Κατά το «αιμοσταγής», αυτός,-ή που έχει βάψει τα χέρια του στο σπέρμα, αυτός που στάζει σπέρμα.
Γλεντζέδικο μεγεθυντικό: Σπερμοσταγής τύραννος.
Ο Πέρι έχει αναδειχθεί σε σπερμοσταγή (λευκό, αποικιοκράτη) τύραννο του μελαψού Γαλάτη Πιερ.
Κατά το «αιμοσταγής», αυτός,-ή που έχει βάψει τα χέρια του στο σπέρμα, αυτός που στάζει σπέρμα.
Γλεντζέδικο μεγεθυντικό: Σπερμοσταγής τύραννος.
Ο Πέρι έχει αναδειχθεί σε σπερμοσταγή (λευκό, αποικιοκράτη) τύραννο του μελαψού Γαλάτη Πιερ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κατά το «αιμοβόρος», αυτός-ή που ορμάει σαν αρπακτικό μόλις μυριστεί σπέρμα και το κατασπαράσσει σαν καλός νοικοκύρης-ά που είναι.
Σημειωτέον ότι, η λέξη «μοβόρος» μπορεί να παραχθεί και από το «σπερμοβόρος».
Πολύ μοβόρος αυτός ο Πέρι! Έχει χύσει το σπέρμα πολλών ιθαγενών εκεί στο Αμπιτζάν!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο όρος πέρα από την πρωταρχική σημασία του που αναφέρεται στο φατσοβιβλίο, μπορεί εύλογα να σλανγκιστεί και ως επιτατικό συνώνυμο του μπουκάκι.
Στα αμερικλάνικα Facebukkake σημαίνει τον καταιγισμό ντιριντάχτα ιδεών, ή υπερβολικά ναρκισσιστικών φωτογραφιών, δίκην μαζικής εκσπερμάτισης/ μαλακίας μέσω του Facebook. Μία από τις επιμέρους μορφές Facebukkake είναι όταν, αφού χωρίσεις, «λούζεις» τον μακαρίτη/ μακαρίτισσα με υπερβολικό αριθμό φωτογραφιών του πόσο σούπερ τέλεια περνάς με το νέο σου γκόμενο/ γκόμενα. Γενικότερα, όταν επιμένεις να ποστάρεις αυτοαναφορικές μαλακίες, που δεν ενδιαφέρουν κανέναν άλλο παρά μόνο την αυτοαπορρόφησή σου. Craborg
Ανυποψίαστος Σλάνγκος: Μάγκες, έχω κλείσει ραντεβού σήμερα με ένα τρελό πιπίνι φεϊσμπουκάκι, την γνώρισα στο φατσοβιβλίο, (πολύ καυτές φωτογραφίες), και τώρα είπαμε να συναντηθούμε, αλλά θα φέρει και κάποιους φίλους της.
Μυημένοι Σλάνγκοι: Χα χα χα! Μ.Α.Ο.!
Α.Σ.: Γιατί γελάτε ρε παιδιά, είπα κάτι αστείο;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πιθανή σχέση και με το Κατάκωλο... (γκμουχ)
- Καλό ψωλί η Νιόβη, ε;
- Πω πω δεν την μπορώ την βρωμιάρα... Ποτέ δεν φοράει βρακί κάτω από τη φούστα και, όπου και να βρεθεί, κάθεται κατάμουνα...
- ... και την είχα που λές κατάμουνα, και...
- Καλά, κόψε κάτι...
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για κλασσικό ελληνικό γυναικότυπο που θυμίζει μήλο.
Οι μηλαρούδες έχουν το κέντρο βάρους τους πάνω από την μέση: διαθέτουν στιβαρούς ωμούς και πλούσια βυζιά, πλαισιωμένα σε μια δυσανάλογα στενή λεκάνη, έναν επίπεδο κώλο και δύο λεπτά πόδια.
Α. Ασύμμετρες αναλογίες
Η αναλογία μέσης - γοφών μιας μηλαρούς είναι στην καλύτερη περίπτωση 0,80 ενώ η χρυσή αναλογία Fibonacci μιας κλεψυδρομούνας κυμαίνεται από 0,6 έως 0,7 το πολύ.
Β. Ασύμμετρες απειλές και ευκαιρίες
Οι μηλαρούδες έχουν ανδροειδή κατανομή λίπους. Συσσωρεύουν τα περιττά λίπη τους ενδοκοιλιακά, κυρίως στην μέση το στήθος και το πρόσωπο, και ωσεκτουτού είναι πιο ευάλωτες σε καρδιοαγγειακά τραλαλά από ότι οι αχλαδομούνες που τα αποθηκεύουν σε μπούτια και κώλο. Σε αντίθεση με τις αχλαδομούνες όμως, με σωστή διατροφή και γυμναστική οι μηλαρούδες χάνουν τα λίπη τους πιο γρήγορα και πιο ομοιόμορφα και μπορούν να προσεγγίσουν τον χαρακτηρισμό «μουνάρα». Εάν όμως παραμείνουν ανεξέλεγκτες, κινδυνεύουν να μεταμορφωθούν σε μπαζοειδείς ανδρούτσους.
Γ. Ασύμμετρο σεξ
Οι προκρινόμενες σεξουαλικές στάσεις, από οπτικής και απτικής απόψεως, είναι οι αντικριστές π.χ. ιεραποστολική, και μηλαρού-από-πάνω καθώς επιτρέπουν την βέλτιστη οπτική τέρψη και απτική ψηλάφηση των πλούσιων βυζιών της μηλαρούς. Αντιθέτως, κάθε μη αντικριστή στάση (π.χ. σκυλίσιο) συνεπάγεται χαμηλό πιτσιλαμπίλιτυ δεδομένου ότι η τυπικές μηλαρούδες είναι τετραγωνόκωλες ωσάν τον Μπόμπ τον Σφουγγαράκη.
[I]Γνωστές μηλαρούδες:[/i] Catherine Zeta Jones, Κate Winslet, Drew Barrymore, Elizabeth Hurley, Angela Merkel, Ντόρα Μπακογιάννη.
Βλ. επίσης: Αρχοντομούνα, κλεψυδρομούνα, λεβεντομούνα, αχλαδομούνα, πιπινέζα, Φρατζολίνα Ζολί
Πέρι: - Ρε συ το Μαριλού – η φίλη του Λίλιαν ντε! – λέει σαν γκομενάκι! Απίστευτο πρόσωπο, βυζί αναφοράς! Κρίμα που ο κώλος της υστερεί λιγάκι καθ’ ότι μηλαρού...
Μένιος: - Τελέρε! Το Μαριλού μετουσιώνει το όνειρο του κάθε μπάι: από βυζί Dolly Parton και από κώλο, Charlton Heston!!!
Πέρι: - Charlton Heston!!! Μ’ έφτιαξες, φιλαράκο!
Got a better definition? Add it!
Γόογλε ή γούγλε: το google.
Ρήμα: γουγλάρω/-εις/-ει/-ουμε/-ετε/-ουν.
Πάτησα γόογλε διότι νόμιζα πως ήταν στα αγγλικά και με έβγαλε στο google!!!
Γούγλαρέ το. (ψάχτο στο γούγλε... erm... hi hi hi, google!!!)
Δες επίσης γκουγκλάρω, γούγλε γούγλε
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που είναι μόνη σαν την ανεμώνη. Η μπακούρα. Η εργένισσα. Αλλά όχι αυτή που είναι εκ πεποιθήσεως έτσι, ίσα-ίσα, είναι αυτή που ξέμεινε, που έμεινε στο ράφι, στα αζήτητα.
Λέγεται και ξεμεινεμένη.
- Θα έρθουν και οι φίλες μου απόψε.
- Ωχου πια με τις ξεμειναμένεεες! Πάψε να τις κουβαλάς όπου πηγαίνεις... Τι νομίζεις, ότι έχουν πια ελπίδα να βρουν γκόμενο;
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που καθιερώθηκε από γνωστή παρωδία-ντουμπλάρισμα ινδικού τραγουδιού στα ελληνικά, το οποίο ανέβηκε πριν λίγο καιρό στο συσιφόνι.
Λέγεται σε περιπτώσεις όπου, η κοπέλα / αρραβωνιαστικιά / σύζυγος κάποιου είναι για τον πέουλα όσον αφορά στις δουλειές του σπιτιού, το μαγείρεμα και τα συναφή, αλλά της συγχωρούνται όλα, λόγω παρουσιαστικού ή λοιπών κρυφών προσόντων.
Βλέπε μήδι νο. 1
Got a better definition? Add it!
Τα βυζιά, ντε!
Είναι κεφάτη, γυρίζει απ' tom Pousti στο Σίλικον Βάλεϋ.
- Παναγία μου, Σιλικονίτα, τι έπαθαν οι ντουντούνες του Λίλιαν;
- Τις πλαστικοποίησα! Έβαλα φο-βυζού!
- Πάλι;
Got a better definition? Add it!
Ιδιωματισμός.
Πάντα σε αντίθεση με τα νόμιμα δικαιώματα αντιγραφής, ήτοι «copy right» - «κόπυ ράιτ», ορίζονται και τα παράνομα δικαιώματα αντιγραφής, ως «κλόπυ ράιτ».
Τα παράνομα δικαιώματα προκύπτουν πάντα αξιωματικά με την απόκτηση προσωπικού υπολογιστή, γρήγορης σύνδεσης, και τη χρήση internet browser.
Η ετυμολογία προέρχεται από τη λέξη ράιτ - right = δικαίωμα, και το «κλόπυ» ως λεξιπλασία, ή σε μορφή απαρεμφάτου «κλόπει» - εξ ου και μπορεί να απαντηθεί και ως «κλόπει ράιτ», που ως γνωστόν σημαίνει την ενέργεια αφαίρεσης του αντικειμένου από τον νόμιμο ιδιοκτήτη του, χωρίς προηγούμενη απόδοση της χρηματικής του αξίας, ή τέλος πάντων κάτι που αποκτάται ανορθόδοξα, αλλά πάντα, δικαιωματικά.
-Ρε συ Ελένη, πού το βρήκες το ταινιάκι, αφού αυτο ακόμα παιζεται στο σινεμά
-Αφού τα ξέρεις ρε Κώστα... κλόπει ράιτ απο ράπιντσερ, πού αλλού δηλαδή..;
Got a better definition? Add it!