Ο τσουτσουνοπαίκτης στα κυπριακά.

Βλ. λήμμα μούτσος.

- Μουτσοπαίκτη πουστοκαλαμαρά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ξεμουνιάστηκα στην Κυπριακή patois. Χρησιμοποιείται με την έννοια του ξεπατώθηκα ή ξεκωλώθηκα και αναφέρεται σε υπερβολές στο σεξ, στο φαγητό ή και σε άλλες ηδονές.

Εκ του Κυπριακού σσιήστοςμουνί») > σχιστό > σχισμή.

Διάλογος Α’

Gatzman: - Πέρι, εσύ που έζησες κάποιον καιρό στην Κύπρο, το πισωκολλητό εκεί τι θεωρείται: α) Οθωμανικό, β) Greek Style, γ) Κυπριακό, δ) Ελληνοκυπριακό, ε) Τουρκοκυπριακό, ή ζ) Αγγλικό ;

Πέρι: - Κανένα από τα παραπάνω. Το πλέον ευρύπρωκτο αποσσιήστωμα θεωρείται το Αφρικανικό, όλα τα άλλα είναι κοινές οδοντόκρεμες!

Διάλογος B’

Πιέρ:- Αποστηιστωθήκαμε στα κουπέπια το χαλούμι και την λούντζα!

Πανίκος: - Σταμάτα να μιλάς τζιέ πέσε τσαχμέ να αποσηιστωθούμεν στην κκαρκόλλαν, μελαψέ μου Γαλάτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σπασίκλας για τους κύπριους.

Γενικά δεν έχω σκοπό να κατακλύσω το σάιτ με κυπριακούρες, φρονώ εντούτοις πως η συγκεκριμένη λέξη πρέπει να μνημονευθεί δια τους εξής λόγους:

  1. Σε αντίθεση με τον ελλαδικό σπασίκλα, το σπάσμα είναι ουδέτερο, αφαιρεί δηλαδή από τον καλό μαθητή που όλοι φθονούν την πολύτιμη ιδιότητα του γένους, αρσενικού ή θηλυκού. Ένα αγόρι-φυτό χάνει την αρρενωπότητά του, ένα κορίτσι-φυτό χάνει τη θηλυκότητά του. Αμφότερα μεταβάλλονται σε ''όντα'', ''πλάσματα'', χωρίς ουσιαστική ταυτότητα, με ζωή υποτυπώδη ωσάν του φυτού, με μόνη ασχολία το διάβασμα, κάτι που τη σπάει απίστευτα κι ανυπόφορα στους άλλους, τους ''φυσιολογικούς''. Εξ ου και σπάσμα.

  2. Το ''σπάσμα'' παραπέμπει συνειρμικά στους σπασμούς, οι οποίοι σπασμοί παραπέμπουν γενικά σε κουλαμάρες, αναπηρίες, σακατιλίκια κλπ, κι όλα αυτά (εμένα τουλάστιχον) μου θυμίζουν Στίβεν Χόκινγκ, το προαιώνιο αρχέτυπο του φυτού/σπάσματος/σπασίκλα. Θα μου πεις τώρα πήγες Πατήσια-Ομόνοια μέσω Νέας Υόρκης, αλλά anyway...

  3. To ''σπάσμα'' κάνει σε πιο αρχαιοπρεπές, βρε αδερφάκι μου, σε σχέση με το ''σπασίκλας'', που όσο κι αν πεις είναι κατά τι πιο λαϊκουτζούρικο (ιδίως εκείνο το σύμπλεγμα ''κλ'' κάνει κάτι σε ''κλανιά'', ''σπασοκλαμπάνιας'', ''κλαπαρχίδας'' κ.ο.κ.). Κλίνεται άλλωστε κατά την γ' κλίση: το σπάσμα, του σπάσματος, τω σπάσματι... Άντε μην κατεβάσω κανένα σεντόνι τώρα για τους αδελφούς μας τους κύπριους που διατηρούν ανόθευτη τη γλώσσα των προγόνων μας κ.λπ. κ.λπ. και μας πάρουν όλους τα ζουμιά...

- Άτε κόρη κάτσε θκίβασε τσε λλίον λαλώ σου...
- Άισμε ρε μάμμα, εζάλισες με.
- Αρωτώ σε ρα, ίντα μπουννακάμεις εις την ζωήν σου; Να θωρείς την Κούλλα του Πελλογιωρκή τσε να πκιάννεις παράδειγμα.. Έν πολλά καλή μαθήτρια..
- Όι μάμμα, τούτον εν σπάσμα, έντζεν άθρωπος.

Δες και σπάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασίλισσα των ύβρεων, μας έρχεται απευθείας από την ορεινή ενδοχώρα της Μαρτυριάρικης Μεγαλονήσου.

Σαραντάσπορος είναι αυτός που έχει γίνει από σαράντα σπόρους, ήτοι σαράντα διαφορετικά σπέρματα. Για να το κάνουμε ακόμη πιο φραγκοδίφραγκο, είναι αυτός του οποίου η μάνα έμεινε έγκυος τον ίδιο, αφού πρώτα την έχυσαν σαράντα διαφορετικοί άντρες.

Ο σαραντάσπορος έχει σαράντα διαφορετικούς πατεράδες, όπως ακριβώς ο περιβόητος Freddy Krueger (Εφιάλτης στο δρόμο με τις Λεύκες), του οποίου η μητέρα, η Amanda, νοσηλεύτρια σε άσυλο ψυχοπαθών, κλειδώθηκε κατά λάθος κάποια νύχτα μέσα στο άσυλο, όπου βασανίστηκε και βιάστηκε επανειλημμένα από δεκάδες ψυχάκηδες και κάθε είδους αποβράσματα. Το αποτέλεσμα ήταν βέβαια ο Φρέντυ.

Αν και γνωρίζουμε πολύ καλά οτι είναι αδύνατο κάποιος να έχει πάνω από έναν φυσικό πατέρα (εφόσον όσα τρισεκατομμύρια διαφορετικά σπερματοζωάρια και να μπουν στη μήτρα, ένα μόνο θα επικρατήσει και θα γονιμοποιήσει το ωάριο), το λαϊκό φαντασιακό δεν αποκλείει διόλου αυτή την ελκυστική προοπτική, αρνούμενο να υπακούσει στους βαρετούς κανόνες της γραμμικής αριστοτελικής λογικής.

Στο ίδιο κλίμα με το σαραντάσπορος, στην Κύπρο (αλλά και σε πολλά άλλα μέρη) παίζει πολύ και το τουρκόσπορος , αυτός δλδ του οποίου πατέρας δεν είναι αυτός που όλοι επισήμως αναγνωρίζουν ως πατέρα του, αλλά κάποιος περαστικός τούρκος με τον οποίο γαμιόταν η μάνα του.

Αυτά για να θυμηθούμε λίγο, πως, αν και βρισίδια υπάρχουν πολλά και χοντρά, σαν τα χωριάτικα βρισίδια δεν έχει. Αυτά είναι που πραγματικά σπάνε κόκαλα. Διότι στο χωριό, όταν τρως στη μάπα τα ίδια 20 άτομα για μια ολόκληρη ζωή, επόμενο είναι να σιχαθείς και να μισήσεις (ορισμένους τουλάχιστον) ως εκεί που δεν πάει άλλο. Στο χωριό, οι δικλείδες ασφαλείας για την εκτόνωση κοινωνικών εντάσεων, που αφθονούν στην πόλη, είναι εκ των πραγμάτων πολύ περιορισμένες. Μια από αυτές είναι οι λεκτικοί διαξιφισμοί, ύβρεις αλλά και κατάρες πολύ συχνά (κι ακούς στα χωριά κάτι κατάρες να σου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο). Και η ανθρωπολογική διατριβή μου παίρνει εδώ τέλος να μη μου λέτε πως γράφω μυθιστορήματα.

(μητέρα και κόρη, στο χωριό)

- Μάμμα, αρέσκει μου πολλά ο Πανίκκος της Θεκλούς. Θέλει με che τούτος che εν να παντρευτούμε..
- Μα επέλλανες τέλλεια κόρη; Επήρες το πόφαση να μας καταστρέψεις;
Μα ένι ξέρεις πκιός εν ο παπάς τούτου του μιτσή; - Όϊ ένι ξέρω..
- Άκου che εν να μάθεις. Παπάς του εν ο Στιλλής του Πελλογιωρκή, ο σαραντάσπορος.
- Ίντα μπου εν να πει τούτη λέξη πάλε;
- Εν πολλά κακόν πράμα. Σα μμιαλώσεις che γίνεις γέναικος εν να σου πω..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη Κυπριακή καθομιλουμένη, η λέξη χρησιμοποιείται με την έννοια του κερατά, δηλαδή κάποιου που του τα φορά η γυναίκα του.

«ρε τον ππουστοπεζζέβεγκον ιντα με περιπέζει;
λαλεί εν εις τον καφενέν ττάβλιν μιτά σου παίζει... » από εδώ.

Επίσης, ορισμός: «ππεζεβένγκης (ο) ουσ. (πληθ. οι ππεζεβένγκηες) ο κερατάς»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κύπρος) Ντυμένη προκλητικά προς άγρα αρσενικών. Αρνητικός χαρακτηρισμός, λέγεται συνήθως από γυναίκα για γυναίκα κοροϊδευτικά και με έναν τόνο ζήλιας. Συνεπώς, η αναφερόμενη πρέπει να είναι όχι απλά σενιαρισμένη στην τρίχα αλλά μάλλον να λατερνοφέρνει, όχι απλά παρφουμαρισμένη, αλλά μάλλον προς το παστωμένη, και τα λοιπά και τα λοιπά.

Για την προέλευση της έκφρασης, ενώ η εύλογη (για έναν καλαμαρά) ερμηνεία θα ήταν ίσως το ευπαρουσίαστο ενός περιποιημένου εδέσματος κότας, ο κύπριος που έχω εδώ πρόχειρο μου εξήγησε ότι κόττα είναι προστακτική του ρήματος κοττώ που σημαίνει «παίρνω», ενώ το ρεπανάκι αναφέρεται στο πέοςμε το συμπάθιο.

Η ετυμολόγηση φαίνεται ακόμη ευσταθέστερη αν έχουμε υπόψη, όπως μου λένε, πως στην Κύπρο ως ρεπανάκι δηλώνεται το ελλαδίτικο (λευκό) ρεπάνι, ή αλλιώς ρέβα, το οποίο σε σχέση με το κόκκινο είναι κάπως μεγαλύτερο, μακρουλότερο και λευκότερο –αν και όχι και τόσο πικάντικο, πράγμα που οδηγεί μοιραία την κουβέντα σε φιλοσοφικότερα ερωτήματα περί ποιότητα, ποσότητα, ευ, πολλώ και άλλα δε δαιμόνια...

Έν επρόλαβεν ν' αποσαραντώσει ο μακαρίτης, τζι' εβγήκεν 'πόξω, πού 'ν' η πλατεία, πού 'ν' ο καφενές, με τα κολιέρκα της, τα δαχτυλίθκια της, κόττα ρεπανάκι.
(από τον κύπριο που έχω πρόχειρο)

Η ρέβα - οπτικά, πιο πολύ γογγύλι παρά ρεπάνι (από poniroskylo, 01/08/09)Ένα αξιόλογο άσπρο ρεπάνι, της ποικιλίας Daikon (από poniroskylo, 01/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και στις στρατιωτικές μονάδες της ΕΛΔΥΚ στην Κύπρο και έχει την ίδια σημασία με το ποντίκι, ποντικαρά, κλπ, του νέου δηλαδή, που τον τρέχουν παλιοί και καραβανάδες.

Συχνά πέφτουνε και κεράσματα φρέσκου καρότου όταν υποδέχονται οι παλιοί τους νιούφηδες, τοποθετώντας το καρότο στο κρεβάτι του.

  1. - Τι κοιτάς ρε κουνέλι; Όπως είσαι...μια σκέτη φράπα με πολλά παγάκια... έφυγες....

  2. - Γερμανικό σκοπέτο, κουνελάκι; Δεν πιστεύω να χαλιέσαι;

(από Vrastaman, 27/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ὁ ὀκνός, ὀκνηρός, βραδύς, τεμπέλης, στὰ κυπριακά.

Ὀκνός > ὀκουνός > κουνός > κούννος. Ἡ σταδιακὴ μεταλλαγὴ ἀρχίζει μὲ τὴν προσθήκη βραχέος, εὐφωνικοῦ -ου-, γιὰ νὰ χωρισθοῦν τὰ δύο ἄφωνα σύμφωνα. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα τὸ παίρνει ὁ διάολος: Ὁ διπλασιασμὸς τοῦ ν γίνεται προκειμένου νὰ διατηρηθῇ ἡ βραχύτης τοῦ -ου-, μετὰ τὸν ἀναβιβασμὸ τοῦ τόνου.

Ἡ ἀρχικὴ ἑλληνικὴ ἑτυμολογία εἶναι ἀπὸ τὸ ὄκνος, ποὺ σημαίνει φόβος δειλία, δισταγμός, ἀπροθυμία, ἐνδοιασμός, καὶ κατ' ἐπέκτασιν βραδύτης ἀπὸ δειλία, ἀναποφασιστικότητα ἢ σωματικὴ κόπωσι. Ἡ περαιτέρω ἐτυμολόγησις εἶναι σκοτεινή.

(Διάλογος)
- Ἔντζε σούζεις chὲ σὺ λῆον τὸν κόλλον σου, ρέ Ἀchιλλέα;
- Ἄφησ' τον, μ' ἐένν τοῦ μιλλεῖς, ἐν κούννος τέλλεια, ρέ κουμπάρε!

Τουτέστιν:
- Δὲν κουνᾶς καὶ σὺ λίγο τὸν κῶλο σου, ρὲ Ἀχιλλέα;
- Ἄστονε, μήν τοῦ μιλᾶς, εἶναι τελείως ὀκνηρός, ρὲ κουμπάρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από δύο τραγούδια - ύμνους στους Τυπικούς Κύπριους του Andy Ahana στο YouTube.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα, η έκφραση ξεπέρασε τον ψηφιακό κόσμο και τέθηκε σε καθημερινή χρήση, ως το τοπικό συνώνυμο του κλασσικού μαλάκα Έλληνα ή Ελληνάρα.

Τείνει δε να αντικαταστήσει τον παραδοσιακό χαρακτηρισμό Ττοππουζοκυπραιος.

  1. Αν νιώθεις θιγμένη επειδή κάποιος έφκαλε τραγούδι που μιλά για τις typical Κυπραίες μάλλον εν επειδή είσαι typical Κυπραία που φορείς τακούνια με κολάν τζαι κολάν με κοντό παντελόνι (άμεση αναφορά στο βίντεο Typical Kyprea από blog)

  2. Η κοινωνία μας καίγεται και ο «Typical Κυπραίος» ψήνει σούβλα (χρήση σε blog χωρίς άμεσο συσχετισμό με το βίντεο)

  3. Είσαι τέλλεια ττύπικαλ κυπραίος ρε μαλάκα! Χώρε ίνταλως εππάρκαρες! (σε καθημερινό λόγο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Κύπριος, περιπαικτικά, υποτιμητικά ή και υβριστικά, ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Από το χαρακτηριστικό ομώνυμο είδος κυπριακού τυριού.

Πρβλ. και τυρί για τους Λαρισαίους. Επίσης αυστριακοί, πουστοκαλαμαράδες, παγουράδες, γκασμάδες και άλλα πολλά.

  1. Από εδώ:

[...] είναι κάτι θερμοκέφαλοι τύποι που ακολουθούν κατά πόδας τον Μάλαμα [και τον Θανάση Παπ/νου] και φωνάζουν γηπεδικά συνθήματα υπερ του Μάλαμα ενώ γιουχάρουν τον Ιωαννίδη φωνάζοντάς τον χαλούμι(!). Τους την είπε στα ίσια ο Αλκίνοος αλλά οι τύποι δε μασάνε και συνεχίζαν να βρίζουν τον Ιωαννίδη. Μάλιστα όταν τραγούδησε τον Κεμάλ των Χατζιδάκι-Γκάτσου, φώναζαν «Καληνύχτα Ρεμάλ!» Γέλασα με την ευρηματικότητά τους αλλά στην τελική δεν είναι και τόσο αστείο πράγμα ο φανατισμός. [...]

  1. Από εδώ:

Ρε παιδιά γιατί μπλέκετε την πολιτική με το ποδόσφαιρο;Μιλάμε για έναν συγκεκριμένο ποδοσφαιρικό αγώνα.Εγώ θα είμαι στο γήπεδο και θα βρίσω και την Κύπρο και τους Κύπριους.Όπως βρίζω τη Μακεδονία,την Κρήτη,τα Γιάννενα,τα Τρίκαλα τη Ρώμη και τη Βρέμη.
Γιατί όταν είμαι στο Καραισκάκη είμαι Ολυμπιακός,δεν είμαι ούτε Μακεδόνας,ούτε Κύπριος,ούτε Κρητικός.Να πά να πηδηχτούν όλοι τους μόνο ο Ολυμπιακός υπάρχει μεσα στο Καραισκάκη.Όταν τελειώσει ο αγώνας είμαστε και με τους Κύπριους και με όποιον γουστάρει ο καθένας.
Αλλά δεν μπορώ να ακούω παραινέσεις μην βρίσετε τους Κύπριους γιατί τους πήραν το νησί οι Τούρκοι.Ε τότε να μην βρίζουμε και τα χανούμια που είναι πρόσφυγες;Και τους μπαοκτσήδες μήπως;Μήπως και τους βάζελους που είναι Έλληνες,αδέρφια μας και αυτοί;

Μπινελίκι και ξανά μπινελίκι από το ζέσταμα μέχρι να φύγουν με σκυμμένο κεφάλι τα χαλούμια. Μονάχα Ολυμπιακός.

  1. Από εδώ:

Είναι να τρελαίνεσαι με αυτή την ομάδα! Τη μία σε έχει στα ουράνια με τα ντόρτια και τις πεντάρες σε Χέρτα και Μπενφίκα και τη μία στα τάρταρα με εμφανίσεις όπως της Ανόρθωσης και η χθεσινή με τη Σεντ Ετιέν. Γίνεται το καλοκαίρι η κλήρωση με την κυπριακή ομάδα και πανηγυρίζει όλο το σύμπαν με τη σίγουρη πρόκριση. Κι έρχεται το… χαλούμι σε συσκευασία τριών τεμαχίων. [...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified