Υβριστικά ο Ελλαδίτης, αποκαλούμενος έτσι από Ελληνοκύπριο.
- Καλά με πουστοκαλαμαράδες κάνεις παρέα;
Υβριστικά ο Ελλαδίτης, αποκαλούμενος έτσι από Ελληνοκύπριο.
- Καλά με πουστοκαλαμαράδες κάνεις παρέα;
Got a better definition? Add it!
Στη συνείδηση του Ελλαδίτη, οι Κύπριοι έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:
1. Όνομα και επίθετο είναι ίδια (πχ. Νίκος Νίκου)
2. Βάζουν παντού ν (πχ. εις την Τζύμπρον)
3. Κοτσάρουν αγγλικές λέξεις (anyway, τι άλλα;)
-Πως σε λένε φίλε;
-Γεράσιμο Γερασίμου.
-Κύπριος είσαι;
Got a better definition? Add it!
Κατ' αρχήν κουμπάρος είναι ο συνέταιρος στο έγκλημα που λέγεται γάμος, κατέχων μάλιστα την τιμητική και εξόχως σημαντική θέση του εκτελεστή.
Βέβαια η καλοκάγαθη φύση του Έλληνος θεωρεί τον κουμπάρο φιλικό και άκακο ον, με αποτέλεσμα η προσφώνηση «κουμπάρε» να είναι συνώνυμη με άλλες τιμητικές / θετικού χαρακτήρα προσφωνήσεις όπως πρόεδρε, αρχηγέ, ψηλέ, μάστορα, γιατρέ μου, δικέ μου, πατριώτη, φίλε, φιλάρα, παληκάρι, αδερφέ και διάφορα άλλα που μου διαφεύγουν (όχι για πολύ).
Οι πρώτοι διδάξαντες στη συγκεκριμένη προσφώνηση είναι οι Κύπριοι αδελφοί μας που τη χρησιμοποιούν με την ίδια συχνότητα που εμείς οι καλαμαράδες χρησιμοποιούμε το «μαλάκα».
1
- Γεια σου ρε Νώντα τσίφτη, τι χαμπάρια;
- Έλα ρε κουμπάρε, χαθήκαμε. Πάμε για κανα ουζάκι να τα πούμε με την ησυχία μας.
2
- Πόσο έχει αυτό εδώ το μπλε;
- 59 ευρώ.
- Ε, ρε κουμπάρε, όχι και 59. Να σου δώσω 50 και να το πάρω να είμαστε εντάξει;
- Να μου δώσεις 50 και να μου δώσεις κι άλλα 9 και να το πάρεις όπου θες αδερφέ.
Got a better definition? Add it!
Έτσι αποκαλούν αρκετοί Κύπριοι ειρωνικά τους Έλληνες. Αυτοί πιστεύουν πως οι Έλληνες είναι παραμυθιασμένοι με το λόγιο στυλ τους, τη χώρα τους, τον πολιτισμό τους.
Κύπριος: Ο Καλαμαράς ξέρει τα πάντα, για τα πάντα και πάντα έχει δίκιο. Θεωρεί πως τα νησιά του Πάσχα είναι Ελληνικά, πως η Αμερική ανακαλύφθηκε από τον Οδυσσέα, πως οι Έλληνες έχουν διαφορετικό DNA κλπ.
Οι Έλληνες θεωρούν πως όλοι οι άλλοι λαοί θέλουν να είναι Καλαμαράδες, αλλά δεν μπορούν. Γι' αυτό αδικούν την Ελλάδα στις διεθνείς οργανώσεις, επειδή ζηλεύουν. Θεωρούν πως η Ελλάδα έδωσε τα φώτα του πολιτισμού στον κόσμο.
Λένε πάλι πως η φέτα είναι το καλύτερο τυρί. Τα υπόλοιπα είναι άσπρα και κίτρινα σκατά.
Got a better definition? Add it!
Το μουνί, εις την Κυπριακήν, μτφ. ο δειλός άνθρωπος. Επίσης συναντάται και ως το πουττίν.
- Πουττίν σσιιστόν, πουττίν πελλόν, εννά σε κουπανήσω τζι ολόϊσια στην τρύπαν σου σαν ταύρος θα ορμήσω!
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Κύπριοι που έχουν γεννηθεί και μεγαλουργούν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ομιλούν ένα ιδιαίτερο ιδίωμα, παντελώς ακατάληπτο τόσο από τους Άγγλους όσο και από τους Κυπρίους. Εκ του B.B.C. (British Born Cypriot).
Κυπριακή αργκό.
- Πάμε για chopping;
- Παναγία μου, η νύφη του Τσάκι θέλει να με διαμελίσει!
- Χαλάρωσε, το κορίτσι είναι μπιμπισού και θέλει να πάει για ψώνια!
Δες και τσάρλης.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που πιστεύει και υπηρετεί τον πούτο, το μουνί στην κυπριακή. Ιδιαίτερη σημασία έχει η κυπριακή προφορά της λέξης, που αν προσπαθήσουμε να την αναπαραστήσουμε γραπτώς θα ήταν κάπως έτσι: πππππουτττόππππιστος.
Συνώνυμα: μουνοείλωτας, μουνόδουλος
- Θα 'ρθεις στου Κώστα το βράδυ; Παίζει ο Θρύλος και έχουμε κανονίσει π. μπ. μπ.
- Δε νομίζω ρε, θα πάμε με την Αννούλα σινεμά, στο καινούριο της Μεγκ Ράιαν…
- Πόσο πουτόπιστος μπορεί να είσαι…
Σχετικά: μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, χαζομούνης
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό όνομα Charlie, απαξιωτικός χαρακτηρισμός για τους Κυπραίους της Αγγλίας δεύτερης και τρίτης γενιάς - είναι οι λεγόμενοι μπιμπισήδες (εκ του B.B.C.= British Born Cypriots).
Πέραν του εθνολογικού, οι τσάρληδες παρουσιάζουν και μεγάλο γλωσσικό ενδιαφέρον. Πρώτη τους γλώσσα είναι, με διαφορά, τα Εγγλέζικα αλλά μεταξύ τους μιλούν και ένα ιδιότυπο ιδίωμα που ενσωματώνει σε μια παλιομοδίτικη Κυπραίικη διάλεκτο κάποιους εξελληνισμένους τύπους αγγλικών λέξεων και κατασκευασμένα αγγλο-ελληνικά συντακτικά σχήματα.
Ορισμένα παραδείγματα:
Εννοείται ότι αυτό το ιδίωμα το καταλαβαίνουν μόνον οι τσάρληδες - ούτε οι Κύπριοι της Κύπρου ούτε, βέβαια, οι Ελλαδίτες ή οι Εγγλέζοι.
- Όι, γκορού ... εν πορεί ο χάσπας μου να 'ρτει στο φισσάτικον ... all weekend ένει πολλά busy ... χαρτωνει το κιτσιούι ... να κάμω έναν άλλον suggestion ... είπες τον τον Τσάρλη αν πορεί;
Βλ. και πορνοβοσκός, ο, pimp αλλά και δώσε κώλο στον ρουφιάνο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κουράδα στα κυπριακά.
Εδώ:
Οι «κότσιροι» απέκτησαν και ονομασίες! Κάθε ένας έχει χρόνια τη χάρη, αλλά δεν είχε το όνομα!
Έχουμε και λέμε λοιπόν:
Κότσιρος «Βungee jumping» :
Αυτός ο κότσιρος θα κρεμαστεί όλος από τον κώλο σας μέχρι να πέσει στο νερό.
Κότσιρος «κομάντο» :
Γλυστράει τόσο ομαλά και καθαρά που δεν τον νιώθεις. Κανένα ίχνος στο χαρτί, πρέπει να κοιτάξεις στη λεκάνη για να σιγουρευτείς ότι βγήκε.
Κότσιρος «ΒΙG SPLASH» :
Αυτός ο κότσιρος χτυπάει το νερό πλαγίως και κάνει ένα μεγάλο SPLASH που βρέχονται τα κωλομέρια σου!
Κότσιρος «Κινγκ Κονγκ» :
Αυτός ο κότσιρος είναι τόσο μεγάλος που είσαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να πέσει αν δεν τον κόψεις σε μικρότερα κομμάτια. Αυτό το είδος συνήθως συμβαίνει όταν είσαι σε σπίτι άλλου.
Ο ορισμός τροποποιήθηκε κατόπιν αιτήματος του λημματοδότη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο άνθρωπος που προσαρμόζει ένα γεγονός ανάλογα με το συμφέρον του. Αυτός που λέει εύκολα ψέματα, με το κατάλληλο πιστευτό ύφος.
Χρησιμοποιείται καθημερινώς στην Κύπρο.
Κλασικοί λαφαζάνηδες, θεωρούνται οι πραγματάδες και οι δικηγόροι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified