Further tags

Η μελαμψή οικιακή βοηθός στην Κύπρο.

- Πρέπει να καθαρίσω το σπίτι και δεν έχω καθόλου χρόνο! Τί να κάνω;
- Μη σκας. Θα σου στείλω εγώ τη μαυρούα μου να σε βοηθήσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό ή μειωτικό του «καλαμαρά» εις την Τζυμπριακήν.

Να σημειωθεί ότι η κατάληξη -ούι αποτελεί εμβληματικό γαμοσλανγκοτέτοιο στην μαρτυριάρικη μεγαλόνησο.

- Τι περιμένουμε δηλαδή από τον απλό κοσμάκη να σκεφτεί; Πώς θα εκφραστεί ο αγανακτισμένος μεσήλικας φορτηγατζής που χάνει τη δουλειά του, επειδή ένα νεαρό «καλαμαρούι», αναζητώντας απεγνωσμένα μεροκάματο για να σταθεί στα πόδια του, να φάει, να κοιμηθεί κάπου, να μετακινηθεί, τελικά ανεβαίνει στο τιμόνι του φορτηγού με τα μισά λεφτά από τον ντόπιο και σε αρκετές περιπτώσεις χωρίς κοινωνικές ασφαλίσεις, με την κουβέντα: «Ας αρχίσουμε και βλέπουμε»… (συγκλονιστικό άρθρο της Κυπριακής «Καθημερινής» για Ελλαδίτες οικονομικούς μετανάστες, δαμαί)

- Αν μας κατσει καλαμαρουι ακομα καλλιττερα 4. Εν μας ενοχλει τζιαι τοσο αν ειμαστε ουλλοι τουλαχιστον ολιγον γκευ. Τελος παντων..
(από Κυπριακό poushtoμπλόγκ, τζειαμαί)

- Ακομα θυμαμαι τισ μαθητριεσ να σκαρφαλωνουν στον τοιχο του στρατοπαιδου τησ ΕΛΔΥΚ για να δουνε κανα καλαμαρουι :D (τζειαχαμαί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νήσος Κύπρος, λόγω της συχνότητας που οι Κύπριοι χρησιμοποιούν την έκφραση κουμπάρος, όπως υπέδειξε και ο acg.

Άντε να έρθει το λελοπλάνο να μας πάρει από την Κουμπαρία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αεροπλάνο με τις λελοτουρμπίνες που μεταφέρει τον απολυόμενο πίσω στον τόπο προέλευσης. Λέγεται κυρίως για τους απολυόμενους από την ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου).

Χτες που περπατούσα στο δάσος άκουσα ένα λελοπλάνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κυπριακή διάλεκτος)
Ο γύφτος / ο άπλυτος / ο βρωμιάρης / αυτός που φοράει λερωμένα ρούχα.
(προφέρεται kilinjiros)

Επίσης λέγεται και κιλιντζιρούι

Πού να έρθω με αυτά τα ρούχα που είμαι σαν το κιλιντζιρούι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κυπριακή διάλεκτος) Αυτός που είναι εντελώς χάλια εμφανισιακά / ο γύφτος / ο βρωμιάρης.

Ρε καταχάλη, σήμερα είπαμε να βάλουμε όλοι τα καλά μας!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή σλανγκ που εκφέρεται όταν ο συνομιλητής μας λέγει το προφανές έχοντας την εντύπωση ότι προέβη σε κάποιο κοσμοϊστορικό breakthrough.

Το δε εξαίσιο έδεσμα ονόματι «ταχινόπιτα» θεωρείται των ων ουκ άνευ στη Κυπριακή ζαχαροπλαστική, εξ ου και η χρήση της τοιουτοτρόπως.

Η ανακάλυψη της ταχινόπιτας...

Τελικά οι περισπούδαστοι ερευνητές του Δημοκρατικού Συναγερμού, μαζί με τους υπόλοιπους βουλευτές της Επιτροπής Ελέγχου της Βουλής, ανακάλυψαν μετά από σοβαρές και εμπεριστατωμένες έρευνες έξι (6) χρόνων την ταχινόπιτα!

Ο εκπρόσωπός τους, μέλος της ομάδας έρευνας, ο κ. Γιώργος Γεωργίου, βουλευτής Αμμοχώστου του Δημοκρατικού Συναγερμού, με στόμφο και φουσκωμένος σαν παγώνι από περηφάνια για τη μεγάλη τους ανακάλυψη, μας ανακοίνωσε από τα τηλεοπτικά παράθυρα πως «πληρώσαμε πάνω από 32 εκατομμύρια ευρώ για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους Τουρκοκυπρίους από την ημέρα που άνοιξαν τα οδοφράγματα και πως τελικά έχουμε καταντήσει εμείς οι Έλληνες κάτοικοι της Κύπρου να είμαστε υποτελείς στους Τούρκους»!

[από εφημερίδα]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ὁ ὀκνός, ὀκνηρός, βραδύς, τεμπέλης, στὰ κυπριακά.

Ὀκνός > ὀκουνός > κουνός > κούννος. Ἡ σταδιακὴ μεταλλαγὴ ἀρχίζει μὲ τὴν προσθήκη βραχέος, εὐφωνικοῦ -ου-, γιὰ νὰ χωρισθοῦν τὰ δύο ἄφωνα σύμφωνα. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα τὸ παίρνει ὁ διάολος: Ὁ διπλασιασμὸς τοῦ ν γίνεται προκειμένου νὰ διατηρηθῇ ἡ βραχύτης τοῦ -ου-, μετὰ τὸν ἀναβιβασμὸ τοῦ τόνου.

Ἡ ἀρχικὴ ἑλληνικὴ ἑτυμολογία εἶναι ἀπὸ τὸ ὄκνος, ποὺ σημαίνει φόβος δειλία, δισταγμός, ἀπροθυμία, ἐνδοιασμός, καὶ κατ' ἐπέκτασιν βραδύτης ἀπὸ δειλία, ἀναποφασιστικότητα ἢ σωματικὴ κόπωσι. Ἡ περαιτέρω ἐτυμολόγησις εἶναι σκοτεινή.

(Διάλογος)
- Ἔντζε σούζεις chὲ σὺ λῆον τὸν κόλλον σου, ρέ Ἀchιλλέα;
- Ἄφησ' τον, μ' ἐένν τοῦ μιλλεῖς, ἐν κούννος τέλλεια, ρέ κουμπάρε!

Τουτέστιν:
- Δὲν κουνᾶς καὶ σὺ λίγο τὸν κῶλο σου, ρὲ Ἀχιλλέα;
- Ἄστονε, μήν τοῦ μιλᾶς, εἶναι τελείως ὀκνηρός, ρὲ κουμπάρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η λέξη χωριό στην κυπριακή διάλεκτο.

— Τάκη πού πας σήμερα;
— Πάω χωρκόν οικογενειακώς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε τα ντόρτια (τεσσάρες) στο τάβλι, οι παλιοί Κυπραίοι μάστορες του αρχαιότερου ίσως παιχνιδιού στον κόσμο.

Ούτως ή άλλως τα ντόρτια είναι τούρκικη λέξη, από το dört (= τέσσερα). Ντόρτια και τούρκοι ομοιάζουν ωστόσο και ηχητικά, ιδίως στην κυπριακή διάλεκτο με το βαρύ αξάν, όπου το τούρκοι προφέρεται τούρchοι.

Τέλος, με την προσωποποίηση της ζαριάς στον μεγαλύτερο μπαμπούλα του κυπριακού ελληνισμού, υποδηλώνεται η αξία της και ο καθοριστικός της ρόλος στη μετέπειτα εξέλιξη του παιχνιδιού. Ο φέρων τούρκους -όπως ο φέρων οιαδήποτε «μεγάλη» διπλή (πεντάρες, εξάρες)- απολαμβάνει την κωλοφαρδία του, προτιθέμενος να γαμήσει μανούλες και να στείλει τον αντίπαλο ταβλαδόρο για τσαγάκι. Ένα ευφυέστατο λογοπαίγνιο από ανθρώπες που έμαθαν χρόνια να ζουν με ένα τεράστιο οθωμανικό κωλοδάχτυλο απέναντί τους, έχοντας εν πολλοίς αναπτύξει μια θυμοσοφική και αυτοσαρκαστική στάση. Και στην Ελλάδα βέβαια οι σλανγκικές χρήσεις του Τούρκου κάνουν θραύση, βοηθούμενες και από την απόσταση ασφαλείας, που μας κάνει εν πολλοίς να ταυτίζουμε τους γείτονες μονάχα με κάποιες παραβιάσεις εναερίου χώρου στα δελτία των οχτώμιση... Εκεί κάτω όμως, στην Πράσινη Γραμμή, ο τούρκος είναι μια καθημερινή αμείλικτη πραγματικότητα. Ο αντίπαλος πρέπει να γελοιοποιηθεί και να αντιμετωπιστεί πρωτίστως στον τομέα της ψυχολογίας. Κάποιοι αυτό το λένε ρατσισμό, άλλοι το λένε ένστικτο επιβίωσης.

Και επί τη ευκαιρία να προσθέσουμε πως οι επιδόσεις στο τάβλι αποτελούν πηγή υπερηφάνειας και ανάτασης, όχι μόνο για μεμονωμένα άτομα (μάστορες), αλλά και για ολόκληρες περιοχές, οι οποίες διεκδικούν για λογαριασμό τους τον τίτλο της ταβλομητέρας, που βγάζει τους καλύτερους ταβλαδόρους. Αγαπημένος ελληνικός τοπικισμός. Προσωπικά έχω ακούσει από Έλληνες της Αιγύπτου (αιγυπτιώτες) να παινεύονται πως είναι οι καλύτεροι, όντας προφάνουσλυ εγγύτεροι εις την εξ ανατολών αρχαία ταβλική παράδοση. Για την ταβλοσύνη τους κομπάζουν επίσης συχνά οι διάφοροι πρίγκιπες της Δυτικής Όχθης (δυτικά προάστια της Αθήνας), που είναι μόρτες και λαϊκά και ντόμπρα και ξηγημένα παλικάρια κι αδικημένα απ' την πουτάνα την κενωνία. Εδώ κάπου το κόβουμε, μιας και υπεισέρχονται ευρύτερα ταξικά-κοινωνικά θέματα που δεν είναι της παρούσης.

- Τούρchοι!
- Μα πάλε;! Εν η τρίτη διπλή πω ην ώραν που αρκέψαμε! Ή περιπαίζεις μας ή εchοιμούσουν με τον Αράπη ψες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified