Ο ταξιτζής. Από την «ταρίφα», το κόμιστρο δηλαδή της «κούρσας». Συχνά αναφέρεται και ως Κίτρινη Φυλή (από το κίτρινο χρώμα των ταξί στην Αθήνα), ταριφόπουλος και ταρίφογλου.

  1. Καθώς οδηγούσα στην Αλεξάνδρας πετάγεται ο ταρίφας από το στενό χωρίς καν να κοιτάξει. Του 'χωσα δυο φάσκελα και κάτι μπινελίκια και ηρέμησα.

  2. Αύριο έχουν απεργία οι ταρίφες, άδειοι θα είναι οι δρόμοι.

Ο Ταρίφας, με τον Σωτήρη Τζεβελέκο (από mpiftex, 05/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πανούργο και ηθικά επαίσχυντο άτομο που, κατά την αναζήτηση ταξιού, πάει και στέκεται δέκα μέτρα πιο πάνω από σένα στο δρόμο, ώστε να σταματήσει πρώτος το ταξί.

Ο ......., που συνελήφθη σήμερα για τη ληστεία, είναι σεσημασμένος ταξιδύτης.

(από jesus, 28/11/10)

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τους ταξιτζήδες.
Αφορά αυτούς που χρεώνουν ό,τι θέλουν, σε αφήνουν όπου τους βολεύει, παίρνουν διπλό και τριπλό δρομολόγιο και γενικά είναι αγενείς και απότομοι.

Έψαχνα μια ώρα για να βρω ένα ταξί να με πάει στον σταθμό. Αγανάκτησα με τους κιτρινιάρηδες! Ο ένας δεν τον βόλευε το δρομολόγιο, ο άλλος ήταν άδειος και δεν σταμάταγε, τελικά μπήκα σε έναν που είχε ήδη πελάτη και με άφησε 2 τετράγωνα πιο μακριά από το σταθμό... Άσε, πίκρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταξιτζής.

- Σανίδωσέ το ρε τάριφμαν, θα χάσω την πτήση.

Με την καλή έννοια (από Khan, 26/04/13)

Δες και ταρίφας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταξιτζής, από παράφραση του ονόματος, του γνωστού Αιγύπτιου ηθοποιού Ομάρ Σαρίφ. Πέραν της εύκολα κατανοητής παράφρασης, η φράση προσφέρει και το επιπλέον εφέ της ανάδειξης οπτικών συνειρμών με μεγάλο μέρος της ευγενούς τάξεως των ταριφέων, δηλαδή μαυριδερός, μουστάκι, ανατολίτικο στυλ (ειδικά για τουρίστριες Βορείων χωρών).

Δυστυχώς για τον πραγματικό Ομάρ (γενηθείς ως Michel Demitri Chalhoub), οι δικοί μας ταρίφες συνήθως δεν διαθέτουν τα προσόντα του, δηλαδή κοσμοπολίτικο αέρα, γνώση ξένων γλωσσών (μιλάει εξαιρετικά Αραβικά, Αγγλικά, Ελληνικά και Γαλλικά, ενώ λιγότερο καλά Ιταλικά και Τουρκικά) και εξαιρετικό ταλέντο στο χαρτοπαίγνιο μπριτζ.

Συγνώμη Ομάρ, οι δικοί μας είναι αμφίβολο αν μιλάνε ακόμα και Ελληνικά, αλλά σαν και εσένα, από υποκριτικό ταλέντο οι περισσότεροι σκίζουν!

- Τι ώρα πετάμε αύριο;
- Στις 10. Θα περάσει ο Ομάρ Ταρίφ να μας μαζέψει στις 8.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Αθηναίοι ταξιτζήδες (ή ταρίφες), λόγω του κίτρινου χρώματος που έχουν τα ταξί στην Αθήνα.

- Μου τη σπάει η κίτρινη φυλή! Οι περισσότεροι από αυτούς την έχουν δει άρχοντες του δρόμου επειδή απλά και μόνο έχουν μεγάλη πείρα!

Βλ. και σχετικό λήμμα κιτρινιάρης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μετροπόντικας είναι ο ειδικός εκσκαφέας που χρησιμεύει για τη διάνοιξη σήραγγας στην κατασκευή του μετρό. Όπως λέει άλλωστε και το Σιδηρό Προσωνύμιο, η λέξη μετροπόντιικας προέρχεται από παράφραση της λέξης τυφλοπόντικας, αφού η υπόγεια κίνηση του παρομοιάζεται με την κίνηση του τυφλοπόντικα που σκαλίζει προκειμένου να κινηθεί. Εδώ λοιπόν αναδεικνύεται η ιδιότητα κλειδί για το συγκεκριμένο ορισμό που είναι η φράση «χαμηλό επίπεδο».

Στη συγκεκριμένη λοιπόν περίπτωση, η φράση του λήμματος, έχει απαξιωτικό χαρακτήρα και εκφράζει το συμπέρασμα κάποιου σχετικά με το επίπεδο κάποιου άλλου (βλ. παραδείγματα 1,2), ή κάποιας ομάδας ατόμων (βλ. παράδειγμα 3) που, κατά τη γνώμη του, είναι χαμηλό. Προκειμένου δε, να δώσει έμφαση στην άποψη του, βρίσκει και καλά... το επίπεδο του θεωρούμενου ατόμου ή της θεωρούμενης ομάδας, χαμηλότερο από το υπόγειο επίπεδο εκσκαφής του μετροπόντικα.

Σημείωση
α) Ως επίπεδο μπορούμε ανάλογα με την περίπτωση να μιλάμε: για νοητικό επίπεδο παραπέμποντας σε άτομο με άι κιού ραδικιού (βλ. παράδειγμα 1), για επίπεδο πνευματικής καλλιέργειας (βλ.παράδειγμα 2), για επίπεδο ευθύνης (βλ. παράδειγμα 3) κ.λπ.
β) Πολλές φορές, μετά τη λέξη «χαμηλότερο», ακολουθεί μικρή παύση για να προετοιμάσει τον άλλον για τη συνέχεια της φράσης (επίπεδο μετροπόντικα).
γ) Στο λήμμα η λέξη «χαμηλότερο» μπορεί να αντικατασταθεί και με τη λέξη «χειρότερο».
δ) πολλές φορές σε μια τέτοια συμπερασματική φράση μπορεί να γενικεύονται κρίσεις ατεκμηρίωτα (βλ.παράδειγμα 1)

  1. - Καλά ρε μαλάκα, πώς σφουγγαρίζεις έτσι; Αχρηστος είσαι. Σκατά! τα 'κανες. Κοίτα να μαθαίνεις (του δείχνει).
    - Α έτσι έπρεπε; Δεν ήξερα.
    - Καλά... Απ' ό,τι φαίνεται... έχεις επίπεδο χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Παραδέξου το.
    - Κάτσε ρε... Αυτό δεν το 'ξερα... Οκ. Μη γενικεύεις όμως.

  2. - Είσαι μαλάκας, είσαι μουνόπανο, είσαι αρχίδι, δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο είσαι.
    - Βρίσε, βρίσε, βρίσε. Όσο βρίζεις, τόσο θα ενισχύεις τη γνώμη μου για το επίπεδο σου.
    - Τι εννοείς;
    - Εννοώ πως έχεις επίπεδο χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Αατα

  3. - Εκεί στη δημόσια υπηρεσία που δουλεύουμε, προκειμένου να 'χουμε λούφεν_ τούφεν, στέλνουμε που και που, δουλειά που μπορούμε να την κάνουμε, σε υποκατασκευάστριες εταιρείες. Δεν υπάρχει άλλος λόγος πέρα απ' τη λούφα μας. Κάτι οι επιδοτήσεις, κάτι οι κρατικές ενισχύσεις, τη βγάζουμε κοτσάνι.
    - Και μπορείτε;
    - E... Λες να μην έχουμε βρει τρόπους;Σαράντα χρόνια...
    Του εξηγεί: μπλα... μπλα... μπλα...
    - Ε, πάει και τελείωσε. Έχετε επίπεδο χαμηλότερο... κι από επίπεδο μετροπόντικα.Νισάφι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο οδηγός του τρόλεϊ. Ακούγεται για ελληνικούρα, αλλά και οι ίδιοι έτσι αυτοαποκαλούνται. (βλέπε το blogspot troleatzis). Είναι απίστευτο αλλά έχουν κάνει ιστοσελίδα για την πάρτη τους, με σχετικό περιεχόμενο.

  2. Η άλλη έννοια φυσικά είναι ο γνωστός σε όλους καλικάντζαρος τρολ, από τη σκανδιναβική μυθολογία, που του αρέσει να αναστατώνει ιστοσελίδες μπαίνοντας στη μύτη των υπολοίπων μελών. Μεγαλύτερη ικανοποίηση του φυσικά οι αντιδράσεις και τα σχόλια. Αυτά αποτελούν τροφή του τρολεατζή. Ο καλύτερος τρόπος για να σταματήσει είναι να μην τον ταΐζουμε...

- Έχει μπει ένας τρολεατζής εδώ και κάνα δυο μέρες στο slang.gr, και τα έχει κάνει πουτάνα.
- Σοβαρά; Είναι και μπαγαποντοδότης;
- Όχι, αλλά ανεβάζει διαρκώς ασυναρτησίες μαζεμένες και θάβει τα καλά λήμματα από τα «πρόσφατα.» (μπαγαποντοθάψιμο;;;;)
- Α τον άθλιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, ως εισπράκτωρ ορίζονταν ο εργαζόμενος εις τα λεωφορεία, ο οποίος ήτο καθήμενος εν τω μέσω του οχήματος και εισέπραττε χρηματικό αντίτιμο του εισιτηρίου, ήτοι ναύλα.

Ο εισπρώκτορ (εκ των λέξεων: εισπράκτορας + πρωκτός) δεν εισπράττει χρήματα αλλά πέη παρά τον πρωκτό, ήτοι καυλ(ι)ά.

Ενίοτε η λέξη χρησιμοποιείται αναλλοίωτη μετά της σχετικής κινήσεως (σχηματισμός κύκλου αυξομειούμενης διαμέτρου με τον αντίχειρα και τον δείκτη, δηλωτικού της κινήσεως της πρωκτικής οπής του ομοφυλόφιλου κατά την... πρωκτοδιεύρυνση!).

Ευτέρπη: «Α, κοίταξον! Ο Νικόλας! Οποίος ανδρας!» Χαρίκλεια: «Ματαιοπονείς φιλτάτη! Ούτως ανήρ, εστί... τοιούτος ανήρ! Ήτοι εισπρώκτωρας!»
Ευτέρπη: «Οϊμέ!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified