Got a better definition? Add it!
Σημαίνει στο καλό. Το επισυνθετικό -διο προσδίδει coolness.
Τάκης: - Φεύγω Γιαγιά, καληνύχτα.
Γιαγιά του Τάκη: - Στο καλώδιο παιδάκι μου και να προσέχεις. Ο Θεός μαζί σου. (Η Γιαγιά του Τάκη είναι cool άτομο.)
Got a better definition? Add it!
Το κυκλικό σημείο γύρω από την θηλή της γυναίκας.
- Ωραία γκόμενα, αλλά είχε μεγάλο γυροβιζιόν και της χαλούσε το στήθος.
Got a better definition? Add it!
Το ΠΑΣΟΚ κοροϊδευτικά με έμφαση στο «θα» για μελλοντικά έργα.
(www.humor.gr)
- Να μην σώσω να ξαναδώ ΘΑΣΟΚ κυβέρνηση , και λαό στην εξουσία...
- Δε μου λες ρε Τάσο, θα ξεκινήσει ποτέ αυτό το έργο;
- Δεν ξέρω ρε Περικλή, επί ΘΑΣΟΚ ανακοινώθηκε...
Got a better definition? Add it!
Και απόλλων τσιγάρα, τράκα
Got a better definition? Add it!
Ορίζει το σύνολο της ομάδας του Ολυμπιακού με τον προπονητή (Γαύρος και Σόλιντ = Γαύριντ, Γαύρος και Μπάγιεβιτς = Γαύριτς, Γαύρος και Μουρίνιο -λέμε τώρα-=Γαυρίνιο).
-Τι έκανε το Γαύριντ χτες ρε φίλε;
Got a better definition? Add it!
Παρατσούκλι των ομάδων περιφρούρησης της ΚΝΕ. Ο όρος επικράτησε μετά το 1997 –όταν οι συγκεκριμένες ομάδες έπαιξαν τον ρόλο των ΜΑΤ στις πορείες για την επέτειο του Πολυτεχνείου, απωθώντας αντιεξουσιαστές και σπρώχνοντάς τους προς τα παρακείμενα ΜΑΤ.
— Πώς ήταν χθες η πορεία;
— Τα κλασικά, μας την έπεσαν τα ΜΑΤ έξω από τη Θεολογική –τα ΚΝΑΤ είχαν αργία χθες...
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Ο Ολυμπιακός της Ευρώπης. Προκύπτει απ' το θρύλος, λίιιιγο αλλαγμένο ώστε να αντικατοπτρίζει τις καταστάσεις.
Θρήνε-θρήνε, σ' αγαπώ....
Got a better definition? Add it!
Το μπορέλι από το γνωστό παίχτη του Παναθηναϊκού. Σημαίνει μπορεί, αλλά χρησιμοποιείται για την αντίθετη ακριβώς έννοια, δηλαδή ότι δεν παίζει, αποκλείεται, με καμία δύναμη.
- Τσακίσου φέρε μου τσιγάρα απ' το περίπτερο.
- Και μπορέλι...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κάνει αστεία, έχει πλάκα. Προκύπτει από το «αστεί(ο) + (εστι)άτορας». Λέγεται συνήθως ειρωνικά για κάποιον όταν δεν μας άρεσε το αστείο του.
Ο Γιάννης, μεγάλος αστειάτορας, τι να σου πω; Πιο πολύ γελάγαμε με τα μούτρα του παρά με τα αστεία του να φανταστείς.
Got a better definition? Add it!