σε αυτή την ομάδα.

Το σάη γνωριμιών για πούστηδες και παλικάρια
3. Πάντως, παρ' ὅτι διαρκῶς κράζεις τὸ γκέινταρ, ὅλο ἐκεῖ εἶσαι :ΡΡ

Ο διφορούμενος αζέρος πολιτικός
4. Ο γηραιός πρώην κομμουνιστής διπλωμάτης του Αζερμπαϊτζάν, Γκέινταρ Αλίγεβ, επιστρέφει στο Μπακού, όπου έχει εκλεγεί πρόεδρος της Βουλής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για διακριτική επισήμανση κρυπτοαδερφής, που αφήνει όμως σαφή υπονοούμενα προς τους βαθείς γνώστες των αδυναμιών αυτού του τύπου.

Προέρχεται από ελληνοποίηση των λέξεων nice ass.

- Και κει που την έχουμε πέσει και πίνουμε τα μπυρόνια μας, σκάει μύτη ένας γνωστός του Μάκη απ' τη δουλειά. Βλέπω χαμηλοκάβαλο πανταλόνι, σκύβει κιόλα να βγάλει γουέτ χάνκι να δροσιστεί, νάσου το σωβρακολάστιχο πούγραφε και TAKIS, σκύβω στο Μήτσο του λέω «Νά κι΄ο κύριος Ναϊσάς, είχε δεν είχε μας προέκυψε στην παρέα...»
- Άντε ρε ομοφοβικέ, με αποπαίρνει ο Μήτσος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Καναδός Justin Drew Bieber γεννημένος την 01/03/1994 (τουτέστιν μόλις ενηλικιώθηκε) είναι από το 2009 διεθνώς υπερπετυχημένος ποπ (τι άλλο) τραγουδιστής, τραγουδοποιός και ηθοποιός.

Το κοινό του είναι ορμονόπληκτα γουαναμπί πιπινάκια της ίδιας πάνω - κάτω (κυρίως κάτω) ΕΣΣΟ. Τα οποία βρίσκονται, βεβαίως – βεβαίως, στο πεοσκόπιο των εξίσου ορμονόπληκτων γουαναμπί γαμιάδων συμμαθητών, συναθλητών και γενικά των πέριξ γαμικών αρσενικών δυνάμεων.

Από τη μια λοιπόν, ο Justin με το μπέιμπυ – φέις και την αντίστοιχη φωνή, σαν ταλαντούχος, πάμπλουτος και διάσημος από τότε που μάλλιασε η δική του, επισείει ταυτοχρόνως φθόνο και θαυμασμό.

Απ’ την άλλη, η κατηγορία «είναι πούστης» αποτελεί πάγια τακτική αναντάμ παπαντάμ κάθε πούστη άντρα σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, στον πόλεμο για την κατάκτηση του εξκάλιμπερ κάθε αξιαγάμητης.

Κάπως έτσι, προέκυψε στα εφηβικά σινάφια ο πολύ κοντά στο φλωρόπουστας όρος: σαν λογοπαίγνιο του Bieber (μπιμπερό) συν το «πούστης» (στο υποτιμητικότερό του) που, δυστυχώς, αφορά πλέον όχι μόνο το συγκεκριμένο σελεμπριτόνι, αλλά κάθε έφηβο που φατσικά τουλάχιστον, απηχεί το ίδιο φλώρικο στυλάκι, ως προς το λουκ, αν μη τι άλλο.

Επιπλέον, στα χείλη πιο ψαγμένων μουσικά, πάντα της ίδιας ηλικιακά συνομοταξίας, απηχεί και μια απέχθεια για όσους γουστάρουν μια ξενέρωτη πλην πιασάρικη ποπ, υπεύθυνη για τον μουσικό εκμαυλισμό πολλών εφήβων.


Με προτροπή του Nick Sinister απ’ το ΔΠ, αφιερωμένο στην τρόικα alexismpolis – ΜΧΣ - Vrastaman για το αποφασιστικό stimulus στα εδώ σχόλια.

- ♪♪♪♪♪♪Μπέιμπε, μπέιμπε, μπέιμπε ΩΩΩ!! Μπέιμπε, μπέιμπε, μπέιμπε, ΩΩΩ!! ♪♪♪
- Σκάσε πια και μας τα ‘πρηξες με τ’ άπαντα του μπιμπερόπουστα!!
- Θα το πω στη μαμά που λες έτσι τον Justin!! - Αϊ παράτα μας με τον γκέουλα.
- Δεν είναι!!
- Είναι!!
- Δεν είναι είπα!!!
- Γιες σι ιζ!!
- Μαμάάάά!!

ν\'αγιάσ΄του χεράκισ\' ντουλάπαμ\'! (από MXΣ, 23/03/12)(από Vrastaman, 23/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την χολιγουντιανού επιπέδου επικίνδυνη αποστολή κάποιου να γαμήσει μια χοντρή γυναίκα τύπου Φάλαινα Άντερσον.

Οι ρίζες της έκφρασης εντοπίζονται στη ταινία Free Willy, όπου Willy το όνομα της πρωταγωνίστριας φάλαινας. Η ομοιότητα της γυναίκας όρκας με την προαναφερθείσα φάλαινα γέννησε το Fuck Willy, το οποίο είναι κι αυτό ένα εντυπωσιακό θέαμα.

- Λοιπόν παιδιά, σήμερα έχει Fuck Willy στο πρόγραμμα.
- Καλά ρε σαβουρογαμόσαυρε, πάλι χοντρές θα κυνηγάμε;

(από nobody, 16/08/11)(από nobody, 16/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση απο το alternative. Τυπάκια με ένα δυο τζίβες, που συχνάζουν σε καφετέριες κουλτουριστικής διάθεσης (π.χ. booze , k-44) αλλά παρόλα αυτά οι γνώσεις τους επί της κουλτούρας είναι μηδαμινές και επιφανειακές. Τα άτομα αυτά συνήθως ανήκουν στην νεολαία του Συνασπισμού.

Ρε φίλε! Λες να πάμε στο πάρτυ στα Εξάρχεια να χωθούμε σε λατέρνατιβ γκομενάκια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τερατώδης μαύρος body builder, που η εμφάνισή του παραπέμπει στον πασίγνωστο Arnold, κυβερνήτη της California.

- Φιλαράκι, τον είδες τον τυπά στο Expendables; Τούμπανο, ρε...
- Ναι, ρε φίλε. Σκέτος schwarzenegro!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αναφέρεται σε πιπίνια λυκειακής ηλικίας, απαραιτήτως ενδεδυμένα με σταράκια ανεξαρτήτως χρώματος, που εντυπωσιάζουν με την γλουτιαία περιοχή τους και κάνουν τον ανδρικό πληθυσμό να τις παρατηρεί από τη μέση και κάτω...

- Μαλάκα τσέκαρε ένα σταράκι που περνάει...
- Πωπω, σκέτο κωλ σταρ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει γυναίκα με προικισμένα σκέλια.

Έχει διττή σημασία καθώς προέρχεται από συνδυασμό δυο εννοιών:
α) από τις λέξεις μπούτι- και -full, τονίζοντας το μέγεθος των μπουτιών, και
β) από την αγγλική λέξη beautiful.

Πρωτοακούστηκε από τον κριτή της Α. Πάνια, καταξιωμένο Τζόνυ Βαβούρα, στη γνωστή νυκτερινή εκπομπή της με αφιέρωμα «καλλιστεία για sexy άτομα».

- Το βασικό ατού του κορμιού της είναι ασυζητητή το στήθος της.
- Τι λες ρε ξενέρωτε. Δε πρόσεξες καν πόσο μπούτιφουλ είναι

Γιουρ μπούτιφουλ ιτς τρου (από Khan, 26/08/10)(από Khan, 26/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified