Selected tags

Further tags

Πιστός ακόλουθος του Vankouf, ανταποκρίνεται στα κωδικοποιημένα καλέσματα χωρίς να ερωτάει πώς και τι. Ηackάρει άμεσα όποιον του υποδεικνύει χρησιμοποιώντας την γνώση που ο ίδιος του έδωσε. Ενίοτε φοράει κουκούλα (προαιρετικά).

Άγνωστος hackαρε χθες τα χαράματα την σελίδα του υπουργείου οικονομικών, το ηλεκτρονικό του ίχνος δείχνει random destinations, πιθανότατα Vankoufιστής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tα γνωστά σε όλους μας iMac της Apple, σε αρχαιοελληνική εκτέλεση.

- Ρε συ!.... είδες τα καινούργια ιμάκια που έφτιαξε το μήλο ;;;;
- Ναι ρε φίλε... απίστευτα... Καλά, αυτός ο Στέφανος ο Εργασίας (Steve Jobs) πρέπει να έχει πολύ νιονιό ρε φίλε...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορισμός της είναι η καλή βολή, η ευθεία βολή.

Προέρχεται από τον τοξότη της ταινίας «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» (The Lord of the Rings) ονόματι Λέγκολας (Legolas), ο οποίος ήταν πολύ καλός στο είδος του.

  1. Ω, τον πούστη... Τι λεγκολιά πέτυχε...!!!!!!!

  2. Ωραία λεγκολιά φίλος!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που φοιτεί στο διεθνές τμήμα ΙΒ (Αϊ-Μπι) κάποιου σχολείου. Συνήθως αποκαλείται έτσι από τους «μαλάκες ενιαίους» (άτομα που φοιτούν στο Ενιαίο Λύκειο του ίδιου συνήθως σχολείου).

Άντε από 'δώ ρε φλώρε αϊμπίτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τουβλάκι αποτελεί μονάδα μέτρησης:

  • της ισχύος του σήματος που πιάνουμε στο κινητό
  • του επιπέδου φόρτισης της μπαταρίας του κινητού
  • της πληρότητας με καύσιμο του ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου, όταν ο σχετικός δείκτης μας επί του καντρανίου δεν συνίσταται στην κλασσική (και παλαιομοδίτικη) βελόνα.

    Συνήθως με σήμα δύο τουβλακίων μπορούμε να πραγματοποιήσουμε μια κλήση, ενώ όταν η μπαταρία του κινητού έχει δύο τουβλάκια, καλύτερα να ψάξουμε επειγόντως για πρίζα. Αν πάλι η βενζίνη μας έχει περιοριστεί στο ένα τουβλάκι, πρέπει επειγόντως να σταματήσουμε στο πρώτο βενζινάδικο που θα βρούμε μπροστά μας, γιατί σε λίγο δεν θα έχουμε καύσιμο ούτε για σάλιο.

Πριν αμφισβητήσει κανείς την σλανγκαμπίλιτυ του λήμματος, να υπενθυμίσουμε ότι αν ένας αλλοδαπός που ζει στη χώρα μας το ακούσει και το ψάξει σε ένα μέινστριμ λεξικό, δεν θα το βρει με την έννοια που το ορίζουμε εδώ.

- Έλα, κάνεις διακοπές... κουνήσου τον κώλο σου, μπας και βρεις καλύτερο σήμα
- Τι κουνήσου ρε μαλ, τρία τουβλάκια σήμα έχω!

πέντε τουβλάκια σήμα και μπαταρία (από allivegp, 18/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και συχωρεμένος / σχωρεμένος, είναι ό,τι και ο μακαρίτης, δηλαδή ο πρώην γκόμενος, που η γυναίκα τον έχει χωρίσει και θάψει μέσα της. Σε σύγκριση με το μακαρίτης, δηλώνει επιπλέον ότι μπορεί και να τον έχει συγχωρέσει για όσα της έκανε, ή έστω να έχει αλλάξει σελίδα. Οπότε μιλάμε για μια μεγαλόκαρδη γυναίκα που δεν κρατάει κακία.

Η έκφραση βέβαια έχει υπαρξιακό βάθος, καθώς κάθε χωρισμός είναι ένας θάνατος, ενίοτε και μια αλλαγή ταυτότητας, ιδίως για τις γυναίκες που φαίνεται ότι δένονται πιο οντολογικά με τον αγαπημένο τους.

Πάσα: Ironick & το vip.

- Το ξέρεις το μέρος, βλέπω.
- Ναι, είχαμε έρθει μια φορά με τον συγχωρεμένο.
- Δεν μπορείς να αφήσεις τον ακατονόμαστο έξω από την κουβέντα; Δε λέει... Γρουσουζιά...

Το τέλος μιας σχέσης (από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Το μποτιλιάρισμα ή αμφορεάρισμα των αυτοκινήτων, έτσι ώστε να ακινητοποιούνται πλήρως και να θυμίζουν τουτού στοιβαγμένα σε πάρκινγκ. Λέγεται και φωτογραφία. Άμα είσαι σεντανάκιας, ας πρόσεχες...

Πάσα: Αγκού.

- Πάλι πορεία στο κέντρο έχει και την κάνανε πάρκινγκ την Κηφισίας, γαμώ τον Τσίπρα μου μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανόητη γυναίκα. Η πουτάνα, η καριόλα, η γαμιόλα, το τσόλι, η τσούλα, το τσουλί, η ξεκωλιάρα, η λουμπίνα, το μουνί (με την έννοια της ύβρης) κ.τ.λ Όλα αυτά μαζεμένα.

Η φρέκλα είναι μια καινούργια λέξη, και είναι υπερβολικά προσβλητική, έστω και καθόλου γνωστή. Σημαίνει όλες τις βρισιές για μια γυναίκα. Με λίγα λόγια, είναι τα πάντα όλα. Λέγοντας την λέξη έχεις «γαμήσει» μια γυναίκα στα λόγια. Σε περίπτωση μίσους, αυτή είναι η κατάλληλη (ακατάλληλη) λέξη.

- Λέω να τα φτιάξω με την Ελευθερία.
- ΜΗ!!! Μιλάμε πως αυτή είναι η πιο μεγάλη πουτάνα σ' όλη την Ελλάδα. Σ' έχει χεσμένο, αφού θέλει συνεχώς πούτσες και πούτσες. Μόλις την γαμήσεις, πάει για άλλο πούτσο. Συγγνώμη που το λέω, αλλά είναι... φρέκλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βιντεάκι από το συσιφόνι. Όπως λέμε σιγκλάκι, παρεάκι, κλπ.

Σπανίως, το ίδιο το youTube (παρ. 3), οπότε πρόκειται περί υποκοριστικού του «γιουτούμπι» (παρ. 4).

Όλα από το νέτι:

  1. ΕΧΕΙ καποιες μερες τωρα το γιουτουμπακι που κολλαει ..δεν ξερω γιατι ...

  2. Ε, λοιπόν, εγώ πιστεύω ότι η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν τα παιδιά στο διάλογο που παίχτηκε στην εκπομπή (στο τρίτο γιουτουμπάκι, νομίζω) είναι πολύ προτιμότερη από τον δήθεν, πομπώδη λόγο των «επιστημόνων» του πάνελ.

  3. Αυτές τις κουραστικές μέρες του Φλεβάρη, κατέφευγα συχνά στο γιουτουμπάκι μου για να τους ακούσω

  4. είπα να σου αφήσω ένα μηνυματάκι στο γιουτούμπι έτσι για να σου τη σπάσω :D

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα (και αντικείμενο) μέτρησης της σάλτας. Όπως θερμόμετρο, βαρόμετρο, υγρόμετρο, σλανγκόμετρο και άλλα εις -όμετρο. Επίσης, χαρακτηρισμός προσώπου.

Το αντικείμενο: ακαθορίστου σχήματος και υφής όμετρο, με το οποίο μετράται ο βαθμός τρέλας που επικρατεί σε μια συγκεκριμένη περίσταση ή που χαρακτηρίζει ένα συγκεκριμένο άτομο. Νομίζω ότι ο Νταλής έχει ζωγραφίσει κάτι τέτοια (μη με πιστέψετε περδικαλώ).

Το καλολογικό επίθετο, ή μάλλον κατηγορούμενο: τρελόμετρο χαρακτηρίζεται αυτός που συμπεριφέρεται ωσάν τρελός, που είναι εντελώς τελείως καμένος, μπλε, τρελοκομείο. Συνώνυμο στο θηλυκό: τρελοκαμπέρω.

  1. - Πώς περάσατε χθες στο σπίτι του Σάκη;
    - Έχασες! Τα άτομα είναι εντελώς τελείως καμένα, το τρελόμετρο χτύπησε κόκκινο...

  2. - Πώς τα πάει ο Μάριος με την 4873265η γκόμενά του;
    - Γάμησέ τα, πάλι με τρελόμετρο τά 'φτιαξε, δεν σώζεται ο τύπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified