Selected tags

Further tags

Ο/η (συνήθως) φοιτητής /-τρια που, όσο δεν βρίσκεται στο εξωτερικό με κάποιο πρόγραμμα ανταλλαγής ή εθελοντικής εργασίας (BEST, Erasmus, Leonardo κλπ), είναι μόνιμα απασχολημένος /-η να πρήζει τους άλλους για τα ταξίδια του/της.

Αγαπημένα θέματα για μονόλογο της μπεστογκόμενας είναι:
- τα drink games
- οι χαρακτηρισμοί λαών, τύπου: «οι Ισπανοί είναι ρυθμικός λαός, συνεχώς χτυπούν παλαμάκια».

- ...και εκεί που μαζεύαμε blueberries, πετάχτηκε ένας άστεγος από τους θάμνους, αλλά εμείς βάλαμε τα backpacks πάνω από τα κεφάλια μας, για να νομίζει πως είμαστε μεγαλύτερα ζώα και μείναμε ακίνητοι, γιατί η όρασή τους βασίζεται κυρίως στην κίνηση.
- Πάμε στο χωριό μου τον Αύγουστο να μαζέψεις όσα βατόμουρα θες και να κάνουμε και μαρμελάδα;
- Αχ, τον Αύγουστο θα είμαι Χιλή! Θα συναντηθούμε όλη η παλιά παρέα από το συνέδριο στο Σίδνεϊ!
- Καλή μπεστογκόμενα είσαι και του λόγου σου...

Λεοναρντογκόμενα (από Khan, 25/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φρέσκια εκδοχή του «σωστό;», «ωραίο;», «βρίσκεις;», «γαμώ;», «καλό;» κλπ. Μαγκολούγκρικο.

Και στο αρσενικό όλ' αυτά -όταν αναφερόμαστε στον εαυτό μας, άσχετα αν είμαστε είτε άντρας είτε γυναίκα.

Στο ίδιο στυλ αλλά με άλλη σημασία: νομίζω;, τυχαίο;

  1. Έλεγα να καλέσουμε και την Ελενίτσα στο πάρτυ. Άρτιο;

  2. Λέω να βάλω ένα κόκκινο βαφτιστικό από πάνω για να δείχνω πιο κυριλέ. Άρτιος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την γαλλική λέξη «début», που σημαίνει πρώτη εμφάνιση. Συνώνυμο του «επανακυκλοφορώ».

Χρησιμοποιείται για την πρώτη και εκθαμβωτική εμφάνιση που πραγματοποιεί κάποιος μετά από μεγάλη απουσία από τις νυχτερινές εξόδους, κυρίως μετά από χωρισμό.

  1. - Θα πάμε πουθενά απόψε; - Θα ακολουθήσεις; Εσύ έχεις να μας κάνεις την τιμή μήνες! - Ε,ναι λοιπόν. Απόψε ντεμπουτάρω!!!

  2. Πάρ' το απόφαση επιτέλους! Πλύσου, ντύσου, στολίσου! Πρέπει να ντεμπουτάρεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σχετικά ακαμάτης, συνήθως low profile, λίγο κουτοπόνηρος και λίγο σπίρτο βρεγμένο.

Συναντάται σε εργοστάσια, εργαζόμενος σε μη χειρωνακτικές εργασίες, έχοντας καταλάβει ένα καλό πόστο, με πιθανότητες ανέλιξης του, περνώντας τα χρόνια, σε διευθυντή.

Είναι βέβαια υπάκουος και συνεργάσιμος πάντα.

- Ρε ο λελέτης, ούτε γυμνάσιο δεν έχει τελειώσει... - Καλά, φίλε μου... θα τον δεις κάποια μέρα , μεγάλο και τρανό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον εκ του μπιστάω, που σύμφωνα με μυαλά του σάη σημαίνει χτυπάω με ένα ευρύ φάσμα σημασιών. Το μπιστάρι είναι ό,τι και ο μπίστος, και χρησιμοποιείται ειδικά στην ιδιόλεκτο των σκεϊτάδων για να σημάνει την εντυπωσιακή πτώση από την σανίδα του skateboard, την τούμπα, το σκότωμα, το αποτυχημένο landing.

Defte Labete MPISTARI ( salonika skate slang dialektos, o tonos sto A , mpistari = toumpa , bail , skotoma , pesimo , apotuximeno landing , oti ponaei x0ax0ax00x )
to podi mou meta apo mia orea mera sto nafplio me full skate ... efuga apo ena megalo gap me ollie north(gia gnostes tou skate) kai sto langing prosgiothika me gonia 70 moirwn ston astragalo mou
to gap gurw sta 1.50 upsos kai 3 metra mikos (Εδώ).

(από Khan, 21/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ιδιόλεκτο των σκεϊτάδων είναι το να πέσεις σε οριζοντιωμένη σανίδα του skateboard με ανοιχτά πόδια.

Πηγή: Η ταινία Wasted Youth.

- Κοίτα τον μαλάκα, έφαγε τηλεκάρτα ο μαλάκας...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παινεψάρης άνθρωπος, που θέλει να προβάλει τον εαυτό του, και τα έχει του. Συνήθως συναντάται σε αγροτικές περιοχές. Ακόμα και τα πουλερικά του γεννάνε δίκροκα.

Σε κάτι πάντα θα είναι μπροστά από τους άλλους, ο καλυτερότερος, επιπλέον δεν κάνει ποτέ λάθη. Προφανώς συμπεριφέρεται έτσι ίσως από κάποιο σύμπλεγμα κατωτερότητας. Παρ'ολα αυτά είναι φιλότιμος και ίσως αφελής.

Ε' για δες, εδώ όλα τα έχουμε, και δίκροκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει παρέα, αλλά παρέα από αλάνι. Προέρχεται από τον στρατό, από ένα τάγμα όπου πήγαιναν όλα τα «καλά» παιδιά, κοινώς τα ματσακόνια.

  1. Τάκης: -Ρε μαν, γαμώ τα παιδιά ο Νίκος!!!!
    Ανδρέας: - αι, για πολύ μόμα ,λέμε...

  2. Τάκης: -Τι θα κάνουμε ρε μαν σήμερα;;;
    Ανδρέας: -Θα μαζευτεί η μόμα σπίτι μου, να παίξουμε προ!!!

Museum of Modern Arts, NY (από ironick, 18/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για κάποιον ο οποίος είναι πάρα πολύ αξιόλογος σε κάτι, σε σημείο που είτε αφήνει τους άλλους πίσω είτε κάνουν οι άλλοι πίσω να περάσει ως ένδειξη σεβασμού!!!

Ο τύπος πήρε την εταιρεία πριν τη χρεωκοπία και την έκανε Νο 1!!! Ο μάγκας είναι όλοι πίσω!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που μαλλιοτραβιέται χάριν γούστου. Λίγο σκέρτσο, κούνημα, νάζι, και μόλις μάθει κάποιο άσχημο νέο, πχ ότι η Φωφώ χώρισε με τη Σάσα, πιάνει το μαλλάκι του με τα δυο χεράκια και τραβά, λέγοντας ''το πιο ταιριαστό ζευγάριιιι, όχι δεν είναι δυνατόν (βλέπε ελληνικές ταινίες με ηθοποιούς σε τέτοιους ρόλους).

Κοίτα ρε, αυτός δεν είναι ο μαλιατράβας μες στο μαγαζί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified