Further tags

Η σεξουαλική πράξη, το πήδημα.

- Το θες το φαγκότο σου!
- Σιγά μη δεν το 'θελα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιδέξια χειρίστρια του ανδρικού μορίου. Το αριστοτεχνικό και ενδελεχές του παίξιμο θα μπορούσε να παρομοιαστεί με solo, επομένως σολίστ -> ψωλίστ.

- Πώς ήταν ρε μαλάκα το πιπίνι στο κρεβάτι;
- Πού να στα λέω... Μεγάλη ψωλίστ φίλε!

Άξια χειροκροτήματος! (από Vrastaman, 09/10/08)(από pavleas, 20/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει αναγάγει την μαλακία σε τέχνη και επιδίδεται σε αυτήν με ξεχωριστή μαεστρία.

Στη μουσική: ο αποτυχημένος σολίστ. Αυτός που θα γινόταν μουσικός της προκοπής μόνο αν ήταν το πουλί βιολί.

  1. Ο Τάσος είναι κορυφαίος ψωλίστ! Από το βράδυ ως το πρωί τραβάει κουπί, θα πάθει τίποτα στο τέλος...

  2. - Τι μου είπε αυτός ρε συ; Είναι σολίστ στη Λυρική Σκηνή;
    - Τι σολίστ ρε, ψωλίστ είναι! Τον παίρνουνε καμιά φορά έκτακτο στη χορωδία και πουλάει ιστορία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Εισ-)πνευστό όργανο, όπως και το κλαρίνο, το τρομπόνι, το πουλόφωνο και η φυσαρμόνικα. Παραπέμπει σε πιο τζαζ, ή μάλλον γαμοτζάζ καταστάσεις. Το επανέφερε στην μόδα ο Μπιλ Πλύντον, για τον οποίο καθιερώθηκε και το σύνθημα «Κλίντον, φασίστα σαξοφωνίστα», πριν το γυρίσει στην φυσαρμόνικα.

(Από το τραγούδι του πλανητάρχη Τάσου Μπουγά «Αμερικάνα όμορφη»)

Γι' αυτό, λοιπόν, ο Μπίλυ από σαξοφωνέ,
γι' αυτό, λοπόν, ο Μπίλυ από σαξοφωνέ,
το γύρισε στο πούρο,
και στο κλαρινέ, και στο κλαρινέ, και στο κλαρινέ, (δις)

Got a better definition? Add it!

Published

Δίστιχο σκυλάδικου («Απόψε έχω περίοδο» ο στίχος στο πρωτότυπο), που έμεινε στην Ιστορία. Υποτίθεται ότι λέγεται από γκόμενες τελειωμένες, που δεν θέλουν να χάσουν καμία μέρα το κοκό, οπότε το πρωκτικό σεξ είναι μια κάποια λύσις. Ή υπενθυμίζεται από άντρες. Επίσης, λέγεται από ανθρώπους που θέλουν να έχουν πάντα μια εναλλακτική λύση στο τσεπάκι τους.

Λάουρα: Δεν μπορώ απόψε, Μένιο, έχω περίοδο.
Μένιος: Κι αν έχεις και περίοδο, έχεις και άλλη δίοδο!
Λ.: Την σκέψη μου διάβασες, πονηρούλη!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παίκτης όργανου (εργαλείο φυσικό ή τεχνητό που χρησιμεύει για παραγωγή έργου / κατασκεύασμα που παράγει ήχους / μέρος ζώντος σώματος, που επιτελεί ειδική λειτουργία αναγκαία για τη ζωή π.χ. μπαργαλάτσος).

Στην περίπτωση του υπό εξαφάνιση λατερνατζή έχουμε την κατηγορία φουκαρά φτωχού, πλην τιμίου, οικοδόμου και αυτού που είναι στο τσακ να φύγει για τη ζούγκλα με τον Ταρζάν για να μη πάρει τη λατέρνα και γυρίζει σαν την άδικη κατάρα.

Ο οργανοπαίκτης μπορεί να παίζει έγχορδο (ανήκει στη κατηγορία του μπαγλαμά, μπουζουκιού), πνευστό (κατηγορία ούφο με σκούφο - και με φλογέρα, πιπού), κρουστό (κατηγορία μαλακίας).

Το Λίλιαν δε το φτάνει ούτε ο Σαλέας!!

Μεγάλος οργανοπαίκτης ο Φρίξος. Που τον χάνεις που τον βρίσκεις κολλημένο σε μια οθόνη με καουμπόικα.

(από vip, 22/03/09)(από vip, 22/03/09)(από vip, 22/03/09)(από vip, 22/03/09)(από vip, 22/03/09)

Δες και ψωλίστ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ιδιαίτερα ευμεγέθες και ντούρο πέος.

Ο κέφαλος, το κεφαλόπουλο (Liza aurata), είναι ο γνωστός ιχθύς που παραπέμπει σε μέγεθος και σχήμα τρανού, παχιού φαλού.

Το νύχι σημειολογεί σκληρότερη επιφάνεια, αιχμηρή άκρη με δυνατότητα ξυστριού που σκαλίζει, ξύνει, διεγείρει, ερεθίζει (κι απλουστεύει τη ζωή), αλλά και μια επιθετικότητα αιλουροειδούς η ένα brutality Γκοντζίλα, συνεπώς έναν κάτοχο αρκούντως νταβραντισμένο, ορμητικό και ασυγκράτητο.

Από το απαγορευμένο άσμα Η Βαρβάρα (1936) του Παναγιώτη Τούντα που τραγούδησε ο Στελλάκης Περπινιάδης, και φυσικά ταλαιπωρήθηκαν απο τη δικτατορία του Μεταξά.

Παρέλκει να διευκρινιστεί, ως ευκόλως εννοούμενη, η σημασία του καλαθιού της Βαρβάρας του άσματος, όπου τοποθετείται η σπαρταριστή ψαρούκλα.

  1. Από περιγραφή τσοντοταινίας:
    - Και αμολάει ενα πράγμα, δε σου λέω τίποτα. Κέφαλος με νύχι.

  2. Η Βαρβάρα

Η Βαρβάρα κάθε βράδυ στη Γλυφάδα ξενυχτάει
και ψαρεύει τα λαβράκια, κεφαλόπουλα, μαυράκια
Το καλάμι της στο χέρι, κι όλη νύχτα στο καρτέρι
περιμένει να τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει

Ένας κέφαλος βαρβάτος, όμορφος και κοτσονάτος
της Βαρβάρας το τσιμπάει, το καλάμι της κουνάει
Μα η Βαρβάρα δεν τα χάνει τον αγκίστρωσε τον πιάνει
τον κρατά στα δυο της χέρια και λιγώνεται στα γέλια

Κοίταξε μωρή Βαρβάρα, μη σου μείνει η λαχτάρα
τέτοιος κέφαλος με νύχι, δύσκολα να σου πετύχει
Βρε Βαρβάρα μη γλιστρήσει και στη θάλασσα βουτήξει
βάστα τον απ' το κεφάλι μη σου φύγει πίσω πάλι

Στο καλάθι της τον βάζει κι από την χαρά φωνάζει
έχω τέχνη έχω χάρη ν' αγκιστρώνω κάθε ψάρι
Για ένα κέφαλο θρεμμένο όλη νύχτα περιμένω
που θα 'ρθεί να μου τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η ατμοσφαιρική ψυχεδελική ροκ μουσική.

  2. Η κάθε είδους αποφασιστική ή τολμηρή κίνηση, όπως το πέσιμο στο άλλο φύλο.

  3. Η άσκηση πίεσης σε κάποιο άτομο ή αντικείμενο.

Για έμφαση, χρησιμοποιείται η φράση: Δώσε απότομα ατμόσφαιρες.

- Βάλε ατμόσφαιρες να παίζουν στο CD player κι έλα ν' αράξουμε!

- Έλα μαλάκα σε κοιτάει, δώσε ατμόσφαιρες!

- Ρε μη κωλώνεις, δώσε ατμόσφαιρες εσύ και θα τον πείσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοσχέδιο διαδραστικό πνευστό όργανο (κάτι σαν την Τούμπα), χρησιμοποιείται και σαν ρήμα δηλώνοντας την χρήση του οργάνου.

Είναι σολίστ στην κλανοφυσαρούφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Θα σε φτιάξω εγώ (αλλά με οικείο ή και φιλικό τόνο), θα σε σενιάρω, θα σε τακτοποιήσω, θα σε βυσματώσω/βολέψω.

    Απευθύνεται από φίλο/συγγενή προς φίλο/συγγενή όταν θέλει να βοηθήσει τον δεύτερο να ξεμπερδέψει από κάτι κτλ. Από βύσμα προς βυσματία όταν θέλει να εφησυχάσει τον δεύτερο για το σίγουρο αποτέλεσμα της πρόσληψής του σε μια Ιδιωτική ή Δημόσια επιχείρηση/οργανισμό, την καλή μετάθεση του υιού στο ΓΕΣ κτλ. Ακόμα κι από έναν συνοικιακό έμπορα(μανάβη, κρεοπώλη, ιχθυοπώλη κτλ.) προς έναν συχνό του πελάτη όταν θέλει να πείσει σε φιλικό τόνο τον δεύτερο για την υψηλή ποιότητα του προϊόντος που θα του δώσει.

  2. Θα σε φτιάξω εγώ (αλλά με απειλητικό ή και εχθρικό τόνο), θα σε κανονίσω, θα σε τακτοποιήσω με μαφιόζικο/μάγκικο τρόπο.

  3. Θα σε κάνω Μάγκα ή Γιώργο Μάγκα! Μεταφορική, απειλητική και με σεξουαλικό υπονοούμενο έκφραση συνήθως προς μια γυναίκα. Μιας και υπονοεί ότι θα την κάνει εκείνος που το λέει, εξπέρ στο «κλαρίνο»(στοματικό σεξ, κοινώς στην πίπα) ταυτίζοντας την μαεστρία που θα αποκτήσει στην πίπα η εν λόγω γυνή με εκείνη του πασίγνωστου δεξιοτέχνη Τσιγγάνου κλαρινοπαίχτη από την Λιβαδειά Γιώργου Μάγκα.

  1. - Θα της μιλήσεις ρε φίλε να τα ξαναβρούμε; Σε παρακαλώ κι από εμένα ότι θες!
    - Μην ανησυχείς καθόλου, θα σας τα ξαναφτιάξω εγώ. Τί φίλοι είμαστε;

  2. - Σε έδωσε στο αφεντικό ρε έμαθα ο Άκης γι'αυτά που συζητούσαμε προχθές στο γραφείο.
    - Άσ'τον, θα'ρθει η ώρα του σύντομα. Θα τον κάνω μάγκα εγώ τον τύπο!

  3. Τί τσιμπουκόχειλα έχει αυτό το μωρό απέναντι, κοίτα, κοίτα ρε φίλε... Πω πω, την κάνεις ή δεν την κάνεις Μάγκα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified