Further tags

Οπαδός περίεργων συνωμοσιών μασόνων, εβραίων, λέσχης μπίλντερμπεργκ και πολλών άλλων. Φημολογείται ότι συχνάζουν στους ΑΝΕΛ. Λέγεται πάντα ειρωνικά από τρίτους.

Κάτι ψεκασμένοι μαζεύτηκαν έξω από το υπουργείο Άμυνας απαιτώντας από τον ΓΕΑ τη διακοπή των ψεκασμών, λέει.

(από Khan, 27/12/13)Je suis Prekas  (από soulto, 29/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του βλαχοδήμαρχου αλλά συχνά, εύστοχα προσωποποιημένο: Ο δήμαρχος Χαρχούδας.

Προέρχεται από τον κεντρικό ήρωα της Λιλιπούπολης, (περίφημη ραδιοφωνική εκπομπή του Γ' προγράμματος επί Χατζηδάκι), όπου τον υποδύονταν ο Βασίλης Μπουγιουκλάκης.

♪♫ Η λύσις είναι μόνο μία,
το πράγμα είναι φανερό,
χαρχουδική δημοκρατία
με μένα το Χαρχούδα αρχηγό ♪♫

1. Ερε γλέντια βγάλανε τον Χαρχούδα και Προεδρο ΙΣΑ

  1. Και γιατί δεν πρότεινε για #ΠτΔ τον Χαρχούδα; Που και δήμαρχος ήταν και αρκουδοπεταλούδα;

  2. Παπαχρήστος για δήμαρχος! Θα χάσει η δημοσιογραφία ένα αστέρι, αλλά θα κερδίσει η Αθήνα ένα Χαρχούδα

  3. ..ειδικά δε στο Χαρχούδα, αντί για αδριάντα μπορούμε να στήσουμε φουσκωτό effigy τύπου «Mr Stay Puft»

  4. Κατεβαίνω υποψήφια δημοτική σύμβουλος με τον Χαρχούδα. Διαδώστε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κανονικά, η χαμοκελάηδα ή χαμοκελάδα είναι ένα πουλάκι (τσίου-τσίου και τέτοια). Επιστημονιζέ λέγεται Anthus campestris και αγγλιστί tawny pipit.

Στην αργκό όμως έχει ιδιαίτερη σημασία:

Α) Της αμφιβόλου υπολήψεως (γιατί παρακαλώ;) γυναίκας που σκύβει πάνω απ' τα προβλήματα του κ. Jim Bookie (δηλ. «κελαηδήστε ωραία μου πουλάκια»),

Β) Του υποκριτή, ύπουλου και εν τέλει χαφιέ που κελαηδάει, δηλ. ξερνάει«λέει το ποίμα» (βλ. «Ένα Γελαστό Απόγευμα», 1979, σενάριο Φρέντυ Γερμανός, όπου ο Γ. Μιχαλακόπουλος υπενθυμίζει στο Ν. Κούρκουλο το παρελθόν του πατέρα του επί Κατοχής, λέγοντας «μερικά πουλάκια κελαηδάνε από πολύ μικρά», βλ. και αξιοσημείωτα ανατρεπτική ιστορία του μικρού Λιά στο ανθολόγιο του 1978, που «έψαχνε να βρει το πουλάκι που τα λέει όλα στη μαμά», να του στρίψει το λαιμό!) και

Γ) Γενικόλογο απαξιωτικό χαρακτηρισμό ή χιουμοριστική ψευτο-αδερφίστικη προσφώνηση (κυρίως μεταξύ ανδρών), όπως π.χ. χαμούρα, κουφάλα, ξελότσα, φραγκολουμπίνα, σκλεπού, Λάουρα, πρέσβειρα καλής θελήσεως, μουχρίτσα, κορδελλιάστρα κτλ-κτλ (π.χ. «άντε μωρή κουφάλα, τα κονόμησες πάλι»!)


Δεν είναι η μοναδική περίπτωση που έχουμε το φαινόμενο της προσωποποίησης ζώων για κάποιο ανθρώπινο χαρακτηριστικό (η μυθολογία, η δημοτική ποίηση κλπ έχουν χιλιάδες τέτοια).

Εδώ όμως, στο συμπαθές πετούμενο δεν αποδίδεται -σ’ αυτό καθ’ αυτό- κάποιο γνώρισμα ανθρώπινο ώστε να γίνει η αντιπαραβολή, αλλά είναι λόγω του αστείου ονόματός του, που γίνεται το λογοπαίγνιο (κελαηδάω + χάμω).

Π.χ. Κελαηδάω στην αργκό, σημαίνει «λέω το ποίημα» (ο ρουφιάνος λέγεται και «ποιητής»!), τραγουδώ, παραληρώ (συνήθως υπό επήρεια ουσιών) ή αναπαράγω οποιονδήποτε παράξενο ήχο.

Άλλωστε, ο λαιμός στην κλασσική αργκό λέγονταν τραγουδιστής (το στομάχι ψωμοσάκκουλο ή κουραδομηχανή, τα μάτια γκαβά κλπ) ενώ το αηδόνι ήταν εργαλείο διαρρήξεως όπως σκύλλα, καρακούτσος κλπ που εκτίθενται σε εγκληματολογικά μουσεία.

Το «χάμω» παραπέμπει σε χθαμαλές ή ύποπτες δραστηριότητες (π.χ. χαμοτρώω, χαμηλοβλεπούσα, χαμηλοπέφτης, χαμουτζής) κ.α.

Ούτω πως, στη νεοελληνική έχουμε τις εξής (ενδεικτικά) προσωποποιήσεις ζώων ή φυτών:

  • Μεγαλοκαρχαρίας = μεγαλουσιάνος, ταλαριούχος κλπ (σημειωτέον στην αγγλική loan shark λέγεται ο τοκοσλούρπ),
  • Κοκοβιός = μικρο-μαλάκας
  • Γαλιάντρα = τσαούσα μπαγιάτικη σύζυγος
  • Αλεπού = πονηράκιας (άκου και Μπουγά, που τα εξηγεί ωραία)
  • Νυφίτσα = ύπουλο ζιζάνιο, που χώνει τη μύτη του και σπέρνει διχόνοιες
  • Φάλαινα ή φώκια = υπέρβαρη κι ανοικονόμητη σύζυγος (ή πεθερά)
  • Βουβάλι = θηριώδους διαπλάσεως αλλά συνήθως μικρόνους τύπος
  • Σουσουράδα = σεμνότυφη που τον κρυφοπαίρνει
  • Μοσχάρι = αναίσθητος, αδιάφορος ή βλαξ
  • Κατσίκα ή γίδα ή γκιόσσα = η γλωσσού ή θρασεία γυναίκα
  • Τσαπερδόνα (αρβανίτικο τζαπερντόνε = σαύρα) = πεταχτούλα γκομενίτσα
  • Φυτό = σπασίκλας ή κατάκοιτος σε κώμα (νομίζω το τελευταίο είναι γαλλισμός)
  • Τσουκνίδα = κωλόγρια
  • Χαμομήλι = κοντοπίθαρος
  • Μούσμουλο = χρήμα, ηλίθιος ή σφαίρα (βλ. και ταυτόσημο «δαμάσκηνο» και άκου ρεμπέτικο «από πίσω απ’ τη στρατώνα» 1930 Κ. Καρίπης – Κ. Μπέζος)
  • Τζάνερο = χαζός (Ρουμελιώτικα το κορόμηλο ή ρίκι)

    κ.α. ων ουκ έστιν αρθιμός (sic) χώρια τα σύνθετα (π.χ. γατομούστακος = ο πάσχων από αλωπεκίαση του προσώπου όπως και σπανομαρίας, ποντικομαμή = το μουλωχτήρι κλπ), ενώ τρυγόνα, περιστέρα, παγώνα, ζαργάνα, κουκουνάρα κλπ, αποτελούσαν πάλαι ποτέ ερωτικές προσφωνήσεις της ελληνικής υπαίθρου.

Τέλος, σημειωτέον ότι στην ονοματοπλασία των λαών δεν έφταναν τα υπάρχοντα είδη της χλωρίδας και της πανίδας, αλλά επινοούσαν και φανταστικά όντα, όπως:

  • Πιθηκολιόνταρο
  • Δικέφαλος μαλακοχτυπητής
  • Νοξιανό ζαφούρι (κάτι που δεν ξέρουμε τί ακριβώς είναι)
  • Ζουλάπι
  • Αλεποδράκουλο
  • Αλ(ε)ποκούναβο
  • Αλποτσάκαλο
  • Ο Τίμιος Δικηγόρος (οι Εγγλέζοι που ξέρουν από χιούμορ έχουν στήσει παμπ στην Chancery Lane του Λονδίνου, όπου βρίσκονται τα δικαστήρια με τ’ όνομα «The Honest Lawyer»)
  • Ο Συνεπής Υδραυλικός
  • Ο Μάστορας που δεν κάνει ατσαλιές
  • Ο Πονετικός Γιατρός
  • Ο Δουλευταράς Δημοσιοϋπάλληλος
  • Ο Καλλιγράφος Φαρμακοποιός
  • Ο Μέσος Κοινωνικός Άνθρωπος
  • Ο Καραγκιόζης Φούρναρης
  • Η Γοργόνα με το Μεγαλέξαντρο
  • Ο Σούπερμαν (κατά κόσμον Κλαρκ Κεντ, σύγχρονο παλικάρι του παραμυθιού στο οποίο εναποθέτουν την σωτηρία τους οι μικροαστοί)
  • Ο Καγκασέιρο (Μπραζιλένιος υπερήρωας)
  • Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς (βαλκανικές ιστορίες με βακαλάους-τηγάνια και κόκκινες μηλιές)
  • Ο Μουτρωμένος Αυτοκράτορας (απω-ανατολικές ιστορίες με σούσι-γουώκ και πράσινες κερασιές) κ.α.

    Χωρίς βέβαια να ξεχνάμε την καταγραφή του Χοσέ Λουίς Μπόρχες «Το Βιβλίο των Φανταστικών Όντων» (Μπουένος Άιρες 1967), όπου παρελαύνουν μεταξύ άλλων:

  • Οι Άγγελοι του Σβέτενμποργκ

  • Η Αλυσοδεμένη Γουρούνα της Αργεντινής
  • Ο Α Μπάο-Α Κού
  • Οι Αμπτού και Άνετ
  • Η Αμφίσβαινα
  • Οι Αντιλόπες με τα έξι πόδια
  • Οι Άρπυιες
  • Ο Βασιλίσκος
  • Οι Βαλκυρίες (στον κόσμο είναι λιγοστές, όπως μας πληροφορεί λαϊκός αοιδός)
  • Η Γάτα του Τσέσαϊρ και του Κιλκέννυ
  • Οι Γνώμοι
  • Ο Γρύπας
  • Ο Ελέφαντας που πρόβλεψε τη γέννηση του Βούδα
  • Τα Έλφα
  • Το Ζαρατάν
  • Τα Θερμικά Όντα
  • Ο Ισοπεδωτής
  • Ο Ιχθυοκένταυρος
  • Το Κάμι
  • Τα Καλικατζαράκια
  • Το Καρβουνάκι (Carbuncle)
  • Ο Κατώβλεπας
  • Ο Κένταυρος
  • Ο Κέρβερος
  • Η Κινέζικη αλεπού
  • Ο Κινέζικος δράκοντας
  • Ο Κουτζάτα
  • Οι Κουτσοί Βούφνικς
  • Το Κράκεν
  • Ο Λαγός της Σελήνης
  • Οι Λάμιες
  • Οι Λέμουροι
  • Η Λερναία Ύδρα (και οι πολυμαθείς Σπέτσες)
  • Το Μαλλιαρό Τέρας της Φερτέ-Μπερνάρ
  • Ο Μανδραγόρας
  • Το Μαντιχώρα
  • Ο Μινώταυρος
  • Ο Μπάλνταντερς
  • Η Μπάνσχη (κέλτικα Banshee < ban = γυναίκα)
  • Το Μπάρομετζ
  • Το Μπάχαμουτ
  • Ο Μπούρακ
  • Ο Μυρμηγκολέων
  • Τα Νάγκα (και θεοί πείθονται)
  • Ο Νεκροφάγος
  • Ο Νέσνα
  • Οι Νόρνες
  • Οι Νύμφες (και τα νυμφίδια Θερμαϊκού και λοιπών κόλπων και κολπίσκων)
  • Το Οντραντέκ
  • Ο Ουροβόρος
  • Ο Όφις με τις Οκτώ Διχάλες (και ο Εργοτέλις με τις Εννιά)
  • Η Πανίδα των Καθρεπτών
  • Ο Πέριτον
  • Το Πουλί της Βροχής
  • Το Ρεμόρα
  • Το Ρούκχ
  • Η Σαλαμάνδρα
  • Οι Σάτυροι (γαλλιστί comme fromage)
  • Οι Σειρήνες (ίου-ίου)
  • Το Σιμούργκ
  • Το Σκουώνκ (lacrimacorpus dissolvens)
  • Η Σκύλλα
  • Οι Συλφίδες
  • Η Σφίγγα
  • Ο Τάλως
  • Ο Τ’ αο Τ’ ιέχ
  • Ο Αχέροντας (ό,τι θυμάται)
  • Τα Τζιν
  • Οι Τρόλς (γνωστοί και μη εξαιρετέοι)
  • Το Φαστιτόκαλον
  • Ο Φοίνικας (πας με το 3 Λεωφορείο από Β. Όλγας)
  • Οι Χάνιελ, Κάφζιελ, Άζριελ και Άνιελ
  • Ο Χαοκάχ ο θεός της βροντής
  • Η Χίμαιρα (άχιε με να χιαγαπάω χίμαιρα κλπ)
  • Ο Χοτσιγκάν
  • Ο Χουμπαμπά,

    καθώς και αμέτρητα άλλα που συνάντησαν στις περιπλανήσεις τους οι πιωμένοι ναυτικοί των 16ου – 19ου αιώνα, οι σαλταρισμένοι χίπηδες των 60’ς και ο Λιακόπουλος...

  1. - Πού’ σαι μωρή χαμοκελάηδα;
    - Που’ σαι ρε πεθαμένε;
    (φίλοι)

  2. - Τελικά τί θα γίνει, θα βγούμε το βράδυ με τη Μαίρη;
    - Τσου.
    - Γιατί ρε συ; Αφού σε γουστάρει το εργαλείο...
    - Βρε άσε με, με τη χαμοκελάηδα! Έχει πάρει το μισό Παγκράτι, θες ν’ αρπάξω κανα σκουλαμέντο, για τέτοια είμαστε;

  3. - Καλός άνθρωπος ο κυρ-Γιώργης...
    - Ποιος, ο ψιλικατζής; Κούνια που σε κούναγε κακομοίρη μου! Ξέρεις τί χαμοκελάηδα είν’ αυτός; Αναστέναξε η γειτονιά επί Χούντας με το μπούστη...

η χαμοκελάηδα (από tryager, 18/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ macho gay. Ο υπέρ το δέον φουσκωτός σε στυλ άγριου πορτιέρη αλλά με πωπό λουγκρίτας. Μιλάμε για πολλές ώρες σε γυμναστήριο (συν κάμποση αναβολικούρα μέσα, για να δέσει το γλυκάκι). Συνήθως made in USA. Το στυλάκι φοριέται πολύ στη Μύκονο. Άντε παιδιά, καλούς απογόνους...

Έχουνε γίνει όλοι φουσκωτόπουστες. Ούτε να τους κράξεις δεν μπορείς πλέον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φίλοι ναζιάρηδες που τους ενώνουν παλιά δεσμά (χειροπέδες, μαστίγια, νουντσάκου, διάφορα μαύρα δερμάτινα παραφερνάλια) και χόμπι (πάκι μπάτσινγκ, σ(ωματ)οδομισμός, εκδορά μικρών θηλαστικών).

Δεν έχουν ιδιαίτερη έφεση στην σλανγκ, νομίζω;

Βλ. επίσης: ναζός, αυγά, χρυσά αυγά, χρυσαύγουλα, πουστωδία, 88.

Πάσα: ΜΧΣ.

- Ο Άδωνις και ο Κασιδιάρης γνωρίζονται από παλιά, φίλοι αδολφικοί που λένε.
(τσίου, εδώ)

- Ακροδεξιό Αδέξιο Αδολφάτο Σε λίγο θα μυνήσουν τους εαυτούς τους για «ακατάσχετη ακράτεια ήθους», και τον Θεούλι, για «μη ελεγχόμενη βιοποικιλότητα κατά την δημιουργία», (σχέδια, χρώματα, διαστάσεις κτλ)
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι κολλητός με μία γκόμενα, δεν είναι γκέι και προφανώς επιδιώκει να καρπωθεί σεξουαλικώς την όλη σχέση, αλλά ανεπιτυχώς. Φυσικά, η γκόμενα έχει τον κύριο λόγο για το τί θα κάνει το «παρεάκι» και καταλήγει να της κάνει όλα τα χατίρια, να συμμετέχει σε γκομενοσυζητήσεις, ενίοτε να την βοηθά στα αισθηματικά της προβλήματα και επομένως να ζει σαν γκόμενα, με μια μικρή, βεβαίως, βιολογική διαφορά.

-Μεγάλε, ωραίο το γκομενάκι απέναντι, αλλά είναι με ένα τυπά.
-Όχι ρε μη μασάς, τον ξέρω αυτόν, φιλενάδα με πούτσο είναι. Χώσου εσύ.

(από Khan, 10/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά «το σύστημα φάτους όλους» ή «fatousolous». Ουδεμία σχέση με την ομώνυμη εκπομπή.

Ορισμοί:

  1. Ποδόσφαιρο ή άλλα ομαδικά αθλήματα:

Το σύστημα φάτους όλους είναι το συνώνυμο με το σύστημα «πάρτε τους τα σώβρακα«. Σύνηθες σύστημα σε προπονητές υψηλού επιπέδου (βλ. Αλέφαντος). Όταν αναφέρεται στη συνολική τακτική της ομάδας, σημαίνει «πατήστε τους». Όταν χρησιμοποιείται για την αμυντική τακτική, σημαίνει «ή ο παίκτης ή η μπάλα» (κοινώς κατενάτσιο).

  1. Video games

Χαρακτηρίζονται fatousolous τα kill 'em all video / PC games, στα οποία ο παίκτης δεν σκέφτεται τίποτα, απλά εξολοθρεύει ό,τι κινείται στο τερέν, πατώντας το fire μέχρι εξαρθρώσεως του δακτύλου ή του πληκτρολογίου / χειριστηρίου.

  1. Επαγγελματική δραστηριότητα

Προσδιορίζει τον τρόπο δράσης του επαγγελματία ή της επιχείρησης, όταν οι επαγγελματικοί στόχοι επιτυγχάνονται πατώντας επί πτωμάτων.

  1. Μπείτε μέσα και παίξτε φάτους όλους. Δεν έχουνε ομάδα.

  2. Τα μπακ τα θέλω φάτους όλους. Μη δω κανέναν και φεύγει μπροστά!

  3. Ρε τι να αγοράσω για το PS3; Στρατηγικής ή fatousolous;

  4. Το doom; Κλασικό fatousolous. 3 Πληκτρολόγια έσπασα μέχρι να το τελειώσω.

  5. Ήταν φάτους όλους από την αρχή, γι' αυτό έγινε διευθύντρια σε 5 χρόνια.

  6. Ρε οι πολυεθνικές είναι φάτους όλους. Ρημάξανε την αγορά.

(από dimitriosl, 22/03/10)(από dimitriosl, 22/03/10)...honor y gloria a Pablo Garcia (από euripidisk, 22/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φίλη μου που τρώμε μαζί μέχρι σκασμού στα Μακγκούτις πριν να ρίξουμε τα κορμιά μας στην πισίνα κι όποιον πάρει η πλημμυρίδα.

- Πού είσαι φαλενάδα; Σ' ακούω μα δε σε βλέπω.
- Προσπαθώ να πάρω τη στροφή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν κάποιος/ -α είναι τόσο χοντρός /-ή που μπορείς να τον διακρίνεις και από το google earth.

- Ρε μαλάκα η Μαρία είναι αυτή; Πώς πάχυνε έτσι;
- Γάμησε τα, φαίνεται μέχρι και από το google earth.

Με την καυλή έννοια (από Khan, 16/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού «cheat»: εξαπατώ, απατώ, παραβαίνω τους κανόνες παιχνιδιού, απατεώνας.

Ανάλογα με την περίσταση λοιπόν, μπορεί να σημαίνει:

  • Πως κάτι (ή κάποιος) τα σπάει, είναι σούπερ γουάου!!, γαμάτο, και γαμώ, άπαιχτο, αμαρτία σκέτη.

  • Το κλου μιας ιστορίας, το χάιλαϊτ ενός θεάματος.

  • (Στο σύμπαν των γκέιμερ) Το σπαστήρι, το κρακ, το προγραμματάκι που χρησιμοποιεί κάποιος για να πάρει λέβελ ή να νικήσει τους αντίπαλους ιντερνετικούς συμπαίχτες ξεγελώντας το παιχνίδι με το να αποκτήσει κάποιο πλεονέκτημα που θα κάνει τη διαφορά (περισσότερα εφόδια, όπλα, ζωές κλπ). Συντάσσεται συχνά με τα «κάνω», «μπαίνει», «βάζω».
    Σ’ αυτό το σύμπαν, χρησιμοποιείται και σαν πρώτο συνθετικό σε σχεδόν οτιδήποτε μπορεί να εκτελέσει την απατεωνιά.

  • Σε διαλέκτους (π.χ. Ποντιακά, Πλωμαριανά), χρησιμοποιείται με την ίδια ακριβώς έννοια με το καταγεγραμμένο «τσίτι»: το βαμβακερό ύφασμα με τυπωμένα εμπριμέ σχέδια (αυτό εκ του τούρκικου «çit» με περσική καταγωγή) σαν μέρος συνήθως της γυναικείας φορεσιάς.

  • Τα τσιτ-μιλ / τσιτ-μηλ (εκ του αγγλικού «cheat meal»), παίζουν πολύ μεταξύ όσων κάνουν δίαιτα ή, όπως π.χ. στα μποντιμπλιντεράδικα σινάφια, διατροφή.
    Σημαίνουν το προβλεπόμενο εκείνο γεύμα, που λαμβάνει χώρα μια στις τόσες και όπου ο εν διαίτη την καταστρατηγεί προκειμένου να μην κρασάρει ψυχολογικά και την εγκαταλείψει, τρώγοντας ό,τι απαγορευμένο ποθεί κολασμένα, σε ελεγχόμενη ποσότητα βεβαίως-βεβαίως.

  1. Kι εγώ στο save μου το 2015 είμαι, αλλά ρε φίλε ο Κυριάκος Παπαδόπουλος πολύ ΤΣΙΤ!!

  2. - Γιατί ρεε;;;; Εμένα o fierro με έχει κάνει πολύ δουλειά.
    - Κι εμένα ο Sanogo!!!!!!! Σεντερφοράρα!!!!!!!!
    - Εννοείται για αυτό έγραψα ότι είναι τσιτ.

  3. …Tο λεγόμενο τσιτοσούτ, που να δεις τα knuckle εν κινήσει που είναι επίσημα δεν είναι τσιτ, τις ακυρωμένες ντρίπλες που και αυτό θέλει να είσαι γρήγορος και να έχεις βάλει αυτόματη άμυνα, αλλά και το απίστευτο το τσιτοφουλ που η μπάλα λόγω glitch είχε προωθηθεί (στο online δεν γίνεται και στο offline θέλει άπειρη προσπάθεια) ...ρε σου λέω ξέρω τι παίζω γι αυτό είχα ξενερώσει το καλοκαίρι με το προ και το έβριζα, απλά δεν μπορώ να μου βρίζουν το προ και να λέμε το φίφα ότι δεν έχει προβλήματα ...εκεί σπάζομαι φέτος το φίφα πέρα από τα αρνητικά που γράφω (κυρίως για να τα προσέξετε οι fan) εμένα μου άρεσε αρκετά δλδ αν δεν ήταν τόσο φτιαγμένο το προ, φίφα θα έπαιρνα χαλαρά.
    …..
    ΥΓ3. Το τσιτοσούτ το 'ξέραν όλοι οι έλληνες. Οι ξένοι επειδή έπαιζα online μένανε βλάκες.

  4. Οι πλούσιοι και οι άρχοντες φορούσαν ακόμα ποτούρ από σαγιάκι (αμπάν) και τσόχα από το ίδιο ύφασμα, σκέπαζαν δε το κεφάλι τους με κουκούλα από δέρμα αρνιού και αργότερα φέσι, που το περιτύλιγαν με μαύρο τσίτι.
    Πολύ απλή ήταν και η φορεσιά των γυναικών αποτελείτο από ζουπούναν, τσόχαν , σπαλέρ και τσιτ.

  5. - Κατερίνα έχουν πει οι κοπέλες πως η σφολιάτα ανεξαρτήτως υλικών έχει 1 μονάδα τα 3 κομμάτια.
    - Με ποια λογική; Δεν κοιτάμε τα συστατικά για να μετρήσουμε μονάδες; Εγώ αυτές τις συνταγές με σφολιάτα τις βρίσκω κοροϊδία. Καλυτέρα φάε ένα κανονικό γλυκό και πες ότι έκανες ένα τσιτ μιλ, όχι να θεωρείς ότι είναι σωστό κομμάτι υγιεινής διατροφής. Γνώμη μου.

στο 14:12\' (από sstteffannoss, 19/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified