Χρησιμοποιείται υβριστικώς για να δηλώσει χοντρή γυναίκα, που έχει και συναφή χαρακτήρα, δηλαδή χαρακτηριστικά όπως παχύδερμη, αδιάφορη, άτσαλη, ατσούμπαλη κ.τ.λ. Βεβαίως, ως βρισιά ενίοτε αποδεσμεύεται από την συγκεκριμένη σημασία της χοντρής και γίνεται πιο απροσδιόριστη.

Ο Ν. Σαραντάκος εδώ διερωτάται ποιο ζώο είναι η γκαμούζα και φαίνεται ότι προέρχεται από αιγυπτιακή αραβική λέξη για το βουβάλι, ενώ σε ελληνικά τοπικά ιδιώματα, όπως στην Κρήτη και την Κύπρο η τζαμούζα μπορεί να σημαίνει την βουβάλα ή την αγελάδα. Βλ. και εδώ.

  1. ΚΑΤΕΒΑ ΜΩΡΗ ΓΚΑΜΟΥΖΑ ΑΠ' ΤΟ ΜΗΧΑΝΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩ ΚΕΡΩΣΕΙ !!!! (Εδώ)

  2. Η Μπεμπέ Λιλύ είναι ένα βουβαλομωρό που ψάχνει τον παππού. Όχι τον παππού της, έναν παππού γενικά. Του τηλεφωνεί στο σπίτι και απαντά μια κοπελιά (πιθανότατα η αποκλειστική που του προσέχει το χόλτερ) αλλά αυτή η γκαμούζα δεν τον δίνει στο τηλέφωνο αν δεν μάθει πρώτα ποιά τον ζητάει. (Εδώ).

  3. «Χέστηκα» θα μου πεις και θα 'χεις και δίκιο αλλά καλοκαίρι είναι και δεν υπάρχει λόγος να γίνεσαι γκαμούζα με τη πίκρα του πλησίον σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαϊμού.

Από τον Cheeta, τον θρυλικό χιμπατζή του Ταρζάν.

- ΜΟΥ ΤΗΝ ΔΙΝΕΙ ΠΟΥ ΚΑΘΕ ΛΙΓΟ ΚΑΙ ΛΙΓΑΚΙ ΚΑΠΟΙΟΙ ΠΗΔΑΝΕ ΣΑΝ ΤΗΝ ΤΣΙΤΑ ΑΠΟ ΣΤΑΤΟΥΣ ΣΕ ΣΤΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ!!! ΠΟΣΟ ΜΑΛΛΟΝ ΟΤΑΝ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΚΟΛΛΑΝΕ ΠΟΥΘΕΝΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
εδώ

- Είδα τον Τζόρβα επιτέλους σε καλή κατάσταση, να εμπνέει μια κάποια σιγουριά στην άμυνα, να σώζει αρκετές φορές την ομάδα κυρίως με τις σωστές τοποθετήσεις του. Διότι ο τερματοφύλακας δεν είναι καλός όταν εκτινάσσεται σαν την Τσίτα δυο μέτρα πέρα, αλλά κυρίως όταν ξέρει να τοποθετείται σωστά και όταν κάνει καλές εξοδους. εκεί

- Oleg Deripaska, a cheeta look-alike without the chimp’s charm and good manners.
Τάκης Θεωδορακόπουλος, παραπέρα

(από Vrastaman, 08/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας και συμπληρώνοντας:

Προέρχεται απ’ το βλάχικο čiona που σημαίνει σπουργίτι. (άσχετο: στ’ Αρβανίτικα τσόνι= βρίσκω -παθητική φωνή, τσόνεμ= βρίσκομαι)

Είναι το στρουθιόμορφο πουλί σπίνος - σπίζα η άγαμος - (επίσης πίπιζα και τσουνάς). Ακριβώς επειδή είναι στρουθιόμορφο και λόγω ετυμολογίας, πολλές φορές σημαίνει και το σπουργίτι και γενικότερα ένα οποιοδήποτε πουλάκι.

Καθότι μικρό, χαϊδευτικά «τσόνι μου»: μικρό μου / πουλάκι μου / παιδάκι μου.

Σημαίνει:

  1. Τον έξυπνο και συνετό άνθρωπο, που αποφεύγει τις παγίδες και ξέρει να επιβιώνει. Ειρωνικά, το ντεμέκ τζένιο που σ’ ό,τι μπλέκεται «τα χέζει» / «τα γαμάει τη μάνα» (βλ & 6).

  2. Σε κυνηγετικά σινάφια: μικρό θήραμα χωρίς αξία, που δεν γεμίζει το μάτι, ένα τίποτα.

  3. Η τσουτσούνα (της παιδικής slang) οπότε και το πέος.

  4. Στην Λαρισαίϊκη έκφραση – γείωση «Τρία π’λιά (πουλιά) κι ένα τσόν» σημαίνει ό,τι και τα: «Άσχετο», «άλλ’ αντί άλλων», «από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα», «Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω» στην καλύτερη εκδοχή - και στη χειρότερη: «μιλούνε όλοι, μιλούν κι οι κώλοι» για κάποιον που πετάγεται σαν πούτσα / πορδή εκεί που δεν τον σπέρνουν.

  5. Στην έκφραση: «Μυαλό από τσόνι» σημαίνει ό,τι και το «μυαλό κουκούτσι» κι αναφέρεται σε βλάκες, ουγκ, στόκους δηλώνοντας κάτι που δεν υπάρχει και μοιάζει πολύ με το «Μαλλιά από τσόνια, και γάλα από χελώνες» (βλ σχόλιο του krepsinis στον έτερο ορισμό)

  6. Σε πιο slang χρήσεις μπορεί να σημαίνει (συνήθως υποτιμητικά):
    α) τον σφίχτερμαν / μπρατσαρά (απ’ το μπρατσόνι),
    β) τον μπάτσο (απ’ το μπατσόνι) των ΜΑΤ.

Αναφέρω παραδείγματα όπου γίνεται παιχνίδι με πολλές έννοιες ταυτόχρονα.

  1. - Εγώ λέω μπήκε ένα τσόνι κάτω απ’ τη σέλα ... λίγο πιο πάνω απ’ τη μπαταρία περίπου και κελαηδάει σε κάθε αλλαγή ταχύτητας γιατί γουστάρει τα γκάζια!!! πάντως ειλικρινά... δεν έχω καταλάβει τίποτα γι’ αυτό το θόρυβο... γι’ αυτό δεν μπορώ να δώσω σοβαρότερη απάντηση. Πάντως ψάξε και για το τσόνι, ποτέ δεν ξέρεις!
    - Τι είναι το τσόνι; Εδώ στο χωριό μου δεν τα ξέρουμε αυτά!
    - Χα χα χα!! Από πού είσαι;
    - Ανήκω στην φυλή των δρομιάρηδων. Εμείς δεν έχουμε τέτοια πράγματα. Μόνο γράσο, λάδι και καμένο λάστιχο!
    - Το ξέρεις το τσόνι! Σίγουρα! Είναι αυτό που κελαηδάει ανάμεσα απ’ τα πόδια σου όταν είσαι με κοπέλα! Εκτός αν είσαι απ’ το χωριό Συκιές. (αγορασμένο)

  2. - Κι αν είναι προβοκάτσια που λες, μη την ψάχνεις σε ξένες πρεσβείες! Αν ήταν τέτοια, θα την έστηνε μια χαρά ο Κ..κος, που ψάχνει εναγωνίως διάψευση ότι η ΝΔ του Σαμαρά, τον οποίον έτρεξαν να στηρίξουν τα πρώην τσόνια που τον είχαν προτιμήσει για τους λόγους που περιγράφονται, αρνείται την ανάγκη υπεράσπισης και τον ανένδοτο αγώνα για το όνομα!
    - Όχι ρε φίλε! Τσόνι είμαι! Πάω όπου μπορώ να σταθώ! Κοιτώντας αν μου παρέχουν ενδιαίτημα! Όχι Ξόβεργες! (από εφημερίδα)

  3. – Χτύπησες τίποτα;
    - Μπα!! Ούτε τσόνι, γαμώ την γκαντεμιά μου.

  4. «Μιλώντας ο υφυπουργός άκουσε τον Γ. Τ..κη να τον διακόπτει λέγοντας κάτι άσχετο με την ομιλία. Έτσι, λοιπόν, επιστράτευσε κάτι που λένε στην πατρίδα του για να του «κόψει τον αέρα». «Στη Λάρισα λέμε “τρία πλιά κι ένα τσόνι” κυνηγάνε τον Αντώνη»! (προσαρμοσμένο από το δίχτυ)

  5. – Μωρό μου; Γουστάρεις τις καινούργιες μου γόβες - στιλέτο;
    – Πού θα τις βάλεις μωρή;
    - Στην εκδρομή.
    - Στο Καϊμάκ για σκι; Ε!! ρε!! μυαλό από τσόνι.
    - Κλαψ! Λυγμ!. Κι εγώ που άκουσα ξεσκί.
    - Νταξ!! Μ’ αρέσει ο τρόπος που …ακούς.

  6. α. «…Ο C…la δεν είναι άγνωστος παίχτης αλλά είναι αστείο να αναφέρεται σαν λύση, επειδή είναι τσόνι και ντούκι! Ο τύπος είναι κοκάκιας και μπασκετικά δεν είναι και τίποτα σπουδαίο! Αλλά το μπάσκετ θέλει μυαλό και μετά μούσκουλα!...» (από μπλογκ)

ένα τσόνι  (από sstteffannoss, 07/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας που μοιάζει με τον Γκούφη από τα κινούμενα του Ντίσνεϊ. Απαραίτητα ψηλός και τα πέλματα των ποδιών αντικριστά, όπως το καρτούν. Συνήθως καλοκάγαθος ηλίθιος.

  1. Ήρθε σπίτι ο Χρήστος μαζί με τον Γιάννη τον γκούφη.

  2. - Ήταν και ο Χαράλαμπος εκεί.
    - Ποιος Χαράλαμπος;
    - Ο γκούφη!
    - Α, κατάλαβα.

(από Vrastaman, 09/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος ο οποίος κάνει συνεχώς βλακείες και γενικότερα θυμίζει σαν συμπεριφορά τον γνωστό σκύλο Ραντανπλάν.

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το πόσο ηλίθιος μπορεί να είναι κάποιος, ή ακόμη και σε ζώα για να δηλώσει την αφέλεια και τη βλακεία που μπορεί να τα διακρίνει.

  1. Αυτός είναι... χειρότερος και απο τον Ραντανπλάν!

  2. Φώναξε μέσα τον Ραντανπλάν να του δώσουμε να φάει.

  3. Ρε Κώστα... σαν τον Ραντανπλάν κάνεις! Σκέψου και λίγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified