Further tags

Άτομο το οποίο συνηθίζει να εμφανίζεται απρόσκλητο κάπου, σε ένα φυσικό η ηλεκτρονικό περιβάλλον. Είναι απρόσκλητο διότι η παρουσία του εκνευρίζει τους άλλους αλλά εμφανίζεται εκεί που κανείς δεν το θέλει ή το περιμένει και χαλάει τη γιορτή.

Εναλλακτικά, είναι το άτομο που χαλάει μια ομαδική δραστηριότητα με την γκρίνια του επειδή μπορεί να μην θέλει να συμμετέχει.

  1. - Αχ, ήρθε ο Ακης... Μα καλά ποιος τον κάλεσε αυτόν;;
    - Δεν ξέρω, θα αρχίσει πάλι τις μαλακίες... Είναι μεγάλος χαλασογιορτούλας....

  2. - Πάμε να παίξουμε καμία μπιρίμπα..
    - Μπα βαριέμαι.
    - Μην είσαι χαλασογιορτούλας...

Σε άλλες γλώσσες: killjoy, party pooper (αγγλικά), Spielverderber (γερμανικά), aguafiestas (ισπανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για γυναίκες οποιασδήποτε ηλικίας, αν και ταιριάζει περισσότερο στις λιιιιίγο μεγαλύτερες...

Υποδηλώνει είδος γυναίκας που της αρέσει ιδιαιτέρως το ξενύχτι, το ποτό, τα μπουζούκια, το clubbing, το χέσιμο γενικότερα και ενίοτε = συχνά, επιδίδεται ιδιαιτέρως ευχαρίστως και χωρίς δισταγμούς σε ακόλαστα one night stand.

- Έλα ρε μαλάκα, πώς πέρασες το Σάββατο;
- Πωπω μαλάκα χέσιμοοοοοοοο... Πήγα στο shark, με τραπεζάρα και βρήκα την Ζέτα και καταλήξαμε σπίτι μου!!
- Ψωλάρα;
- Ναι ρε μαλάκα και την επόμενη μέρα μ' έλεγε αγάπη μου η βρωμο-κοπράνα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παγκάρι-Γλείψιμο: η ιδιάζουσα περίπτωση αυτής της γλείφτρας ακόμη προβληματίζει την κοινωνία, καθώς κανένας δεν ξέρει εάν σημαίνει γυναίκα που πήγε με παπά ή γυναίκα που χρηματίζεται για μία (μπορεί και 2 αν είναι παρέα) πίπα.

Η λέξη χρησιμοποιείται επίσης και για αυτούς που λαμβάνουν «λάδωμα» από ανωτέρους τους.

Επίσης επειδή η διαδικασία του γλειψίματος περιλαμβάνει κάτι σαν να το λαμβάνουμε (δηλαδή όπως το φάγωμα) μπορεί να σημαίνει και κλέφτης παγκαριών.

  1. Ο τάδε χθες πιάστηκε από την αστυνομία, ήταν παγκαρογλύφτης.

  2. Χθες μια παγκαρογλύφτρα μου πήρε 30 ευρώ για μια πίπα, κλέφτρα ρε φίλε έχουν κρίση και οι πουτάνες να πούμε.

(από pargas, 13/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή ελλαδέμπορος. Εκ των Ελλάδα και έμπορος, αποτελεί λογοπαίγνιο με την λέξη λαδέμπορας.

Ας αναλύσουμε τα τρία αυτά αντικείμενα αναφοράς. Το -έμπορας αποτελεί συχνότατο β' συστατικό στην σλανγκ. Συνδέεται συνήθως με την πρόταση ψευδών. Ένας -έμπορας μπορεί να βγάζει όντως και λεφτά, όπως λ.χ. ο Λιακό από τα βιβλία του, αλλά κυρίως προτείνει ένα (ζωτικό κατά το μάλλον ή ήττον) ψεύδος προς συναισθηματική επένδυση. Ένας -έμπορας πουλάει φιδιές (φιδέμπορας), ψωλιές (ψωλέμπορας), αρχιδιές (αρχιδέμπορας), σκατιές (σκατέμπορας) ή κουραδιές (κουραδέμπορας). Ο -έμπορας δηλαδή πουλάει τρέλα, τρελίτσα, παραμύθα, μούρη, μαγκιά, ιστορία, και άλλο αέρα. Τα πουλάει γιατί έχει αγοραστικό κοινό που ψάχνει για μαγκιά, μούρη, ιστορία κ.τ.ό., επειδή δεν τα έχει. Ο -έμπορας μπορεί να βεβηλώσει κιόλας κάτι ιερό πουλώντας το, λ.χ. ο χριστέμπορας. Ή μπορεί να προσδώσει πλασματική αξία σε κάτι ευτελές με το να το βγάλει στην αγορά, λ.χ. ο κακαδέμπορας, ο τσοφλέμπορας ή ο τυρέμπορας.

Ο ελλαδέμπορας κάνει όλα τα παραπάνω. Καπηλεύεται ό,τι ιερό υπάρχει στον Ελληνισμό. Αλλά ταυτοχρόνως και προσδίδει ψευδή σημασία σε ό,τι ευτελισμένο διαθέτουμε. Κυρίως πουλάει μαγκιά, μούρη, ιστορία σε έναν λαό που τα πληρώνει όσο όσο για να τα αποκτήσει.

Χαρακτηριστικό της νεώτερης ελληνικής ιστορίας είναι μάλιστα ότι προτάθηκε μια μεγάλη πληθώρα Ελληνισμών προς πώληση. Βλ. λ.χ. εδώ. Όπως ανέφερε κάπου ο Χότζας είμαστε ένα από τα λίγα έθνη που ξεκίνησε μια διαφωτιστική επανάσταση (τ. Γαλλική, Αμερικανική) και τελείωσε μια (β)ρομαντική επανάσταση (τ. Ιταλική, ενοποίηση Γερμανίας). Κάθε γενιά διανοουμένων ή και κάθε ατομικός στοχαστής που σεβάστηκε τον εαυτό του έβγαλε κι έναν διαφορετικό Ελληνισμό για πούλημα. Λ.χ. ο διαφωτιστικός ουνιβερσαλιστικός Ελληνισμός του Κοραή, η ελληνική συνέχεια του Παπαρρηγόπουλου, Ελληνισμός απευθείας απ' την αρχαία Ελλάδα, Ελληνισμός με ή χωρίς Βυζάντιο, Ρωμανισμός, φυλετικός Ελληνισμός, γλωσσικός Ελληνισμός, πολιτισμικός Ελληνισμός, πολιτειακός Ελληνισμός, εδαφικός Ελληνισμός, Ελληνοχριστιανισμός, χουνταλο-Ελληνισμός, νεορθόδοξος Ελληνισμός, νεο-οθωμανικός Ελληνισμός, νεο παγανιστικός Ελληνισμός. Ή στις πιο ποπ εκδοχές Ελλάδα της γιουροβύζιον, του τσολιά ή της Ολυμπιάδας. Η σύγχρονη Ελλάδα μοιάζει με ένα ατέλειωτο σούπερ μάρκετ Ελληνισμών, όπου πολλοί αγοράζουν Ελληνισμούς αλά καρτ, ανάλογα με τις εκάστοτε επιδιώξεις, χωρίς να είναι δυνατόν να συγκροτηθεί μια ενιαία συλλογικότητα, ούτε καν ένας διχασμός, αλλά μάλλον ένας σουπερμαρκετίσιος κατακερματισμός, όπου ο κάθε ελλαδέμπορας επιλέγει δημαγωγικά το target group του για να διαφημίσει την ιδιωτική βερσιόν του.

Ειδικά το λογοπαίγνιο με τον λαδέμπορα έχει σημασία, καθώς ως λαδέμπορας εννοείται αυτός που πουλούσε λάδι στην μαύρη αγορά κατά την γερμανική κατοχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οπότε θίγεται το γεγονός ότι το πούλημα Ελληνισμού έχει μια μακρά ιστορία σύμπραξης ή έστω συμπόρευσης με φαινόμενα δωσιλογισμού, αυταρχισμού, αντιδραστικού καθεστωτισμού. Πολλές φορές δηλαδή ο Ελληνισμός πουλιέται με τις ευλογίες ενός αυταρχικού καθεστώτος.

Πάντως τα διαδιχτυακά ευρήματα δείχνουν ότι η έκφραση χρησιμοποιείται από μια πληθώρα ατόμων διαφορετικών ιδεολογικών αφετηριών. Χρησιμοποιείται και από αυτούς που κατακρίνουν τον εθνικισμό. Αλλά χρησιμοποιείται και από πολλούς πατριώτες που θέλουν να καυτηριάσουν ότι κάποιοι άλλοι δήθεν πατριώτες είναι σε αντίθεση με τους ίδιους κάπηλοι του Ελληνισμού. Λ.χ. ένας παγάνας μπορεί να αποκαλέσει ως ελλαδέμπορο έναν οπαδό του Ελληνοχριστιανισμού με την λογική ότι ο χριστιανισμός είναι ιουδαϊκή άρα σιωνιστική θρησκεία και εχθρός του αυθεντικού Ελληνισμού. Αντιστρόφως, ένα watchdog της ορθοδοξίας μπορεί να αποκαλέσει ως ελλαδέμπορο έναν αρχαιοελληνιστή λ.χ. δωδεκαθεϊστή ως έχοντα κοινά με την μασονία. Ένας ακροδεξιός μπορεί να πει ελλαδέμπορο τον Καρατζαφέρη, επειδή δεν τον βρίσκει αρκετά δεξιό. Ή, το συνηθέστερο, πολλοί «καθαρόαιμοι» Έλληνες θα πουν ελλαδέμπορο κάποιον σαν τον Άδωνι Γεωργιάδη στη λογική ότι είναι μαϊμού και όχι γνήσιος υπηρέτης του Ελληνισμού. Ασφαλώς η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από αριστερούς ή διεθνιστές ή οποιονδήποτε μη εθνικιστή, αλλά ο γούγλης δείχνει ότι χρησιμοποιείται κυρίως σε ενδο-πατριωτικές διενέξεις περί του ποιος είναι ο αυθεντικός Έλληνας και ποιος ο αιρετικός ελλαδέμπορος.

Ως προς τα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται συνήθως ο χαρακτηρισμός νομίζω ότι στην ψηφοφορία εδώ έχουμε τις τοπ ενδείξεις, αλλά βέβαια αποδίδεται και σε πολλούς άλλους.

Κατάρα, λοιπόν, στον ελλαδέμπορα και σπέκια στον Mr Cadmus που ανάρτησε το λήμμα στο Δ.Π.

  1. Για παράδειγμα στη γλώσσα κέτσουα των Ινκα θα συναντήσουμε τις λέξεις «άιγιου» (που σημαίνει «οικογένεια», «καταγωγή», «μέλος») και «μάλκι» (είναι λέξη που αναφέρεται στις μούμιες των προγόνων των Ίνκα). Ο ελλαδέμπορας ξεκινάει το καταστροφικό του έργο ετυμολογώντας το «άιγιου» απ'το Αιγαίο Πέλαγος ή τον Αιγέα, τον μυθικό πατέρα του Θησέα! Βάζει άμα λάχει και μυθολογική γαρνιτούρα στην ετυμολογία του προσθέτοντας ότι και καλά ο Θησέας πριν ταξιδέψει στην Κρήτη για να σκοτώσει το Μινώταυρο ή κατά την επιστροφή του απ'αυτήν, πέρασε μια βόλτα και από την Χιλή διαδίδοντας το όνομα του πατέρα του(προφανώς για να τιμήσει τον θεσμό της οικογένειας!) στους παλιότερους λαούς των Ανδεων και το όνομα του μυθικού βασιλιά επέζησε μέχρι την εποχή των Ίνκα! [...]
    Ομοίως πράττει ο ελλαδέμπορας και για τη λέξη «μάλκι». Μπορεί να την ετυμολογήσει ας πούμε από το αρχαίο ελληνικό «μάλκη» (νάρκωση, μούδιασμα) και το αντίστοιχο ρήμα «μαλκάω». [...] Είναι εξάλλου πασίγνωστο ότι τα «Σανσκριτικά» (η ιερή αρχαία λογοτεχνική γλώσσα της Ινδίας), ετυμολογείται από το «Σαν Κρητικά» και αυτό που μένει να αποσαφηνιστεί είναι αν προήλθαν από το Ρέθυμνο ή την Ιεράπετρα! (Εδώ).

  2. Το ωραιο ειναι οτι αυτες οι φοβερες και τρομερες λεσχες ελεγχουν τα παντα ολα,κινουνται με πληρη μυστικοτητα και θελουν να κατακτησουν τον κοσμο,αλλα την ιδια ωρα,κατα καποιον περιεργο τροπο,ο καθε πικραμενος τηλεβιβλιοπωλης,ο καθε ελλαδεμπορας και ο καθε τυχαρπαστος γενικοτερα,γνωριζει τα αδυτα των αδυτων τους και τα πιο σκοτεινα τους σχεδια.Μαλιστα,μπορει πολυ ανετα να τα διακινει ολα αυτα νυχτα και μερα,ελευθερα παντου,και αντι να του συμβει καμια μυστηριωδης εξαφανιση η κατι τετοιο πρωτου προλαβει να αρθρωσει κιχ,για ανταλλαγμα γινεται πρωτη μουρη και πλουτιζει ασυστολως. [...] Αγοραστε το τελευταιο πακετο (που τυπωθηκε στα Σκοπια φυσικα,δεν ειναι καιροι για εξοδα) και θα τα μαθετε ολα. (Εδώ).

  3. ΧΕΡΙ-ΧΕΡΙ Ο ΕΛΛΑΔΕΜΠΟΡΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΑ(Χ)ΦΟΥΖΟ
    Ο Καρατζαφέρης υπερασπίζεται το συγκρότημα Αλα(χ)φούζου, δηλαδή το συγκρότημα που θεωρεί ότι είμαστε απόγονοι των Τούρκων, των Σλάβων και των Αλβανών. (Εδώ).

  4. σωπα! και συ δηλαδη πως το ξερεις δηλαδη; μηπως στο ειπε ο ιδιος; εσυ δηλαδη που προσκυνας τα ξοανα, ειναι καλυτερα; και ποιους λες ΕΛΛΗΝΑΡΑΔΕΣ; εσυ ο ψευτοελληναρας, ψευτοπατριωτης, ελλαδεμπορας! ασε λοιπον τα περι ελληνισμου, χορτασαμε απο δηθεν ΕΛΛΗΝΟΜΑΙΜΟΥΔΙΑΡΗΔΕΣ ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ κουμπαρε!!!! (Εδώ)

  5. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑΣ ΑΠΟΓΟΝΟΣ O ΕΛΛΑΔΕΜΠΟΡΟΣ ΣΠΥΡΟΣ (ΑΔΩΝΙΣ) ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ!!! [...] Τα άτομα του είδους αυτού διαθέτουν εξαιρετικές επιδόσεις στο ελλαδεμπόριο, μάλιστα σε βαθμό που να πουλάνε βιβλία, που αναφέρονται στην αρχαία Ελλάδα, με το κιλό!
    Πουλάνε, έξι μέρες τη βδομάδα, όλα σχεδόν τα βιβλία των πατέρων των Ελλήνων - Ομήρου, Θαλή, Ηράκλειτου, Αριστοτέλη, Επίκουρου - και την έβδομη προσέρχονται στην εκκλησία για να ψάλλουν το τροπάριο, υπέρ των πατέρων τους που λέει: «Των αγίων πατέρων ημών Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ». Αυτός είναι ο ύψιστος βαθμός πατριωτισμού (διότι πατριωτισμός θα πει ο σεβασμός των πατέρων). Δηλαδή να πουλάς τα των πατέρων σου και μετά να μνημονεύεις και να υμνείς αλλότριους πατέρες! Τους πατέρες των Ιουδαίων εν προκειμένω. Είναι αυτό που λέει ο λαός: «απ' αλλού τρως και πίνεις κι αλλού πας και τα δίνεις». (Εδώ).

  6. Οι νεο-ειδωλολάτρες «Ελλαδέμποροι» , χέρι- χέρι με τους μασόνους «αδελφούς» τους (Εδώ).

  7. εφ΄όσον οι Έλληνες πολίτες δεν μαντρώθηκαν σε κάποια απο τα πρόχειρα στημένα ιδεολογικά χειμαδιά των ψευτοαριστερών και των ελλαδεμπόρων εθνομαγαριστών, το μόνο που μένει σε όσους επιθυμούν και σχεδιάζουν την υποδούλωση του Ελληνικού λαού, είναι ένα αιματηρό «τρομοκρατικό» χτύπημα. (Εδώ).

  8. Οι δίγλωσσοι «ελλαδέμποροι» και προπαγανδιστές της «Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Τούρκων Δυτικής Θράκης». (Εδώ).

(από Khan, 04/09/11)Πατριδομάρκετινγκ (από Khan, 26/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ονομάζεται το βλήμα που εκείνα που εκτοξεύει από το στόμα του μοιάζουν με πύρινες μπάλες.

Συχνά και ο ίδιος λειτουργεί ως πυρωμένο βλήμα πυροβολικού (όλμος). Συχνά η αντίδραση των ανθρώπων γύρω του είναι να σκύψουν μην τους πάρουν τα θραύσματα.

Εναλλακτικά: Φλογόμπαλο.

- Τι είπε πάλι το πυρόβλημα...ρε θα μας κάψει ζωντανούς καμιά ώρα.
- Τρελό φλογόμπαλο ρε 'συ...δεν παλεύεται με τίποτα.

(από sar12345, 26/08/11)(από sar12345, 26/08/11)(από sar12345, 26/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βουπού αποκαλούνται τα εκ βορείων προαστίων ορμώμενα ψωναρέ και πλουσιέξ ανθρωποειδή.

Τα κλισέ θέλουν τα αρσενικά του είδους να είναι μαμούχαλα βουτυρόπαιδα και τις βουπούδες γκομενίξ να διέπονται από υλισμό, εγωκεντρισμό, ηδονισμό του κώλου, μπιμποϊσμό και τρεντισμό.

Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται παγκοσμίως: Βλ. τις Καλιφορνέζες valley girls, τις Νεοϋορκέζες JAP, τις Αγγλίδες essex girls, τις Γαλλίδες B.C.B.G., τις Ισραηλινές Frecha, και ταλιμπάν.

- Σε μας να σκάει ο τζίτζηκας (εντάξει, παραδέχομαι πως σε κάποιες φάσεις ο αέρας λυσσομανούσε) και οι βουπούδες να είναι με γαλότσα και ομπρέλα; Παίδες, απλά μετακομίστε!!! Ή, τελοσπάντων, αγοράστε εξοχικό στα Νότια!
(εδώ)

- O Θάνος ήταν ένα κλασικό ΒουΠου, με χαμόγελο Colgate, πλήρη εξάρτηση Timberland, μπαμπά μεγαλοδικηγόρο και φίλους αρκούντως φλώρους...
(εκεί)

- Ο ΒΟΥΠΟΥ ΜΑΚΗΣ ΒΡΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΗΚΑΝ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΠΟΥ ΚΑΤΑΚΡΕΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥ
(παραπέρα)

-------------------

  1. Το μαλλί τους ΠΟΤΕ (σχεδόν) δεν είναι το τελείως ίσιο, το ινδιάνικο, το πράσο ένα πράμα... Η ισιούρα θεωρείται κατωτέρου. Οι βουπούδες κάνουν περίτεχνα χτενίσματα, επιμελώς ατημέλητα κι έτσι, μπουκλέ και ψιλοκρεπαριστά, ενίοτε μαμαδίστικα και κυρατσέ.

  2. Ακόμη και στις ελάστιχες περιφτώσεις που έχουν ίσιο μαλλί - το οποίο τότε εξυπακόύεται πως είναι το νατουράλ τους - ΠΟΤΕ ΤΩΝ ΠΟΤΩΝ δεν το βάφουν στο κλασικό καραξανθό, το πλατινέ, το κιτρινιάρικο, το καναρινί, το ξανθό που όλοι εμείς οι κάγκουρες λατρεύουμε. ΠΑΝΤΑ ΑΝΤΑΥΓΕΙΕΣ, ιτς δε ρουλ. Το τίγκα ξανθό θεωρείται γύφτικο, καγκούρικο, φτηνό, δευτεράντζα, λάικα, μπουρναζιώτικο κλπ

  3. Συνήθως δεν βάφουν τα νύχια των ποδιώνε τους με καυλωτικά μπουρδελιάρικα κόκκινα χρώματα. Άντε κανά γαλλικό μανικιούρι ή λίγο βερνικάκι για να γυαλίζει και να θρέφει και καλά το νύχι.

  4. Δεν μπογιατίζονται στο πρόσωπο, μόνο βάφονται ελάστιχα και «διακριτικά», για τους γνωστούς λόγους: το σοβάτισμα είναι για τις γυφτο / καγκουρογκόμενες κλπ.

  5. Στας βραδινάς εξόδους τους προτιμούν τα περίφημα «αέρινα» κοριτσίστικα φορεματάκια που ζέχνουν αθωότητα και παιδικότητα (κι ας έχουν οι ίδιες μάστερ στα τσιμπούκια). Τα κολλητά / εφαρμοστά / φορέματα κάλτσα, αποφεύγονται μετα βδελυγμίας για τους γνωστούς λόγους. Γενικά οι βουπούδες αντιπαθούν το ξέκωλο ντύσιμο.

  6. Υπόδηση. Μπαλαρίνες, γενικά φλατ παπουτσάκια - σανδάλια, άντε καμιά πλατφόρμα απ' αυτές με το τακούνι-φελό. Αποφεύγονται γόβες στιλέτο.

  7. Από άποψη φυσιολογίας: οι βουπούδες έχουν συνήθως στρουμπουλά και ροδαλά μαγουλάκια, ακόμη κι αν είναι γενικά αδύνατες, λόγω της καλοζωίας, της παντελούς έλλειψης εγνοιών και του καθαρού αέρα που αναπνέουν στας Εκάλας και τας Πολιτείας.

  8. Σχεδόν ουδέποτε οι βουπούδες έχουν εκ φύσεως γραμμωμένα και στεγνά / άλιπα / σφιχτά κορμιά. Συνήθως είναι πλαδαρουά, με ψιλομεγάλες περιφέρειες, χοντρές γάμπες κλπ. Τέτοια μυώδη - μεσομορφικά τα λέμε εμείς οι γνωρίζοντες - σώματα είναι πολύ πιο πιθανό να συναντήσεις σε ξένες (αλβανέζες κυρίως) αλλά και κοπέλες λαϊκών στρωμάτωνε. Αν αι β.π. κάνουν ποτέ γράμμωση, θα την κάνουν μετά τα 30-35, με εκατό γυμναστές / personal trainers από πάνω τους, διαιτολόγους κλπ (...)

(johnblack, εδώ)

(από Khan, 15/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστική παραφθορά του τίτλου «πλανητάρχης» που απέδωσε στον Αμερικανό Πρόεδρο ο Ελληνικός τύπος επί εποχής νέας τάξεως.

Πρωτολανσαρίστηκε εν όψει των αμφιλεγόμενων ερωτικών περιπετειών του σαβουρογάμης Αμερικανού Προέδρου Bill Clinton με τη Monica Lewinski, ενώ και ο διάδοχός του George W. Bush Jr. ενέπνευσε πολλούς για την απονομή του ιδίου τίτλου, όχι λόγω ερωτικών κατορθωμάτων αλλά αποκλειστικά λόγω του κακού του χαρακτήρα. Νομίζω ότι και το «πλανητάρχης» αποτελεί ελληνικό ιδίωμα.

Kαρκίνος (22 Iουνίου - 22 Iουλίου) Τα ευαίσθητα Καρκινάκια, γεννημένα ντάλα καλοκαίρι, με την πουτανίτσα Σελήνη να τους ανεβοκατεβάζει τα γράδα, φουσκώνουνε και ξεφουσκώνουνε μέσα τους, σαν τα νερά του Ευρίπου. Συναισθηματική σταθερότης μηδέν, εξού και η αδικαιολόγητη πολλές φορές ισχυρογνωμοσύνη τους. Καλοί δικηγόροι οι Καρκίνοι, μπορούν να υπερασπίσουν με άνεση την άποψή τους, αλλά ταυτόχρονα με την ίδια άνεση και την ακριβώς αντίθετη. Το ρήμα που χαρακτηρίζει τον Καρκίνο είναι το «αισθάνομαι». Εκπρόσωπος του ζωδίου ο πλανηταρχίδης Τζορτζ Μπους. (Τζιμάκος, από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το σκατά + Κάτουλλος (Γάιος Βαλέριος Κάτουλλος, Ρωμαίος ποιητής του 1ου π.Χ αιώνα). Είναι απαξιωτικός χαρακτηρισμός για τον ίδιο τον Κάτουλλο, δημιουργό μερικών πολύ αθυρόστομων και κιναιδικών ποιημάτων, και κατ'επέκτασιν για κάθε συγγραφέα και ποιητή που βωμολοχεί.

- Διάβασες το «Πούστευε και Μη Ερεύνα»του Τζίμη Πανούση;
- Σιγά μη διαβάσω αυτόν τον Σκάτουλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος είναι πολύ βλάκας.

Ρε το κοπανιαμέντο, κοίτα τι έκανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζιποκόπανος: κλασσικός ορισμός νεοέλληνα (ελληνίδας) νεόπλουτου (νεόπλουτης) που, οδηγώντας το μεγαλύτερο τζιπ που υπάρχει, προσπαθεί να δείξει στους υπόλοιπους είναι ο καλύτερος /-η, αδιαφορώντας ή μην έχοντας ιδέα ότι: 1. Γίνεται ενοχλητικός /-ή γιατί δεν ξέρει να οδηγεί, 2. Γίνεται ενοχλητικός / -ή γιατί παρκάρει όπου να 'ναι (αφού έχει τζιπ θα καβαλήσει ακόμα και τα πιο ψηλά πεζοδρόμια) 3. Τον/την κοροϊδεύουν όλοι γιατί ίσα που φτάνει να δει πάνω από το τιμόνι.

Για κάποιον που μόλις πήρε τζίπ:
- Πάει και αυτός, έγινε τζιποκόπανος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified