Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Selected tags

Further tags

Αυτός / αυτή που ξεπετάει κάτι με με μεγάλη ευκολία ή που ξεπετιέται εξίσου εύκολα (στην περίπτωση αυτή είναι συνώνυμο της ξεπέτας).

  1. Ο υπάλληλος ήταν σπίντα, μεγάλη ξεπεταδούρα σου λέω, τελειώσαμε σε 5 λεπτά ενώ στο διπλανό ταμείο είχε ουρά 7 άτομα.

  2. Υπηρεσία: Χιουμοριστική από μία άποψη, αλλά όταν της ζήτησα να ψεκάσει το δωμάτιο με αρωματικό επειδή μύριζε κλεισούρα ή τσιγαρίλα ή και τα 2, μου είπε δεν έχω. Το κορυφαίο ήταν όταν μπήκε μέσα πριν ανοίξω την πόρτα εγώ, για να φύγω και μου λέει:-«Νόμιζα ότι είχες φύγει!». Πως θα έχω φύγει; Μήπως διακτινίστικα και δεν το ξέρω; Μου είχε πέσει το ρολόι κάτω :angry:και προσπαθούσα να το φτιάξω, αλλά και πάλι δεν έκανα τόσο πολύ, οπότε ξεπεταδούρα και η υπηρεσία.

(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published

Ἡ παροχὴ ἀγαθοῦ τινος, ἐν ἀνεπαρκείᾳ εὑρισκομένου, πρὸς ὁμάδα ἀνθρώπων, ἔτσι ὥστε αὐτοὶ νὰ πρέπῃ νὰ διαγκωνισθοῦν, προκειμένου νὰ τὸ ἐξασφαλίσουν γιὰ τὸν ἑαυτόν τους ἕκαστος.

Ἡ λέξις προέρχεται εἴτε ἀπὸ τὴν «βουτιά» (plongeon), ποὺ χρειάζεται νὰ κάνῃ κάποιος γιὰ ν' ἁρπάξῃ τὸ ἀντικείμενο, εἴτε ἐπειδὴ αὐτὸς ποὺ τὸ ἅρπαξε, τὸ «βούτηξε» ἀπὸ τοὺς ἄλλους.

βουταρία ἦταν συνηθισμένη ὅταν ἤμουν στὸ Δημοτικό. Κάποιοι πιτσιρικάδες γούσταραν πότε-πότε νὰ βλέπουν τοὺς ἄλλους νὰ πλακώνωνται γιὰ καμμιὰ γκαζὰ ἢ καμμία κάρτα μὲ σημαῖες κρατῶν, ποὺ ἦταν τὸ συλλεκτικὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου, στὰ χρόνια ἐκεῖνα. Συχνότερα εἶχε τὸ κίνητρο τοῦ νὰ αἰσθανθοῦν ὑπεροχὴ ἔναντι τῶν ὑπολοίπων, καὶ σπανίως τὴν πραγματικὴ πρόθεσι νὰ χαρίσουν κάτι ποὺ τοὺς περίσσευε ἢ δὲν ἤθελαν πιά.

Φαίνεται ὅτι ἡ βουταρία ἐπανέρχεται στὴ μόδα, διότι ἐχρησιμοποιήθη ἀπὸ τὴν Προεδρία τῆς Δημοκρατίας (μας), βλ. παράδειγμα 2.

  1. - Ρέέέέέέ! Ἀκοῦτε ρέέέ! Βουταρία ἕνα χαρτάκι Ζανζιβάρη!
    - Ρίχτο ρέέέέέέ!

  2. Σχόλιο ἀπὸ τὶς εἰδήσεις τῆς 10/11/11 (ἐπέκειτο ἡ ἀνακοίνωσι τῆς πρωθυπουργοποιήσεως Παπαδήμου. Στὶς 9/11/11 εἶχε ἀνακοινωθῆ ἡ πρόθεσι νὰ πρωθυπουργοποιηθῇ ὁ Πετσάλνικος μὲ τὴ μέθοδο τῆς βουταρίας):
    Ὁ κ. Μπίτσιος θὰ διαβάσῃ τὴν ἀνακοίνωσι τῆς Προεδρίας καὶ μετὰ θὰ μοιράσῃ τὸ κείμενο στοὺς δημοσιογράφους. Ἐλπίζουμε νὰ μὴν ξαναγίνῃ τὸ μοίρασμα μὲ τὴ μέθοδο τῆς βουταρίας, ὅπως χθές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω τσίου: τουιτάρω, καταγράφω την άποψή μου μέσω Tweeter.

Από την Λεξιλογία αντιγράφουμε σχετικό γλωσσάρι:

  • Tweeter: τιτιβιστήριο, κανάρα, ορνιθώνας, πτηνοστάσιο,
  • Tweet: τιτίβισμα, τσίου,
  • Nice tweet: κελάηδισμα,
  • Awful tweet: κρα,
  • Retweet: τιτιτίβισμα, τσίου-τσίου,
  • Nice retweet: κεκελάηδισμα,
  • Awful retweet: κρα κρα.

- Ανά το κόσμο θα βρούμε κατομύργια αθρώπους να στέλνουν από το αππ του άι-φον τους τσίουζ («μια στιγμή να πάω τουαλέτα και φεύγω», «έλα, βρήκα ταξί σε 20 είμαι εκεί», «ρε σεις τι ώρα είναι;», «βαριέμαι να κάνω τσίου» και άλλες απίθανα χρήσιμες πληροφορίες).
(εδώ)

- Τι κάνει τσίου-τσίου στα κεραμίδια του Μαξίμου; Ο Ευάγγελος Βενιζέλος που θέλει να γίνει πρωθυπουργός, φυσικά! Στα τσίου-τσίου του αναπληρωτού πρωθυπουργού, δεν έχει δοθεί μέχρις στιγμής διευκρινιστική δήλωση του Γιώργου Παπανδρέου. Αποκλείεται να μην έχει ακούσει τα κελαηδίσματα του Ευάγγελου στο twitter ο gadgetάκιας πρωθυπουργός (;). (εκεί)

- ο καθένας έχει από ένα μινι-ιστολόγιο για να δημοσιεύει sms και τα επανατσιουτάρει ό,τι του αρέσει ή να απαντάει στο τσίου με re-τσίου-στα-μούτρα-σου κουλουπού. (παραπέρα)

Τσίου! (από Vrastaman, 13/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον καταθλιπτικό λήμμα, αλλά τείνει να πάρει διαστάσεις κανονικής λέξης και όχι απλής slang. Πρόκειται για χαρακτηρισμό των συμβασιούχων εργαζομένων, οι οποίοι σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα «Παυλόπουλου» (Π.Δ. 164/2004), μετά το πέρας 24 συνολικά μηνών εργασιακών τους συμβάσεων υπό ενός φορέα, δεν έχουν το δικαίωμα να ξανασυνάψουν σύμβαση εργασίας υπό αυτόν τον φορέα ποτέ ξανά στη ζωή τους.

Μερικά επαγγέλματα δεν επηρεάζονταιι τόσο, όπως π.χ. οι γεωπόνοι, οι οποίοι μετά το πέρας των 24 μηνών μπορούν να ανοίξουν δικό τους γραφείο.

Άλλα, επηρεάζονται λιγότερο από αυτό το διάταγμα, π.χ. οι δασονόμοι, οι οποίοι μετά το πέρας της διετούς τους εργασίας υπό τη δασική υπηρεσία ενός νομού μπορούν να συνάψουν σύμβαση μόνο με δασική υπηρεσία κάποιου άλλου νομου -με την οποία φυσικά δεν έχουν συμπληρώσει 2 χρόνια σύμβασης κατά το παρελθόν και βέβαια, ο χρόνος εργασίας τους εκεί, δε θα ξεπερνάει αυτό το πλαφόν χρονικό διάστημα.

Τέλος, υπάρχουν άλλα επαγγέλματα που παρέλυσαν με αυτό το διάταγμα, όπως αυτά του Υπουργείου Πολιτισμού, αφού οι συμβασιούχοι εκεί αναγνωρίζονται ως εργαζόμενοι ενός και μόνο φορέα: του αυτού υπουργείου. Ως αποτέλεσμα, μετά το πέρας των 24 μηνών, οι συμβασιούχοι του Υπουργείου Πολιτισμού δεν έχουν δικαίωμα ουδέποτε να συνάψουν σύμβαση δημοσίου δικαίου και άρα να ξαναεργαστούν στον τομέα τους (για όσους απορούν γιατί πέρυσι έκλεισε η Ακρόπολη από απεργούς).

Οι 24μηνίτες είναι μια από τις πιο πρώιμες εκφάνσεις της κρίσης που χτύπησε την Ελλάδα, μιας και η εν λόγω νομοθεσία ψηφίστηκε εν έτει 2007. Φυσικά, δεν πρόκειται να αλλάξει: απώτερος στόχος είναι ο εκάστοτε συμβασιούχος να μην καταφέρει ποτέ να μαζέψει μέσω συμβάσεων τα απαραίτητα για τη μονιμοποίησή του μόρια. Και εις άλλα!

λοιπόν πάρτε αποφάσεις και ανακοινώστε μας το τι θα κάνετε. Δεν μπορεί κάποιοι που δεν έχουν το δικαίωμα που έχουμε εμείς τώρα να το έχουν αργότερα και εμείς όχι!

Αναρτήθηκε από σωματειο αδιοριστων 24 μηνιτων του ΑΣΕΠ στις 8:45 π.μ. (εδώ)

Εμείς ως μέλη του σωματείου 24μηνιτών με ΑΣΕΠ στηρίζουμε των αγώνα του πολύπαθου κλάδου των συναδέλφων μας και δηλώνουμε την αμέριστη υποστήριξή μας. (εδώ)

Υπουργός Εργασίας επί ΝΔ, "κ." Πρ. Παυλόπουλος (από mafie, 16/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που έχει σχέση ή θυμίζει ή αρμόζει σε κλαμπάκι.

Κλαμπίσιο λέμε συνήθως ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, ως προς το ύφος και τον ήχο του (δηλ. να χαρακτηρίζεται από έντονο και χορευτικό μπιτ και να έχει μεγάλη διάρκεια, ή έστω να έχει ηχητικά εφέ που χαρακτηρίζουν συνήθως ένα τέτοιο κομμάτι).

Λέμε όμως και τον ήχο αυτό καθεαυτόν που βγαίνει από ηχεία τα οποία «φωνάζουν», δηλ. προορίζονται για τις παραπάνω μουσικές και όχι πχ για τζαζ ή κλασική, οι οποίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις (όγκο, βάθος, ευκρίνεια κλπ)

Κλαμπίσιο λέμε και το ύφος ενός μαγαζιού ή μια φωνή ή, τέλος, ένα στυλ ντυσίματος που συνηθίζεται στα κλάμπζζζ, δηλ. σέξυ, φανταχτερό, αποκαλυπτικό κλπ.

Από το αγγλικό club.

Σπανίως λέγεται και για κλαμπ με την έννοια της λέσχης (βλ. παρ. 7).

  1. Ζορικο ειναι,κλαμπισιο.Ραδιοφωνικο δε θα το λεγα,εχει κάπως ένα undergroud υφακι. Γερμανικό electro gothic μου κάνει σαν ατμοσφαιρα

  2. Ευτυχώς η μουσική προχωράει και εξελίσσεται σε άλλα μέρη του κόσμου οπότε δεν στερούμαστε μουσικών ακουσμάτων...και ναι φίλε μου, ακόμα και. «κλαμπίσια»

  3. Ο δισκοθέτης επέλεγε μουσική κλαμπίσια, αισθητικώς ανώτερη των γραικυλικών αλυχτισμάτων.

  4. Σκέφτομαι να στήσω ένα συστηματάκι ηχείων κλαμπίσιο για να έχω «εικόνα» ήχου στυλ club

  5. Όπα ρε μάστορα θα μου πείτε(με το δίκιο σας) και απο ποιότητα τί γινεται;Άμα είναι απλά να φωνάζουν πάω και αγοράζω 2 κλαμπίσια ηχεία και ξεμπερδέυω.

  6. Τόπος συνάντησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας το Villa Mercedes, έδωσε στο Γκάζι την κλαμπίσια αίγλη που χρειαζόταν.

  7. Οι Llumar Titanium μπήκαν σήμερα, στο κατάστημα Ψυχικού. Όλα καλά και τιμή κλαμπίσια...
    με γεια σου σταυρο! σου ζήτησαν κάρτα μελους ή απλα ειπες οτι εισαι απο το club;

Kλαμπίσιο σάντουιτς (από Vrastaman, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαράκι, μπυραρία ή γενικότερα βραδινό μαγαζί το οποίο συνδυάζει χαμηλούς φωτισμούς και σένσουαλ /ρομαντική μουσική σε μέτρια ένταση, και το οποίο προτιμάται σχεδόν κατ' εξοχήν από ζευγαράκια σε πρώτα (ή κάποια από τα πρώτα) ραντεβού. Συνδυάζεται με μέτρια κατανάλωση ποτού (απαγορεύονται οι λιώμες), περιοδική επαφή χεριών και λάγνα βλέμματα.

Με αυτόν τον τρόπο, αυτός που επέλεξε το κατάστημα προσπαθεί να επιδείξει ταυτόχρονα καλό γούστο, αλλά και σαφή διάθεση σεξουαλικής περίπτυξης προς τον άλλο.

Ήταν πιο rock το μαγαζί όταν άνοιξε, τώρα έρχονται όλο ζευγαράκια και παίζει μπαλαντούλες λες και είναι προκαταρκτικάδικο.

3.47: Το κατάρτι δεν θέλει πια προκαταρτικά. (από Khan, 08/01/12)

Σύγκρινε με καμακομάγαζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπιστευτική πληροφορία που πηγάζει από εσωτερική πληροφόρηση γύρω από ένα σημαντικό ζήτημα και διοχετεύεται σε καίρια χρονική στιγμή.

Κλασσικά, τα σιγουράκια παίζουν πολύ σε κάθε είδους αθλητικά στοιχήματα: μια έγκυρη πληροφορία π.χ. ότι ο προπονητής της Θύελλας Ποντοκερασιάς είπε στους παίχτες του στη διάρκεια της τελευταίας πριν το ματς προπόνησης «Προσέξτε να μη φορτωθείτε πολλές κάρτες», μεταφράζεται ως προτροπή για μειωμένη αγωνιστικότητα, άρα απόδοση της ομάδας του, οπότε εξάγεται με σχετική ασφάλεια το συμπέρασμα ότι νικητής της αναμέτρησης θα στεφθεί η αντίπαλη ομάδα. Τέτοια σιγουράκια, πάντα πληρώνουν καλά.

  1. Σιγουράκι η πτώχευση της Ελλάδας! ο πρώτο φαβορί παγκόσμια για να κηρυχτεί σε πτώχευση παραμένει η Ελλάδα. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν οι ειδικοί μπουκμέικερς. (από εδώ)

  2. Ξέρει κανείς τι είπε ο Υπουργός Υγείας στην Κυβερνητική για το θέμα του ποσοστού κέρδους των φαρμακείων; Κάνα σιγουράκι;

(από Vrastaman, 22/11/11)

Συνώνυμο: στανταράκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδηγός νταλίκας, ο νταλικέρης, με ολίγον υποτιμητική και ειρωνική διάθεση.
Δες και νταλίκαμαν.

Και κατεβαίνει που λές κάτω ο νταλίκερμαν και τι να δω ρε μαλάκα; Ένα γομάρι δυο μέτρα, σωστή ντουλάπα μιλάμε! Έπαθα την πλάκα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.

  2. Ανάλογα με την αρχιδοκατάσταση και το εργαλείο.

  1. - Ο Γιάννης άρχισε να κάνει παρέα μ' αυτό το ζώον το Μάριο.
    - Ό,τι σκατά και το φτυάρι!

  2. - Τώρα που πέφτει έξω κι η Ιταλία, μάλλον θα αναγκαστούν επιτέλους οι Γερμανοί να εκδώσουν το Ευρωομόλογο.
    - Ό,τι σκατά και το φτυάρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουαναμπής είναι αυτός που wanna be, ο φιλόδοξος από ματαιοδοξία ένα πράμα, σε βερσιόν και προφορά ελληνική και μάλιστα κλίνεται: ο γουαναμπής, του γουαναμπή, πληθ: οι γουαναμπήδες. Πάντα και μόνο στο αρσενικό.

Για περισσότερα, παραπέμπω στον πληρέστατο ορισμό του sarant εδώ και κατά τ' άλλα απλώς καταγράφω στο σλανγκρ τη λέξη παραθέτοντας και παραδείγματα από το νέτι.

  1. Τέλος πάντων, πνευματικός άνθρωπος γουαναμπής, δεν δίνω σημασία σε ελάσσονα πολιτικά ζητήματα, και σπεύδω να διαβάσω το όντως αξιοδιάβαστο ένθετο για τον πολιτισμό, τις τέχνες και το βιβλίο...

  2. Στην δεύτερη φωτό είναι κάποιος πρώην χορευτής μπρέηκ-ντάνσινγκ από το πρώην ανατολικό μπλοκ που βλέπει πρώτη φορά τόουνλαμπ, δεν ξέρει τι κάνει αλλά έχει χεστεί από την χαρά του που έχει κάτι που δεν ξέρει τι στο διάλο κάνει. Αγνός νεοκαπιταλισμός, ροκ-γουαναμπής και κ***ς φινιστρίνι.

  3. Διαμαρτυρόμεθα εντόνως διότι το δράμα που ζει στις φυλακές του Κορυδαλλού ο Ντάφυ Ντακ δεν συγκινεί κανέναν! Αλλά έτσι είναι βέβαια, ο Πόρκυ που είναι μικροαστός γουαναμπής να βγει, ο Ντάφυ να σαπίσει διότι είναι αναρχοαυτόνομος

από το δίχτυ όλα κι άλλα πολλά.

(από Khan, 25/11/11)(από Khan, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified