Χαϊδευτικά:

  1. ♪♫ Να κατέβω στο κέντρο να δω κάνα δισκάκι
    είχα καιρό να πάρω κανένα χιπχοπάκι ♪♫
    (ΗΜΙΖ, Υο!)

- Για μπείτε και κατεβάστε (είναι φρι ντε) το χιπχοπάκι που συμετέχει και η καλύτερη τραγουδίστρια που έβγαλε αυτός ο πλανήτης!!!!
(Υο Υο!)

  1. - Αφιερωμένο στο Ιεροφάντη ή Mech10 που είναι χιπχοπακι παλιο και ατομο με γνωση και δυναμη. (Καρα-Υο!)

- Τ' άκουσι η μεγάλη'μ η κόρη'μ που είνι χιπχοπάκι στο γούστο κι έμινε'μ. Χωρίς πλάκα, το παιδί κοιτάει ακόμα το κενό σα να έχει πιει 3 μπάφους μαζί. Μήπως πρέπει ν' ανησυχώ;
(είμαι από χωρ-ΥΟ!)

(από Khan, 11/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Από το αγγλικό peak) Όρος της μουσικής τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι η κυματομορφή (waveform) ενός ήχου φτάνει σε μια κορυφή (peak) υπερβολικά υψηλής έντασης με αποτέλεσμα κατά την αναπαραγωγή να παραμορφώνεται ο ήχος.

  1. - Πώς σου φαίνεται το κομμάτι που έγραψα;
    - Καλό είναι, αλλά πρόσεξε στη μίξη να μην σου πικάρουν τα πρίμα.

  2. - Παίξε καθόλου με το equalizer γιατί πικάρουνε τα μπάσα.

Το κλιπάρισμα είναι αυτό εδώ. (από Cunning Linguist, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα τζαμάρω αποτελεί εξελληνισμένο δάνειο του αγγλικού jam και δηλώνει την ενεργή και ενεργητική συμμετοχή σε μουσικό τζαμάρισμα.

Joe Satriani: Μου τηλεφώνησε ο Sammy το Φεβρουάριο του 2008 και μου ζήτησε να τζαμάρω μαζί του στο encore μιας από τις συναυλίες του στο Las Vegas. Εκεί ήταν επίσης ο Chad και ο Mike και μετά από αυτό ήμασταν μπάντα. (Πηγή: εδώ )

-Seven Mile Beach, Negril, Jamaica. Συγκλονιστικά ηλιοβασιλέματα (χωρίς τους Γιαπωνέζους της Oίας), οι κιτρινωποί φοίνικες που σκιάζουν ευεργετικά κι εγώ με τα ντόπια φιλαράκια στο στέκι του Alfred’s «τζαμάρω» σε ρυθμούς ρέγκε κάθε βράδυ. Κάπου από εκεί ψηλά, είμαι σίγουρος, ο Mπομπ μάς κοιτάζει. Kαι γουστάρει. Mόνο παράδεισος; Θα αστειεύεστε. Μένω ακριβώς πάνω στην παραλία, στο Couples Swept Away.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαπόρτ (αγγλ. support) καλείται το συγκρότημα που εμφανίζεται πριν από την κύρια μπάντα της βραδιάς, η οποία και αποτελεί το μεγάλο όνομα της συνολικής διοργάνωσης. Ή, όπως λέγεται σε αυτές τις περιπτώσεις, το σαπόρτ συγκρότημα είναι αυτό που ανοίγει τη συναυλία.

Σκοπός του σαπόρτ είναι τυπικά να προλογίσει την μπάντα, να αποτελέσει δηλαδή την εισαγωγή της εκδήλωσης πριν από την μεγάλη ατραξιόν της βραδιάς, εξυπηρετώντας έτσι διάφορους σκοπούς: αφενός γεμίζει ικανοποιητικά το ευρύτερο πρόγραμμα της βραδιάς, δίνοντας στον θεατή την αίσθηση και την ικανοποίηση ότι έχει παρακολουθήσει ένα ολοκληρωμένο θέαμα, αφετέρου προσφέρει στα συγκροτήματα την ευκαιρία να παρουσιάσουν το υλικό τους σ' ένα ευρύτερο κοινό, παρέχοντας έτσι στους θεατές την ευκαιρία να γνωρίσουν νέες μπάντες, και να ακούσουν νέους ήχους και νέους θορύβους.

Βέβαια, η παραπάνω παράγραφος αποτελεί την πολιτικώς ορθή άποψη περί των σαπόρτ σχημάτων. Υπάρχει και μία άλλη άποψη που υποστηρίζει ότι οι σαπόρτ μπάντες βρίσκονται στο πρόγραμμα προκειμένου να αναδεικνύεται η υπεροχή του κυρίου ονόματος της διοργάνωσης. Μ' άλλα λόγια, η παρουσία του σαπόρτ υφίσταται ως μέτρο σύγκρισης, ανάλογα πάντα με την περίσταση: ερασιτέχνες και επαγγελματίες, ανερχόμενοι και καταξιωμένοι, ντόπιοι και ξένοι, παιχταράδες και wannabes, κ.ο.κ. Η αντίληψη αυτή πολλές φορές ενισχύεται από την συμπεριφορά των διοργανωτών απέναντι στα σαπόρτ σχήματα: λιγότερος χρόνος για soundcheck ή και καθόλου soundcheck, απουσία βασικών παροχών (το καμαρίνι το διαγράφουμε στο 90% των περιπτώσεων), γενικότερη αδιαφορία και απαξίωση και πάει λέγοντας. Πολλές φορές βέβαια αυτό δεν έχει να κάνει με εμπάθεια εκ μέρους των διοργανωτών. Οι λαϊβάδες, όντας επιχειρηματίες, ενδιαφέρονται κατά κύριο λόγο να κόψουν εισιτήρια και αυτό το έχουνε ήδη πετύχει με το μεγάλο όνομα. Ως εκ τούτου, τα υπόλοιπα δεν είναι παρά μικρολεπτομέρειες. Το σωστό βέβαια να λέγεται: υπάρχουν και λαϊβάδες που συμπεριφέρονται εξίσου ισότιμα (βλέπε: επαγγελματικά) σε όλα τα σχήματα της βραδιάς. Το ίδιο, ευτυχώς, ισχύει και για αρκετούς ηχολήπτες.

Υπάρχουν ωστόσο και περιπτώσεις όπου, παρά τις αντιξοότητες, τα σαπόρτ σχήματα φέρνουν τούμπα τα μπιφτέκια και αποδεικνύονται όχι μόνο άξια της περίστασης, όχι μόνο κερδίζουν τις εντυπώσεις και την εκτίμηση του κόσμου, αλλά αποδεικνύονται και πολύ καλύτερα από τους κράχτες της βραδιάς. Δυστυχώς όμως, αυτό δεν συνεπάγεται πάντα ενίσχυση του κύρους τους ως μπάντα, παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις. Τα αταβιστικά αντανακλαστικά του κοινού απέναντι στους «διάσημους» της βραδιάς συνήθως υπερισχύουν, ακόμη και μετά το πέρας της συναυλίας.

Η απήχηση και η προσέλευση των σαπόρτ σχημάτων σε περιπτώσεις συναυλιών που δεν περιλαμβάνουν σχήματα του εξωτερικού ή διάσημες μπάντες του εσωτερικού (βλέπε: μεγάλα ονόματα) είναι αντιστρόφως ανάλογη της σειράς με την οποία θα εμφανιστούν. Επειδή στις περισσότερες συναυλίες τέτοιου τύπου το κοινό απαρτίζεται από φίλους / συγγενείς / γκόμενες των σχημάτων που εμφανίζονται και λιγότερο από μουσικόφιλους (οι οποίοι εξ ορισμού θα κάτσουν να παρακολουθήσουν τη συναυλία μέχρι τέλους), το αν το σχήμα που εμφανίζεται θα έχει κοινό ή όχι (πέραν των προαναφερθέντων σταντέθεατών) εξαρτάται από την ώρα που θα βγει: αν βγει πρώτο η τελευταίο τότε πούλο, είτε γιατί στην πρώτη περίπτωση γενικά ελάχιστοι πάνε από την αρχή της συναυλίας, είτε επειδή η ώρα εμφάνισης στη δεύτερη περίπτωση είναι περασμένη, οπότε και οι περισσότεροι έχουν ήδη φύγει ή για άφτερ, ή για να προλάβουν τα τελευταία δρομολόγια των μέσων συγκοινωνίας. Συνήθως, η καλύτερη θέση, συχνά με αναπρογραμματισμό της όλης διοργάνωσης, πλειστάκις αυθαίρετο και της τελευταίας στιγμής, και έπειτα από γερούς (έως ακραίους) καυγάδες, είναι στη μέση του line-up της βραδιάς, δηλαδή δεύτερο ή τρίτο συγκρότημα σε σειρά εμφάνισης, ανάλογα με το πόσα συγκροτήματα παίζουν. Οι θέσεις αυτές είναι συνήθως σιγουράντζες και με εγγυημένη προσέλευση -το αν βέβαια γενικά μετράει η μπάντα βάσει αντικειμενικών (ή ό,τι) κριτηρίων είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο.

Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί ότι τα παραπάνω τίθενται σε πολύ γενικά πλαίσια. Οι συναυλίες, όντας κοινωνικά (πρωτίστως) και πολιτιστικά (δευτερευόντως) συμβάντα, πού και πού δεν ακολουθούν καμία πεπατημένη. Αυτό σημαίνει ότι όντως υπάρχουν, καθόλου σπάνια μάλιστα, εκείνες οι μαγικές βραδιές όπου ο κόσμος είναι πολύς, καλός, και γουστάρει, ο ήχος είναι εξαιρετικός, και η μπάντα βρίσκεται σε μεγάλα κέφια, τα δίνει όλα και με το παραπάνω και όλοι επιστρέφουν στα σπίτια τους ευχαριστημένοι και με όμορφες αναμνήσεις από τη βραδιά. Το μυστικό, εν τέλει, είναι ένα: καλή συναυλία σημαίνει να παίζεις με την ίδια ενέργεια και ενθουσιασμό. είτε εμφανίζεσαι στο μπαράκι της γειτονιάς σου, είτε στο πιο άρτιο και διάσημο λαϊβάδικο της χώρας σου. Τίποτε άλλο.

Βλ. και σαπορτάρω.

  1. γιατι αραγε ολα τα μικρα group που παιζουν support σε super-bands, εχουν χαλια ηχο;γιατι αραγε; (Από εδώ)

  2. υπόψιν, αυτός ο alec empire που ήτανε στους atari teenage riot παίζει σαπόρτ στους nin, εδώ το βιντεάκι δεν μπορώ να το ανοίξω καααάποτε μου΄χε δώσει μια κασέτα τους ο hindu (από εδώ)

3.Πήγα Αμύνταιο παρ'όλο που είμαι απο Θεσσαλονίκη για 2 λόγους ...
1)Φοβήθηκα μήν ακυρωθούνε οι Σέρρες λόγω καιρού και με βόλευε και η κυριακή για μία βολτίτσα.
2)Στο Αμύνταιο παίζανε σαπόρτ και μία από τις αγαπημένες μου undeground μπάντες οι Overgarven.
Δυστηχώς δεν είμαι αρμόδιος να κάνω ρεπορτ αλλά έριχνε καρεκλοπόδαρα!!! και δεν παίξανε και oi Overgarven γαμώτο! (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι διαφορές ή οι κόντρες εις την χιπχοπικήν. Τα ραπερόνια και οι λοουμπαπάδες λύνουν τα μπιφ τους με αμοιβαία χωσίματα φρήσταϊλ ριμών σε κλαμπ, ή με τσο και λο στο πεζοδρόμιο.

Εκ του μελαψοαγγλοσαξονικού beef (διαφωνία, κόντρα), το οποίο έχει αρχαιότερες ρίζες.

1.
κοιταξτε ρε σεις , μου κλεψανε τις ρυμες! θα αρχισει νεο μπιφ στην ελληνικη σκηνη!

2.
«Σε ραπ challenge που απηύθυνε ο Νικήτας Κλιντ στο Γιωργάκη δεν έλαβε καμία απάντηση, ενώ σε προσπάθειες του ιδίου να κλείσει τις συζητήσεις στο Facebook με ένα «έγινε οκ», ο 14χρονος συνέχιζε την κουβέντα. Φαίνεται πως πρέπει να περιμένουμε το αποτέλεσμα της μάχης της Παρασκευής για να λήξει μια για πάντα αυτό το «μπιφ»».

3.
Μογλη τιποτενιε θιφ; ξεκίνησες μπιφ και θα σου κανω τη μαπα πορτατιφ και μετα θα φαω ενα ροζμπιφ απεριτιφ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από την τελευταία σειρά των πολύ πετυχημένων μουσικοσλάνγκ που μας ανήρτησε ο Αβάς, ερεθίστηκα και γω (εκτός από για να του φιλήσω το χέρι) για να σας παρουσιάσω το αιώνιο κουσούρι του Έλληνος τυμπανιστή, που αν δεν είναι τζαζίστας ή ντεθάς, δεν πρόκειται ποτέ να το αποβάλει!

Φλαμάρω, εκ του flam, αγγλιστί, είναι ηχομιμητικός όρος, προερχόμενος από τον άτσαλο ενδιάμεσο ήχο μπαγκετόκρουσης τόσο σε γύρισμα όσο και σε κράτημα ρυθμού με τα τομ (flam). Ουσιαστικά δηλοί την αδυναμία συγχρονισμού μεταξύ των κρούσεων τόσο του νεαρού φιλόδοξου μαθητευόμενου ντράμερ όσο και του σχεδόν συνταξιούχου ντράμερ που δεν κατόρθωσε ποτέ να ανεβεί παραπάνω σκαλιά από την πίστα στο σκυλάδικο, θες διότι άκουγε μόνο άιρον μέηντεν και κάποτε αναγκάστηκε να δουλέψει για να ζήσει, θες διότι ήταν «αμπάγκετος», θες για μια γυναίκα... Και αποτελεί μείζον πρόβλημα στην Ελλάδα, όταν νέοι, φιλόδοξοι μουσικοί συνευρίσκονται για να ξεδιπλώσουν τα ταλέντα τους και δεν παίζουν τζαζ ή προγκρέσιβ πάουερ ή ντεθ μέταλ, όπου ο τυμπανιστής δεν έχει μόνο βοηθητικό ρόλο.

Κοινώς, αν δεν είσαι τζαζίστας ή ντεθμεταλάς ντράμερ και παραμένεις ντράμερ στη μπάντα σου, τότε κάτι δεν θα πάει καλά αγόρι μου... Βαραίνεις με τον καιρό, ρουτινιάζεις, σε ντύνουν ποπ σαν κάτι κατοικίδια του σαλονιού, σε τραβάνε δεξιά κι αριστερά για φωτογραφίσεις, συνεχίζεις να κοπανάς για να ζήσεις, μένεις στην αφάνεια πίσω από τους τραγουδιάρηδες, σιγοκουνάς τον κώλο σου στο σκαμπό βλέποντας την Άννα Γούλα μπροστά να λικνίζεται γκαρίζοντας στο όφωνο, έπηξες;... Πες το όπως θες.

Στα έμπειρα αυτιά (ατσσσσς), όμως, αυτό φαίνεται, αφού... φλαμάρεις...

— Τι κοιλιά κάνουν αυτοί ρε συ; Τι απαίσια φωνή;
— Το άλλο το παλληκάρι, το ντράμερ ρε... το είδες; Στο φινάλε του κάθε κομματιού κατεβάζει ταχύτητα και φλαμάρει! Αφού βαριέται ρε, με την ηλίθια μπροστά! Και την ψωνάρα τον κιθαρίστα! Λογικό είναι, τόσα χρόνια μπάντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανεσταλμένη συγχορδία τετάρτης ή σπανιότερα δευτέρας. Από την αγγλική συντομογραφία sus < suspended (ενν. chord), που συνοδεύει το σύμβολο της συγχορδίας στη διεθνή σημειογραφία. Για παράδειγμα, η λα σους (Asus) αποτελείται από τις νότες λα-ρε-μι (ανεσταλμένη τετάρτης).

Οι σους παραδοσιακά (και σύμφωνα με την κλασική αρμονία) λύνονται στην αντίστοιχη μείζονα ή ελάσσονα συγχορδία, εξού και η ονομασία (αναστέλλουν τον μείζονα ή ελάσσονα ήχο αντίστοιχα), αλλά σε ροκ και τζαζ ιδιώματα χρησιμοποιούνται αυτόνομα χάρη στον ουδέτερο, ούτε ματζόρε ούτε μινόρε ήχο τους, είτε στοχεύοντας ακριβώς σε ανοιχτό, αμφιταλαντευόμενο ύφος, είτε για ν' αφεθεί επιπλέον χώρος στο σολίστα να ερμηνεύσει τη συγχορδία όπως του καπνίσει.

Όσο για την προφορά, οι πιτσιρικάδες της γενιάς μου λέγαμε και ακούγαμε συνήθως «σους», χωρίς καν να ξέρουμε την ετυμολογία. Τους λίγους που λέγανε «σας» τους είχαμε –δικαίως συνήθως– για ελληνικόφοβες ψωνάρες: θά 'ταν οι ίδιοι που θα σ' την έλεγαν που λες «φλάντζερ» αντί για «φλέιντζερ» ή «αλέσις» αντί για «αλίσις»...

  1. Για τις sus (θα προσπαθήσω να είμαι πιο σύντομος) θα μπορούσαμε να τις πουμε εκτεταμένες ή επεκτειμένες ή κάπως έτσι τέλος πάντων [...] [σ.ς.: Εδώ ο γράφοντας συγχέει τις ανεσταλμένες συγχορδίες με τις επεκτεταμένες· στις τελευταίες έχεις τη βασική συγχορδία, συμπεριλαμβανομένης της τρίτης, μαζί με επεκτάσεις (πιχί, έβδομη, ένατη, ενδέκατη, δέκατη τρίτη).] Να θυμάστε ότι η ομορφιά στις εν λόγω συγχορδίες είναι ότι δεν ξέρεις αν είναι ματζόρε ή μινόρε (αυτές είναι οι πιο συνηθισμένες sus2 και sus4) κι αυτό γιατί την τρίτη της συγχορδίας (που αν είναι μεγάλη τότε φτιάχνουμε ματζόρε και αν είναι μικρή τότε φτιάχνουμε μινόρε) την αντικαθιστούμε με τη 2η ή την 4η βαθμίδα αντίστοιχα. Παράδειγμα:
    C = 1η-3η-5η = C-E-G
    Csus2 = 1η-2η-5η = C-D-G
    Csus4 = 1η-4η-5η = C-F-G
    (από φόρουμ)

  2. — Όχι, όχι, όχι, όχι, γαμώ το κέρατό μου γαμώ το κεφάλι σου γαμώ μέσα!...
    — Μπαρδόν;
    Ρε παλικάρι, τελειώνουμε σε σούς, πώς να σ' το πώ να το καταλάβεις πιά;
    — Εφού δέ κολλάει ρε φίλε, το παίζεις και κάτι περιμένεις να γίνει μετά...
    — Ρε να πάρει, ξεκόλλα 'π' το ωδείο γαμώτο σου. Σούς δέν σημαίνει «πρίν τη ματζόρε ή τη μινόρε»· είσαι ήδη εκεί, πώς το λένε;
    — Πού;
    — Φφφ... Ρε αγόρι μου, σκέψου το εξής. Έχεις πιεί τα κέρατα κι' η γκόμενα το ίδιο, όκέι;
    — Τί σχέση έχει αυτό;
    — Ρε όκέι;...
    — Καλά, όκέι.
    — Την πάς σπίτι και έχει λιώσει η τύπα, αλλα εσύ μαλακογκαύλης –ένεκα το πιόμα– ναί;
    — Ε εντάξει.
    — Και σου λέει η γκόμενα, «θές ν' ανέβεις για μια μπίρα;»
    — Θέλω.
    — Τί «θέλω» βρε βλάξ, άμα 'νέβεις θα σου βγεί σε μινόρε, μαλακογκαύλη!
    — Α αυτό εννοείς.
    — Άρα τί της λές;
    — Τί της λέω;
    — Της λές, «γλυκάκι, σόρι, αλλα θα το πιάσουμ' απο 'δώ που τ' αφήσαμε μεθαύριο· αύριο πιάνω δουλειά πρωί και δέ γουστάρω μισές δουλειές».
    — ...Μα άν την αφήσεις εκεί, μισή δουλειά δέν θά 'χεις κάνει;
    — Όχι ρε φίλε, ακριβώς, θα τό 'χεις παίξει σούς!
    — Α μάλιστα... Και δέ μου λές, πόσο καιρό εχεις να πηδήξεις;... Γιατ' είναι και μια άλλη μπάντα που ψάχνει δεύτερο κιθαρίστα ξές...

Άλλο ένα μάθημα απο γιουτιούμπ. (από vikar, 12/03/10)Από το http://musiced.about.com/od/lessonsandtips/qt/sus2andsus4.htm. (από vikar, 12/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το τούρκιοκο düzen που είναι πολυσήμαντο και σημαίνει κανόνας, αρμονία, οργάνωση, κανονικότητα, ακόρντο, συμφωνία και άλλα.

Σημαίνει το κατά διάφορους τρόπους κούρντισμα (χόρδισμα) του τρίχορδου μπουζουκιού (αλλά και άλλων εγχόρδων).

Γνωστά ντουζένια είναι: το Ανοιχτό, το Αραμπιέν, το Ίσο, το Καραντουζένι (μαύρο κούρντισμα - το πλέον φαμόζο), το Συριανό.

Οι εκφράσεις Είμαι στα ντουζένια μου και Είμαι πάνω στα ντουζένια μου αναφέρονται, σε συντριπτικό ποσοστό, σε νέους άντρες, είτε μάστορες σε κάτι, είτε μερακλωμένους από κάτι (συνήθως τα νιάτα τους).

Σημαίνουν πως ο εν λόγω:

  • βρίσκεται σε μεγάλα κέφια (υπονοείται - με καμάρι κι ελαφρά ζήλια - πως γουστάρει γαμήσι/έχει καύλες/είναι πάνω στα μεράκια του),
  • είναι στα καλυτερότερά του από πλευράς απόδοσης, (γαμάει και δέρνει, βρίσκεται στην πιο ακμαία φάση του),
  • δεν υπάρχει κάποιος/κάτι που να μπορεί να τον περιορίσει/ σταματήσει/εμποδίσει.
  1. Ακούστε το «Καραντουζένι» του Μάρκου Βαμβακάρη

  2. - Η Άιντραχτ με τον Γκέκα πάνω στα ντουζένια του ξεσκίζει!
    - Πόσα έχωσε μέχρι τώρα;
    - Έντεκα. Όλα ένα κι ένα.
    - Λες ο Γερμανός να θέλει τον Έλληνά του τελικά;

(από sstteffannoss, 14/11/10)(από sstteffannoss, 14/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χρήστης λαπτοπίου.

  • Λαπτοπάκιας απ΄ το laptop και την κατάληξη άκιας - σχετικά με την κατάληξη αυτή βλ. κάποια πράματα εδώ.
  • Λαπτοπάς από την κατάληξη «-ας», κατά τα εφημεριδάς, τσιγαράς, κλπ.

    O Λαπτοπάκιας είναι σχετικά επιτιμητικός όρος, οπότε από τις παρακάτω έννοιες μάλλον αφορά στην α) και γ).

O Λαπτοπάς (πιο αρχοντικό) δηλώνει μάλλον κάτι θετικό οπότε β) και δ).

Υπάρχει όμως μεγάλη αλληλεπικάλυψη, ανάλογα και με την οπτική και πρόθεση του χρήστη της φράσης.

Έννοιες:

α. O ασχολούμενος πολλές ώρες με το λάπτοπ του, ο απορροφημένος και εξ αυτού ολίγον αποβλακωμένος, κατά το τηλεορασάκιας. Αυτός που το χρησιμοποιεί ακόμα λ.χ. και στα μέσα μεταφοράς ή ενώ βρίσκεται με παρέα.

β. O γνώστης περί λάπτοπ, ή ο φανατικός των λάπτοπ που τα προτιμά σε σχέση με τα desktop, ο γκικ. Ενδεχομένως και ο γιατρός των λάπτοπ, ο εξειδικευμένος δηλαδή τεχνικός σε λάπτοπ και νετμπουξ (αυτός μάλλον κυρίως «λαπτοπάς»).

γ. O ντητζέης που παίζει με λάπτοπ (αντί για βινύλιο κυρίως ή αντί για cd when routine bites hard and ambitions are low που λένε και οι joy division). Αντικείμενο λοιδωρίας από τους παραδοσιακούς ομότεχνούς του και μάστιγα του κλάδου σύμφωνα με τη συντεχνία τους. Κατά κανόνα ντιτζέι πιέστο.

δ. O μουσικός κυρίως ηλεκτρακουστικής μουσικής που παίζει με χρήση software σε λάπτοπ (το οποίο μπορεί ή όχι να τροφοδοτεί με τσαχπινιές σε κάθε είδους hardware) και κατά κανόνα σε πραγματικό χρόνο πράγματα που προκαλούν ταχυπαλμίες, ναυτία, απώλεια του προσανατολισμού, αίσθηση αύξησης του βάρους του σώματος και ακινησία, σαμπλάιμ φήλινγκ και βαρηκοΐα. Κυρίως αναφέρεται ως Λαπτοπάς, ενδέχεται όμως και ως Λαπτοπάκιας.

α. Το γεγονός ότι ο τύπος με το λάπτοπ (με το λευκό πουκάμισο) καθώς και μία επιβάτις με το τσαντικό υπό μάλης φαίνονται να περπατούν ήδη πριν απομακρυνθούν από το αεροπλάνο (ο «λαπτοπάκιας» μάλιστα σταματάει για μία στιγμή και κοιτάζει πίσω, προς το αεροπλάνο), με κάνει να υποθέτω ότι κάτι τέτοιο έγινε.
(από δω)

β. Χρηστάρα, επειδή είμαι λίγο λαπτοπάκιας, να πω και εγώ μία γνώμη. Είναι μακράν ότι καλύτερο μπορείς να πάρεις σε 15« και αυτά τα λεφτά. Αν θέλει κανείς να ανέβει είτε σε 17» ή σε 256dedicated κλπ shared, πάμε αμέσως από 4 κατοστάρικα πάνω.
(από δω).

γ. Οποίος έχει παει σε clubs Λονδίνο ξέρει και καταλαβαίνει ότι στην Ελλάδα το πράμα έχει ξεφύγει και έχει ξεφτίσει πολύ πλέον. Τι να λεμε τώρα. Καταντήσαμε να κατηγορούμε τους λαπτοπακιδες [sic] επειδή είμαστε ανίκανοι εμείς. Γενικά μιλάω πάντα. Επίσης στο καφέ θεωρώ περιττό τον dj.... ίσα ίσα παω σε μαγαζιά που δεν έχουν dj να βρω την ησυχία μου. Επαγγελματίες dj; ας φτιαχτεί πρώτα ένα σοβαρό όργανο αντιπροσώπισης και μετά το ξανά συζητάμε... (από δω).

δ. Καλά μου το λέγε η μάνα μου να μην κολλήσω με τους λαπτοπάδες... Έπρεπε κι εγώ να ακούω ποστίλες, το noise δεν το αντέχει πολύ ο οργανισμός του ανθρώπου....Εγώ που στα νιάτα μου θεωρούσα τους Γκάσπηντ μελαγχολικά αγόρια και φλώρους τρέχω τώρα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό session player. Ο σεσιονάς (ενίοτε γράφεται και ως σεσσιονάς) είναι ο εξωτερικός μουσικός, ο εκτός συγκροτήματος μουσικός, ή γενικά ο επαγγελματίας ανεξάρτητος –κατά κύριο λόγο οργανοπαίκτης–, ο οποίος πληρώνεται για να συμμετάσχει στην διαδικασία ηχογράφησης ενός δίσκου. Ως session λογίζεται το χρονικό διάστημα ηχογράφησης των μερών ενός οργάνου (το οποίο συνήθως είναι προκαθορισμένο, ασχέτως με το αν πολλές φορές κρατάει περισσότερο από τον αρχικά σχεδιασμένο χρόνο). Σημειωτέον δε, πως ο σεσιονάς πληρώνεται –συνήθως– με την ώρα.

Τέλος, η εργασία του σεσιονά πολλές φορές δεν αφορά μόνο τις ηχογραφήσεις σε στούντιο, αλλά και τις ζωντανές εμφανίσεις, καθώς και τις πρόβες. Ενίοτε δε, οι σεσιονάδες μπορούν να εξελιχθούν σε μόνιμα μέλη, με ενεργό ρόλο στην πορεία μιας μπάντας.

  1. Ωραίοι οι τύποι! Μάλλον κανένας σεσιονάς θα είναι ο ντράμερ τους και τον έχουν στα ψιλά γράμματα. (Από εδώ)

  2. Σήμερα θέλω να σας μιλήσω για την «φυλή» των μουσικών. Δεν ανήκουν όλοι οι άνθρωποι που ασχολούνται με την μουσική σ’ αυτήν την φυλή. Ανήκουν οι επαγγελματίες, ή «σεσιονάδες», που η δουλειά τους είναι η μουσική. Αυτή η μυστηριώδης, γοητευτική φυλή ανθρώπων, που κοιμούνται τα πρωινά (εκτός από τους καθηγητές μουσικής, ίσως, αν και υπάρχουν και κάποιοι που τα καταφέρνουν συγχρόνως και στην μέρα και στην νύχτα, οπότε ανήκουν σίγουρα) και ξυπνούν το μεσημέρι, αράζουν και το βράδυ βγαίνουν, σαν να ήταν πρωί, και πηγαίνουν είτε σε πρόβα, είτε σε sound-check, είτε σε συναυλία, είτε σε κανένα μαγαζί για «σκάψιμο». (Από εκεί)

(από electron, 06/02/10)The Kinks - Session Man (ακριβώς αυτό) (από allivegp, 06/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified