Οι θαμώνες της πλατείας Ν. Σμύρνης και συνεκδοχικά οι φίλαθλοι του Πανιωνίου -κυρίως οι μπασκετικοί- που συχνάζουν σε αυτήν.
Οι «Πάνθηρες» και οι λοιποί Πλαταιείς είχαν ανοίξει πόλεμο με τον Μπέο (από την ιστοσελίδα του sportime).
Οι θαμώνες της πλατείας Ν. Σμύρνης και συνεκδοχικά οι φίλαθλοι του Πανιωνίου -κυρίως οι μπασκετικοί- που συχνάζουν σε αυτήν.
Οι «Πάνθηρες» και οι λοιποί Πλαταιείς είχαν ανοίξει πόλεμο με τον Μπέο (από την ιστοσελίδα του sportime).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ιδίωμα προερχόμενο εκ των δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης που δηλώνει ότι μου αρέσει πολύ κάτι, ότι βγάζω γούστα με κάτι, ή ότι την βρίσκω με κάτι. Το ρήμα που προκύπτει από αυτήν την λέξη είναι το σοτάρω (όχι τα λαχανικά). Η λέξη δεν έχει ουδεμία σχέση με το Σωματείο Οδηγών Ταξί Αττικής (ΣΟΤΑ).
- Τι έγινε ρε χτες με την Τούλα; Περάσατε καλά;
- Πω πω, σότα σε λέω δικέ μου, όλα τα λεφτά η γκόμενα.
- Έχεις να κάνεις τίποτα το βράδυ;
- Οχι, δεν κανόνισα τίποτα.
- Ωραία, έλα σε μένα, να δούμε καμιά ταινία, να παραγγείλουμε και καμιά πίτσα να σοτάρουμε.
- 'Οχι ρε συ, χτύπησα το χέρι μου.
- Ωχχχ, σότα πούστη, υπάρχει Θεός.
- Α έτσι, παλιόπουστα, ε; Θα σε φτιάξω καλά όταν θα χτυπήσεις εσύ.
Got a better definition? Add it!
Εφταΰρ: Η 7UP στην αξιαγάπητη Μποχαλία.
Προκύπτει από την ανάγνωση των τριών χαρακτήρων που συνθέτουν το αγγλικό όνομα του προϊόντος, ωσάν να ήτο αυτοί ελληνικοί.
Πίνεται συνήθως παγωμένο σε κουτάκι ασορτί, που στην Κώτικη ντοπιολαλιά το λένε Τιγκάκι (το).
- Ένα τιγκάκι εφταΰρ παρακαλώ.
- Σε μποχάλι σε χαλάει;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βουπού αποκαλούνται τα εκ βορείων προαστίων ορμώμενα ψωναρέ και πλουσιέξ ανθρωποειδή.
Τα κλισέ θέλουν τα αρσενικά του είδους να είναι μαμούχαλα βουτυρόπαιδα και τις βουπούδες γκομενίξ να διέπονται από υλισμό, εγωκεντρισμό, ηδονισμό του κώλου, μπιμποϊσμό και τρεντισμό.
Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται παγκοσμίως: Βλ. τις Καλιφορνέζες valley girls, τις Νεοϋορκέζες JAP, τις Αγγλίδες essex girls, τις Γαλλίδες B.C.B.G., τις Ισραηλινές Frecha, και ταλιμπάν.
- Σε μας να σκάει ο τζίτζηκας (εντάξει, παραδέχομαι πως σε κάποιες φάσεις ο αέρας λυσσομανούσε) και οι βουπούδες να είναι με γαλότσα και ομπρέλα; Παίδες, απλά μετακομίστε!!! Ή, τελοσπάντων, αγοράστε εξοχικό στα Νότια!
(εδώ)
- O Θάνος ήταν ένα κλασικό ΒουΠου, με χαμόγελο Colgate, πλήρη εξάρτηση Timberland, μπαμπά μεγαλοδικηγόρο και φίλους αρκούντως φλώρους...
(εκεί)
- Ο ΒΟΥΠΟΥ ΜΑΚΗΣ ΒΡΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΗΚΑΝ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΠΟΥ ΚΑΤΑΚΡΕΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥ
(παραπέρα)
-------------------
Το μαλλί τους ΠΟΤΕ (σχεδόν) δεν είναι το τελείως ίσιο, το ινδιάνικο, το πράσο ένα πράμα... Η ισιούρα θεωρείται κατωτέρου. Οι βουπούδες κάνουν περίτεχνα χτενίσματα, επιμελώς ατημέλητα κι έτσι, μπουκλέ και ψιλοκρεπαριστά, ενίοτε μαμαδίστικα και κυρατσέ.
Ακόμη και στις ελάστιχες περιφτώσεις που έχουν ίσιο μαλλί - το οποίο τότε εξυπακόύεται πως είναι το νατουράλ τους - ΠΟΤΕ ΤΩΝ ΠΟΤΩΝ δεν το βάφουν στο κλασικό καραξανθό, το πλατινέ, το κιτρινιάρικο, το καναρινί, το ξανθό που όλοι εμείς οι κάγκουρες λατρεύουμε. ΠΑΝΤΑ ΑΝΤΑΥΓΕΙΕΣ, ιτς δε ρουλ. Το τίγκα ξανθό θεωρείται γύφτικο, καγκούρικο, φτηνό, δευτεράντζα, λάικα, μπουρναζιώτικο κλπ
Συνήθως δεν βάφουν τα νύχια των ποδιώνε τους με καυλωτικά μπουρδελιάρικα κόκκινα χρώματα. Άντε κανά γαλλικό μανικιούρι ή λίγο βερνικάκι για να γυαλίζει και να θρέφει και καλά το νύχι.
Δεν μπογιατίζονται στο πρόσωπο, μόνο βάφονται ελάστιχα και «διακριτικά», για τους γνωστούς λόγους: το σοβάτισμα είναι για τις γυφτο / καγκουρογκόμενες κλπ.
Στας βραδινάς εξόδους τους προτιμούν τα περίφημα «αέρινα» κοριτσίστικα φορεματάκια που ζέχνουν αθωότητα και παιδικότητα (κι ας έχουν οι ίδιες μάστερ στα τσιμπούκια). Τα κολλητά / εφαρμοστά / φορέματα κάλτσα, αποφεύγονται μετα βδελυγμίας για τους γνωστούς λόγους. Γενικά οι βουπούδες αντιπαθούν το ξέκωλο ντύσιμο.
Υπόδηση. Μπαλαρίνες, γενικά φλατ παπουτσάκια - σανδάλια, άντε καμιά πλατφόρμα απ' αυτές με το τακούνι-φελό. Αποφεύγονται γόβες στιλέτο.
Από άποψη φυσιολογίας: οι βουπούδες έχουν συνήθως στρουμπουλά και ροδαλά μαγουλάκια, ακόμη κι αν είναι γενικά αδύνατες, λόγω της καλοζωίας, της παντελούς έλλειψης εγνοιών και του καθαρού αέρα που αναπνέουν στας Εκάλας και τας Πολιτείας.
Σχεδόν ουδέποτε οι βουπούδες έχουν εκ φύσεως γραμμωμένα και στεγνά / άλιπα / σφιχτά κορμιά. Συνήθως είναι πλαδαρουά, με ψιλομεγάλες περιφέρειες, χοντρές γάμπες κλπ. Τέτοια μυώδη - μεσομορφικά τα λέμε εμείς οι γνωρίζοντες - σώματα είναι πολύ πιο πιθανό να συναντήσεις σε ξένες (αλβανέζες κυρίως) αλλά και κοπέλες λαϊκών στρωμάτωνε. Αν αι β.π. κάνουν ποτέ γράμμωση, θα την κάνουν μετά τα 30-35, με εκατό γυμναστές / personal trainers από πάνω τους, διαιτολόγους κλπ (...)
(johnblack, εδώ)
Got a better definition? Add it!
Ο αρτσούμπαλος, ο χαχόλος, ο που κινείται και συμπεριφέρεται άκομψα, ο διαρκώς ζημιάρης (παληά γκραβαρίτικη ἐκφραση.)
- Πού πας ρε αλάνταβε;» (όταν κάποιος πάει αλλού για αλλού, ή, όταν τα παίρνει όλα σβάρνα.)
Got a better definition? Add it!
Η βαθμιαία συντηρητικοποίηση ενός ατόμου (σχετικά) νεαρής ηλικίας ώστε σταδιακά να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά και τις απόψεις μιας ηλικιωμένης γυναίκας, κοινώς «μπάμπως».
Κοίτα να δεις ο Βαγγέλης έπαθε μπαμπανίαση, τον πειράζει το ποτό, τον ενοχλεί η δυνατή μουσική και πιστεύει πως ο άνθρωπος μετά τα 30 πρέπει να κοιμάται στις 10 το βράδυ.
Got a better definition? Add it!
Ακούστηκε δια στόματος αρχηγού ανταρτών του ΕΛ.ΑΣ., εκ Καρδίτσης ορμωμένου, κατά την αναζήτηση της σορού γενναίου συντρόφου, του Μάκη, κάπου στα διάσελα των Αγράφων, στα σύνορα Ευρυτανίας - Καρδίτσης. Σε πλήρη γραφή εις την δημοτικήν: «Π' έπ'ση ι Μαξ;». Στην δε σύγχρονον Αττικήν: «Πού έπεσε ο Μάκης, (να ούμε);»
«Π' έπ'ση ι Μαξ;»
Got a better definition? Add it!
Όπως λέμε της πούτσας, παλικάρι της φακής κλπ.
Ειρωνική έκφραση, που περικλείει όλα τα εκατέρωθεν ad hominem ψευδο-επιχειρήματα μεταξύ των υπερμάχων Αθήνας – Θεσσαλονίκης, λόγω της γνωστής χαζο-διαμάχης περί του φύλλου/ζύμης κλπ του εν λόγω εδέσματος.
Δηλαδή μεταφορικώς σημαίνει: Μάταιος αγών του οποίου το πεδίον δόξης ενν είν’ λαμμπρόν...
Σχετικά: Διένεξη περί όνου σκιάς, καβγάς για το πάπλωμα, η μάχη για το κουραδόκαστρο, της κοντής ψωλής τα μαλλιά της φταίνε, δυο κίναιδοι μαλώνανε σε ξένο γαμιστρώνα κλπ.
Το εργάκι έχει ως εξής: Οι φερόμενοι Αθηναίοι περιπαίζουν πειραχτηριακά τους φερομένους Θεσσαλονικείς, οι οποίοι τσιμπάνε και τους «αντιμάχονται» (κολακευμένοι ωστόσο που τους επέλεξαν για τετ-α-τετ σύγκρουση οι πρωτευουσιάνοι).
Όμως, και στις δυο περιπτώσεις η ύπαρξη knot-dictionary υποβάθρου δεν λείπει, αφού ούτε οι πλείστοι από τους μεν κρατάνε από τον Κόδρο, ούτε κι οι πρόγονοι των δε έκαναν ποτέ Ανάσταση στη Ροτόντα.
Τα παιχνιδάκια αυτά θα ήσαν επικίνδυνα αν δεν ήσαν γελοία κι έτσι, ακόμα και ο συμπαθής γιαουρτοφάγος Νομάρχης, δεν αποτελεί απειλή για την εδαφική αρτιμέλεια της χώρας...
(Στο τυροπιτάδικο κάπου χάμω):
- Μια μερίδα μπουγάτσα με τυρί παρακαλώ...
- Ασφαλώς ο κύριος εννοεί τυρόπιτα να υποθέσω;
- Ρε φιλαράκι, σε λέω μπουγάτσα με τυρί λέγεται αφού! Τι τ’ αλλάζετε τώρα;
- Άσε ρε λάκη τώρα, που ήρθες να μας μάθεις εσύ πώς να λέμε την τυρόπιτα στα ελληνικά...
(Τσακώνονται και exeunt)
Σ.Σ. Έτσι, και ο ένας έχασε τον πελάτη και ο άλλος έμεινε νηστικός και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...
Got a better definition? Add it!
Το κουτάκι στην διάλεκτο των αυτόχθονων κατοίκων της φανταστρουμφικής Μποχαλίας.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για οποιοδήποτε μεταλλικό κουτάκι / δοχείο, αλλά κυρίως περιγράφει το αλουμινένιο κουτάκι αναψυκτικού.
Η προέλευση της λέξης πιθανώς οφείλεται στην χρήση του τσίγκου (tin - κασσίτερος) για την κατασκευή παλαιότερα μεταλλικών δοχείων. Υπάρχει προφανής σχέση με το κρητικό Τσιγκάκι.
Η σχέση του όρου με τον παραλιακό οικισμό Τιγκάκι της αξιολάτρευτης Μποχαλίας, μόνο ως σύμπτωση μπορεί να ερμηνευτεί.
- Ένα τιγκάκι εφταΰρ παρακαλώ.
- Σε μποχάλι σε χαλάει;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified