Selected tags

Further tags

Ως που-σαι-συ ορίζουμε τον τύπο χαζοχαρούμενης γκόμενας, η οποία όταν συναντά όμοιες της αντικαθιστά το ανθρώπινο «γεια, τι κάνεις» με το «που'σαι συ».

Συνδυάζεται απαραίτητα με υψίσυχνη φωνή (σε επίπεδα σκύλων και εξωγήινων), ύφος πάπιας (σούφρωμα χειλιών) και εμφάνιση πάντοτε στην πένα, ακόμα κι όταν η περίσταση δεν το απαιτεί (π.χ. μάθημα στη σχολή) - ή μάλλον ειδικά τότε, που όλες οι άλλες είναι ντυμένες κανονικά.

Ελέγχεται επίσης η πιθανότητα μετατροπής της ορθογραφίας του λήμματος σε «puss-εσύ».

Εντάξει, στην αρχή φαίνεται ωραία η γκόμενα, αλλά είναι bimbo στα όρια της που-σαι-συ και δεν αντέχεται για κουβέντα πάνω από πεντάλεπτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός βαθμός του έχω χάσει επεισόδια, ήτοι είμαι εκτός των πραγμάτων, χωρίς ενημέρωση, εδώ και πάρα, πάρα, πάρα πολύ καιρό.

Από το αγγλικό season (στην προκειμένη, κύκλος επεισοδίων τηλεοπτικής σειράς).

- Κολλητή τα μαθες; Η Λίτσα χώρισε!
- Καλά, έχεις χάσει σήζον μου φαίνεται. Τα 'φτιαξε με τον Μπάμπη τον σιδερά!
- Σοβαρά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκυλί ειδικά εκπαιδευμένο για τη φύλαξη ανολοκλήρωτων οικοδομών (κοινώς «γιαπιά»). Τείνουν να στέκονται στην άκρη και να προστατεύουν το γιαπί όχι μόνο από ανθρώπους αλλά και άλλους σκύλους. Ένας σκύλος είναι η μεγαλύτερη απειλή για έναν άλλο σκύλο καθώς μπορεί να απειλήσει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία την οποία προστατεύει.

Αρχική δημοσίευση: γιαπόσκυλο.

Ρε συ Κοσμά αρχιμπετατζή, λες να συμβεί τίποτε που αφήνω την οικοδομή αφύλαχτη με όλα τα υλικά χύμα χωρίς να έχω ούτε καν ένα γιαπόσκυλο;

(από anandam, 29/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό leak (= διαρρέω). Το χρησιμοποιούν οι τζαμπατζήδες που κατεβάζουν από το ίντερνετ για να δηλώσουν ότι ένα άλμπουμ ή μια ταινία υπάρχει στο ίντερνετ ενώ δεν έφτασε η επίσημη ημερομηνία κυκλοφορίας. Συνήθως μιλάμε για πέντε έξι μέρες πιο νωρίς.

- Άκουσα το νέο άλμπουμ των Mars Volta!!!!
- Τώρα; Έχει λικάρει δω και μια εβδομάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση έμπνευσης όπου ο αργκοδαίμων επιδίδεται σε ακατάσχετη αργκογραφία και αργκολογία, πολλές φορές εκνευρίζοντας τους οικείους του με αυτή του την εμμονή.

Σε περιπτώσεις οξείας αργκοδαιμονίας οι αργκίατροι συνιστούν αργκανάπαυση, αποχή από αργκογενή και αργκογόνα περιβάλλοντα (π.χ. slang.gr) και αργκαγωγή με εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης αργκοτονίνης (Selective Argotonin Re-Uptake Inhibitors - SARIs).

- Τα 'μαθες κολλητάρι;
- Τι έγινε ρε Μήτσο;
- Ρε συ τον Μπάμπη, τον κλείσανε μέσα.
- Μέσα πού, ρε;
- Στο Αιγινήτειο. Μας είχε ταράξει όλους με την αργκοδαιμονία του, κοντεύαμε να βγάλουμε σπυριά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός ή αλλιώς η μαλακία.

Είμαι πολύ κουρασμένος. Πάω σπίτι για ξεπετσιά και ύπνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σερφάρει στο Internet, αλλά με συχνότερη ένταση από έναν μέσο άνθρωπο.

Εσύ που είσαι ιντερνετάκιας και έχεις μαύρη ζώνη στα κομπιούτερ, δεν έρχεσαι να μου δείξεις πώς να κατεβάσω ταινίες μέσω torrent;

(από HardcoreGR, 07/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ίζολ σημαίνει νομίζω. Η λέξη προήλθε από τις (καταπληκτικές) δηλώσεις Πατρίκ Ογκουνσότο μετά την λήξη του αγώνα Εργοτέλης - ΟΦΗ και χρησιμοποιείται συνήθως για να δώσουμε αστείο ύφος στην πρότασή μας. Είναι άκλιτο.

- Ρε συ, ο Στέλιος γιατί δεν ήρθε στο γήπεδο την Κυριακή; Βγήκε με την γκόμενα;
- Έτσι ίζολ, δεν είμαι σίγουρος.

- Ψωνίστηκε ο νουμπάς ο Ανδρέας ή μου φαίνεται;
- Ναι ρε, βγήκε πρώτος χθες και ίζολ ότι κάποιος είναι τελοσπάντων...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπάς που ο αχτύπητος συνδυασμός προσόντων και ικανοτήτων που διαθέτει (ζηλευτός από κάθε συνειδητό κι ευσυνείδητο στρατόκαυλο -κι όχι μόνον) δεν εξαντλείται στο να μη φορά βρακί και να ‘ναι φιτ.

Κάτι στο βλέμμα (δε μασώ τον μπούτσο μου), κάτι στον τόνο της φωνής (εγώ μια φορά μιλάω), στη στάση του σώματος (έτοιμος για όλα) φωνάζει πως το ‘χει το κομαντιλίκι στο αίμα του, ακόμη κι όταν χρόνια μετά, με άλλους σειράδες, θυμάται ιστορίες του στρατώνα χτυπώντας μπιρόνια που άνοιξε με το νύχι.

Προκαλεί αύξηση της σχετικής υγρασίας σε μουνώνες (αλλά και βιτσιόζους παντός είδους) μια και πείθει πως είναι ντούρασελ ακόμη και μετά από εξτρίμ καταστάσεις.

Ειρωνικά, συνώνυμο του πτωμάντο.

1.
Το λεπτό σημείο είναι ότι σε γενικές γραμμές ο ΣΞ έχει χαλαρώσει πολύ σε σχέση με το '80, π.χ., ενώ η ΠΑ ήταν από τότε καραπουτσαριό (λόγια ανθρώπων που υπηρέτησαν τότε), οπότε υπάρχει μια σχετική (και μόνο) σύγκλιση. Από εκεί και πέρα επειδή κανείς μας δεν είναι στρατόκαυλος και δεν έχει όρεξη να το παίζει κομαντερός και καλά, ας μην αρχίσουμε να συγκρίνουμε τις εκπαιδεύσεις (και κυρίως ως προς τον β' κύκλο εκπαίδευσης). Αλλά μην ακούω και παπαριές τώρα για ζόρια στην αεροπορία….

2.
-Ο Π. είναι στην πάνω φωτογραφία; Δεν τόξευρα ότι είχε υπερετήσει και ΟΥΚας! ΥΓ: Με ‘γειές το νέο στυλ! Ωραίον! -ΟΥΚας, ΟΥΦΟάς, αερομεταφερόμενος, αμφίβιος και τρελά κομαντερός καλέ μου Σ. (τρεις λιποθυμίες για κάθε μία ανάβαση λόφου).

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο το οποίο συνηθίζει να εμφανίζεται απρόσκλητο κάπου, σε ένα φυσικό η ηλεκτρονικό περιβάλλον. Είναι απρόσκλητο διότι η παρουσία του εκνευρίζει τους άλλους αλλά εμφανίζεται εκεί που κανείς δεν το θέλει ή το περιμένει και χαλάει τη γιορτή.

Εναλλακτικά, είναι το άτομο που χαλάει μια ομαδική δραστηριότητα με την γκρίνια του επειδή μπορεί να μην θέλει να συμμετέχει.

  1. - Αχ, ήρθε ο Ακης... Μα καλά ποιος τον κάλεσε αυτόν;;
    - Δεν ξέρω, θα αρχίσει πάλι τις μαλακίες... Είναι μεγάλος χαλασογιορτούλας....

  2. - Πάμε να παίξουμε καμία μπιρίμπα..
    - Μπα βαριέμαι.
    - Μην είσαι χαλασογιορτούλας...

Σε άλλες γλώσσες: killjoy, party pooper (αγγλικά), Spielverderber (γερμανικά), aguafiestas (ισπανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified