Ο ναρκομανής, το πρεζάκι.

Βλ. και πρέζονας.

Κοίτα ρε το ζέο, ούτε στα πόδια του δεν μπορεί να σταθεί.

(από Khan, 22/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζεται ο μεθυσμένος ως «χεσμένος απ' το αλκοόλ».

Πάλι ξέρναγες χθες το βράδι βρε χεζμεντέν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος μπορεί να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες ενός χανγκόβερ, κατέχοντας γνώση ανακατωτικής μαντζουνίων και ικανότητα διαχείρισης κρίσεων ανάλογη με αυτήν του μαγκάιβερ.

Ύψιστο αξίωμα πότη, καθώς τα χανγκόβερ είναι ο εξελικτικός μηχανισμός που επινόησε η πάνσοφος φύσις ούτως ώστε να μην πίνει ο πάσα ένας, αλλά μόνο αυτοί που είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες με ανδρεία.

– Ξυπνάω, μαλάκα, χτες μετά την καταστροφή και με τη μία κατεβάζω μισό νεροπότηρο με το ζουμί απ' τ' αγγουράκια τουρσί. Σε 5 ήμουνα τζιτζί.
Άτσα ο χανγκάιβερ!!

(από patsis, 17/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για κάποιο άτομο που δεν έχει ξανακαπνίσει τσιγάρο από μαριχουάνα.

-Ρε παιδιά παίζει κανα τσιγαριλίκι;
-Ρε σεις τι είπε η μαρι...χουάνα η παρθένα;

(από nasos, 17/03/09)Τι είπε η Χουάνα στον Ερμούνδο. (από Galadriel, 14/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σε απεξάρτηση ναρκομανής που κατέφυγε στον Ο.ΚΑ.ΝΑ. ή ο εργαζόμενος θεραπευτής εκεί.

Η χρήση του όρου δεν είναι πάντοτε ειρωνική.

  1. Οι κάτοικοι της περιοχής έχουν θέμα με τους οκανάδες και θέλουν να το κλείσουν το μαγαζί.

  2. (αυτοαναφορικόνε) Ελπίζω ο Μαυρόγιαννος να μην το πήρε με την πρώτη έννοια όταν είπα ότι πιθανόν να είναι οκανάς.

  3. Τι ακριβώς θες σήμερα; Να πάρεις την καθημερινή σου δόση;
    Δεν είμαι ο διαδικτυακός ΟΚΑΝΑς μανδάμ!
    (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published

Το safe mode είναι ένας απλουστευμένος τρόπος εκκίνησης του λειτουργικού συστήματος όταν υπάρχει πρόβλημα στην κανονική λειτουργία ενός υπολογιστή. Ευρισκόμενος σε safe mode ο υπολογιστής λειτουργεί υποτυπωδώς, καθώς δεν έχουν φορτωθεί drivers, κάρτες γραφικών κ.ο.κ., επιτρέποντας τουλάστιχον στον πληροφορικάριο να τρέξει τα διαγνωστικά του κιέτσ'.

Σλανγκιστί, κάποιος λειτουργεί σε σέηφ μοντ όταν λόγω κούρασης, καταχρήσεων ή άλλων κακουχιών βρίσκεται αλλού γι' αλλού, είναι καμένος, ή / και έχει χτυπήσει ο σκληρός του με αποτέλεσμα να άγεται άκομψα και να εκφράζεται συγκεχυμένα.

- Κουκλίνι, μην με παρεξηγείς που σε προσπέρασα, τώρα είδα το σχόλιό σου. Τέτοιες ώρες λειτουργώ σε safe mode!
(εδώ)

- Δεν είμαι συγκεντρωμένος αρκετά ώστε να σκεφτώ να αναλύσω και να απαντήσω, λειτουργώ σε «safe mode»
(εκεί)

- Μη γελάς ρεεεεεεεεε Αγουροξυπνημένος και άρρωστος. Λειτουργώ σε safe mode...
(παραπέρα)

(από Vrastaman, 11/02/10)(από Vrastaman, 11/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Υποκοριστικό» της λέξεως πρετζόνι, που προφανώς σχηματίζεται από την λέξη πρεζόνι μαζί με το «τζ» από την αγγλικάνικη ομόλογη της λέξη junkie.

Συνώνυμη με τις: πρέζονας, ζακιπρέ, ζέο, ζάκι.

Σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες λέξεις που χρησιμοποιούνται, ως επί το πλείστον, για άτομα που κάνουν χρήση πρέζας (βλέπε και ζαμπόν, ζουζού, κ.τ.λ.) η συγκεκριμένη χρησιμοποιείται κυρίως για να κοροϊδέψει ή να ειρωνευτεί κάποιον (πως αυτά που λέει δλδ είναι αποτέλεσμα χρήσης ουσιών) όταν αυτός είτε είναι μπουρδολόγος- παπαρολόγος με την καλή έννοια, είτε το μυαλό του (λέμε τώρα) έχει πνεύσει τα λοίσθια, με αποτέλεσμα αυτά που λέει να σε κάνουν να μην την παλεύεις, να βαράς ενέσεις.

(συζήτηση μεταξύ σλάνγκου κ «φιλομπαμπανιώτη»)
-…..αφού το έγραψε και ο Μπαμπινιώτης σε λέω. Είναι σίγουρο ρε…
- Εεε άμα το ’πε κι ο Μπάμπης αλλάζει το πράγμα… Δεν μας χέζεις ρε Τζόνι λέω 'γω; Άντε κόψε τα ληγμένα να ησυχάσουμε όλοι μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σκάει μπάφο.

Ο ντάτουρας είναι παράφραση του ψυχοτροπικού φυτού «ντατούρα» που ευδοκιμεί κυρίως στο Μεξικό.

Χρησιμοποιείται και σαν παρατσούκλι-χαιρετισμός.

Πού 'σαι ρε ντάτουρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπέμπει στο ζαμπόν, όταν μιλάμε για κυριλέ πρεζάκια.

Τον είδες τον μαλάκα; Πάλι λε μπον ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πρεζάκιας που τραβάει χαρμάνα, σε κατάσταση στέρησης

  2. Τελειωμένο πρεζόνι.

Προέρχεται από την αρρώστια της πρέζας δηλαδή το σύνδρομο στέρησης και την τάση που έχουν τα ζάκια να τα υποκορίζουν όλα (και να μιλάνε γενικά και με ψιλή φωνή).

Παράγωγο: το ταλαιπωράκι της Αννίτας.

  1. Ο εξαρτημένος γενικότερα (καψούρα, νετ, τζόγος και τέτοια)
  1. - Φιλαράκι μήπως έχεις ένα πεντάευρο; Είμαι δυο μέρες αρρωστάκι!

  2. - Μην ξαναπαρκάρεις Μεταξουργείο. Είναι τίγκα στα αρρωστάκια! Σου σπάνε τζάμι για τα κέρματα που έχεις στο χειρόφρενο!

  3. - Αρρωστάκι ο Τζες με τη Μαρία!
    - Ε φυσικά, αφού τον έχει στο φτύσιμο!

(από Khan, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified