Η ατημελήτως ξυρισμένη ή παντελώς αξύριστη θήλεια γάμπα, ως σλανγκιστί εκαλείτο κατά την των 90αζ δεκατίαν, ήτις καθίσταται εμφανής υπό του αδυνάτου ίνα κρύψει τις λεπτομέρειες καλσόνιου, ιδίως δε του λευκού.

(2 φίλοι στο Άλσος σχολιάζουν τον 3ο φίλο για το νέο του αμόρε)

1ος: Ωραίο το μικρό του Τόλη... Λίγο το δοντάκι το πεταχτό, λίγο το μαλλάκι αφανέ, αλλά θα το στρώσει, αυτός. Θα το σουλουπώσει...
2ος: Δεν είδες χαμηλά τι παίζει, φίλε, όμως! Δεν είδες τον καραπιάλη, να σε σκιάξει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την περιγραφή ατόμου με υπερβολικά εξέχουσα κάτω γνάθο (το οποίο και έχει ήδη καταχωρισθεί στο παρόν σάιτ), η λέξη τούτη δύναται να χρησιμοποιηθεί και αναφορικά με επί μακράν διαμένοντες στη χώρα μας αλλοδαπούς (20 χρόνια και βάλε), οι οποίοι παρ' όλα αυτά δε λένε να μιλήσουν σωστά τα ελληνικά με καμία Παναγία: «σκοτώνουν» τις λέξεις, μπερδεύουν τα γένη, αλλοιώνουν ή και παραλείπουν τελείως τα άρθρα, δυσκολεύονται να προφέρουν τα περισσότερα σύμφωνα κ.ο.κ. - όπως ακριβώς και ο συμπαθέστατος κατά τα άλλα Πολωνός κόουτς.

- Αυτός ο περιπτεράς, πολύ Γκμοχ βρε παιδί μου... 30 χρόνια στην Ελλάδα, τα παιδιά του γίνανε γιατροί και δικηγόροι και ακόμα δεν μπορεί να μιλήσει σωστά...
- Ναι ρε συ... και μια που τ' αναφέραμε, πάνε πάρε μου ένα Μάλμπουρο...

(από Jonas, 28/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αγαπημένος κωλόφαρδος γερμανός μας....

Ως σλανγκ, ο όρος ρεχάγκελ έχει τις δύο ακόλουθες σημασίες:

1) Του απελπιστικά κωλόφαρδου, αυτού που έχει άστρο, που κερδίζει το τζόκερ χωρίς να παίζει, κ.λ.π. Η εξήγηση περιττή.

2) Του οποιουδήποτε Γερμανού ή Γερμανίδας. Αυτό συμβαίνει διότι, πρώτον τα γερμανικά ονόματα είναι πολύ «ξένα» για εμάς (ηχητικά), που τείνουμε να τα πολτοποιούμε και να τα κατηγοριοποιούμε. Οπότε τα αντικαθιστούμε με το Ρεχάγκελ, που τον συμπαθούμε κιόλας. Παλαιότερα οτιδήποτε γερμανικό το λέγαμε «Χίτλερ». Βέβαια αυτό αναφερόταν στα αρνητικά, ενώ το ρεχάγκελ το χρησιμοποιούμε κυρίως με τη θετική έννοια.

  1. - Και σκάει μύτη ρε μαλάκα μύτη ο Μάκης, που δεν έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή του, με μια αμαξάρα δώδεκα μέτρα....
    - Πού την βρήκε ρε μαλάκα;
    - Κληρονόμησε ρε μαλάκα έναν θείο, που ούτε που τον ήξερε ο ρεχάγκελ!!! Ξαφνικά τον ειδοποίησε ένας συμβολαιογράφος από την Κεφαλλονιά, ότι είναι ο μοναδικός κληρονόμος ενός μπάρμπα από το Αμέρικα. Ο οποίος λέει ήταν ο βασιλιάς της κέτσαπ!
    - Μπράβο του του κωλόφαρδου....

  2. - Καλά, μας έχουν πρήξει με την Μέρκελ και τους άλλους της siemens.

- Ναι κάθε μέρα βγαίνει ένας ρεχάγκελ στην τηλεόραση και μας λέει ότι σπαταλάμε λέει πολλά και θα μας κόψουν τους μισθούς κλπ... Θα μας κάνουν να βγάλουμε την Παπαρήγα πρωθυπουργό, έτσι που το πάνε.

(από Μάγιστρος, 10/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει ένας ποδοσφαιριστής που, όταν τον ακουμπάει κάποιος ή όταν φυσάει αέρας, πέφτει κάτω σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, λες και τον πυροβόλησαν οι ληστές με τα καλάσνικοφ, για να εκμαιεύσει απο τον λάιντσμαν φάουλ ή πέναλντι - αυτός λέγεται καραγκούνης.

Επειδή η κατάσταση με τα χρόνια επιδεινώνεται και ο τύπος μάλλον
πάσχει απο την σπάνια νόσο των δυτών, από τούδε και στο εξής στο κάθε άσκοπο πέσιμο στο γηπέδο, στο δρόμο, στο μαγαζί ή στο σχολείο, ο οποιoσδήποτε επαγγελματιάς ή όχι ποδοσφαιριστής μπορεί άνετα να ονομάζεται καραβούτας.

Παίζεις 5x5 με συναδέλφους απο την εταιρεία, παίρνει το τόπι ο κοιλαράς προϊστάμενος, κάνει 2 μέτρα και πέφτει κάτω ζητώντας φάουλ. Πάς από πάνω και του λες «σήκω πάνω, ρε καραβούτα τι φάουλ». Bέβαια, την επόμενη φορά που θα ζητήσεις άδεια θα πάρεις τα @@ σου αλλα τεσπά.

(από kapetank, 23/02/10)(από kapetank, 23/02/10)

Δες και θέατρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τους φίλους, ο Σωκράτης Κόκκαλης. Όταν στο πετάξει κάποιος, είναι συνήθως γιατί θέλει να δειχτεί ότι και καλά είναι χωμένος στα σχετικά θέματα. Παίζει στα πλαίσια του προσφιλούς εδώ στο ελλαδιστάν, ευγενούς αθλήματος του name dropping (να αραδιάζεις ονόματα διάσημων δεξά κι αριστερά, προς ψάρωμα των αδαών συνομιλητών σου, που θ' αποθαυμάσουν την οικειότητα σου με τα εν λόγω σελέμπριτι. Το name dropping είναι ειδικότης του πιαριτζή, είδος που συγγενεύει στενά με τον αεριτζή. Ανοίγουμε όμως τεράστιο θέμα, οπόταν το λήγω εδώθε.

Ενδιαφέρουσα πάντως η λατινογενής κατάληξη (Crocus). Τι να ήθελε να πει ο ποιητής;

- Για θυμήσου ρε μαλάκα, πόσους προπονητές έχει αλλάξει τα τελευταία πέντε χρόνια ο γαύρος;
- Φίλε μου βάζεις δύσκολα κι είναι περασμένη ώρα... Αφού έτσι είναι, ο Κρόκους γουστάρει να τρώει προπονητές για το πρωινό του.

(από johnblack, 21/05/09)(από ironick, 13/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επώνυμο ποδοσφαιριστή που για μια σεζόν φόρεσε τα χρώματα της ΑΕΚ, διακρίθηκε για τη συνεισφορά του ως παλτό (βλ. λήμμα) στον πάγκο της και έκτοτε καθιερώθηκε ως συνώνυμο της διάψευσης των προσδοκιών για την έλευση ενός «μεγάλου ονόματος» σε μια ομάδα.

- Ρε μαλ, είδε τί υποσχέθηκε ο Πρόεδρος; Θα μας φέρει όνομα φέτος το καλοκαίρι που θα κάνει πάταγο!
- Τσσσ... Πάλι ψιλο γαζί σας δουλεύει. Τον Ραμπεσαντρατανά θα σας φέρει, να μου το θυμηθείς!

Eric Rabesandratana (από allivegp, 14/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προερχόμενο από τον γάλλο ποδοσφαιριστή Youri Djorkaeff, διεθνή την δεκαετία του 90, χρησιμοποιείται για να υπογραμμίσει την «ποιότητα» - ομορφιά μιας γυναίκας.

Ανεξήγητος ο λόγος που οδήγησε στην γέννηση του εν λόγω λήμματος, μάλλον πρόκειται για τον συνδυασμό της ποιότητας που χαρακτήριζε τον ποδοσφαιριστή Τζορκαέφ στο παίξιμό του, σε συνδυασμό με το εύηχο (;) και κάπως παράξενο επώνυμο που παραπέμπει σε κάτι «ευγενικό» και πολύτιμο.

- Πω πω φίλε, τζορκαέφ η γκόμενα ...

Ο Τζορκαέφ (από poniroskylo, 21/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα φιλαράκι μας ή ένας γνωστός μας που έχουμε κάνει να το δούμε καιρό. Από τον γνωστό και μη εξαιρετέο πρώην πδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Πίτερ «Πετράκη» Οφορίκουε που όποτε πήγαινε στη μάμα άφρικα ξέχναγε να γυρίσει.

- Ρε, Γιάννη; Πού 'σαι ρε Οφορίκουε, μαύρα μάτια έκανα να σε δω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όνομα παλιού ποδοσφαιριστή, επικράτησε ως επίθετο που χαρακτηρίζει τον ορμητικό, ασυγκράτητο.

Έμπαινε γιούτσο, μην μασάς σε παίρνει!

Από το 1968 (από poniroskylo, 03/06/08)Από το 1973 (από poniroskylo, 03/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάζο, καθώς και η αξύριστη.

Κόψε ρε μαγκίτη τον βαμβακούλα;! Μαλωμένη με το ξυράφι, κουμούνα και φεμινίστρια!

(από Khan, 23/09/10)Πνίχτε Λούγκρες τα Κουνέλια - Βαμβακούλας (από Cunning Linguist, 23/03/12)

Από τον υπερ-cult 80s ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Βαμβακούλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified