Selected tags

Further tags

Ο άνδρας, θαμώνας χώρων επαγγελματικής εστίασης και κέντρων διασκεδάσεως, που επιδιώκει να αγοράσει (να παραγγείλει επιδεικτικά και να πληρώσει) ποτά και τρόφιμα για νεαρές ευρισκόμενες. Αναζητεί ερωτική συντροφιά απελπισμένα.

- Τα κορίτσια, τι λένε εκεί στο μπαρ; Συνοδεύονται;
- Αργήσατε, τους την έχει πέσει ο κεραστάς.

Ε, βάλτε κι ένα σίγμα μόνοι σας (από Khan, 18/10/10)Kerastase (από PUNKELISD, 19/10/10)Κεραστάρης Αρκαδίας (από GATZMAN, 19/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό ουδέτερου γένους που υποδηλώνει κάποιον που, ενώ ζει μονίμως στην απόλυτη άγνοια, έχει την ψευδαίσθηση ότι αποτελεί μια συσσωρευμένη πηγή γνώσεων τις οποίες, πιστεύει βαθύτατα πως, πρέπει να μεταδίδει με κάθε ευκαιρία.

Επίσης, αυτός του οποίου η συμπεριφορά και τα λεγόμενα προκαλούν την απαξίωση και το περιφρονητικό γέλιο των γύρω του, εκτός κι αν το ακροατήριό του αποτελείται από ομοίους του.

- Πού τον βρήκαμε αυτόν χθες ρε; Τι ήταν αυτά που μας έλεγε;
- Άσε, ήταν σαλάμι από τα λίγα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα (όχι τόσο εύηχο), που καταδεικνύει την πρόθεση ή την κίνηση κάποιου για υψηλή αξιολόγηση.

Προερχόμενο από την με άριστα το δέκα βαθμολογία, το δεκάρω χρησιμοποιείται από άτομα που θέλουν να επιβραβεύσουν, να συγχαρούν, να αποδώσουν τα εύσημα, υπονοώντας σαφώς πως βαθμολογούν με τον υψηλότερο βαθμό, ανεξάρτητα αν ως άριστα θεωρείται το πέντε, το δέκα, το εκατό, το Α κλπ, με τόνο η χωρίς.

Το λήμμα επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αυτοαναφορικά σε περιπτώσεις που υποτίθεται ότι τελούμε αξιέπαινες πράξεις, θέλοντας περισσότερο να περιαυτολογήσουμε, αλλά δεν το αξίζουμε πραγματικά.

Συνώνυμα: σταμάτα να μιλάς και φίλα με, σπεκ (και όλα τα συναφή όπως αστρασπέκια κ.α.), douze points!!!, όλα τα λεφτά και πολλά άλλα τέτοια.

  1. (ενώ από πίσω παίζει αυτό)
    - Πώωω! Ανασυντρίχιασα δικέ μου! Αυτό το κομμάτι σου έλεγα ρε!
    - Έλα ρε 'συ!
    - Καλό;
    - Δεκάρω φίλε!

  2. - Μαγείρεψες;
    - Δεκάρω! Έφτιαξα ένα χυλό... άλλο πράμα! Δεκάρω σου λέω!
    - Τι δεκάρεις και δεκάρεις ρε βλάκα! Αυτό είναι για να στοκάρουμε τον τοίχο όχι να το φάμε!

(από PUNKELISD, 18/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση προερχόμενη από την μοντέρνα αισθητική των καθιστικών στα διαμερίσματα κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, κατά τις οποίες έπεσε ο τοίχος που χώριζε το σαλόνι από την τραπεζαρία, δίνοντας μια νέα αίσθηση άπλας ακόμη και στα σπίτια λίγων τετραγωνικών.

Έτσι, η σημασία που μας ενδιαφέρει (;) εδώ, είναι η πλήρης ομογενοποίηση διαφορετικών καταστάσεων, η κατάπτωση ηθικών αξιών, το γενικό μπάχαλο σε όλες τις συμπεριφορές και σε τέτοιο βαθμό που τελικά ο άνθρωπος καταφέρνει να μην ξεχωρίζει από τα ζώα.

Κ: - Πολύ νόστιμο το ραγού κυρα Θοδώρα μου. Μπρρρρρρρρρρρρουπ! (ρέψιμο)
κΘ: - ... Σου άρεσε Κωστάκη μου;
Κ: - Φανταστικό, (πνίγεται) γκάχα - γκούχα (και αερίζεται) Πρρρρρρρρρρρρρφτ!
Γ: - Ρε παλιομαλάκα, γαμήθηκες, σαλόνι -τραπεζαρία ένα τα έχεις κάνει όλα, σεβάσου τη μάνα μου τουλάχιστον. Ζώο ε ζώο.
κΘ: - ... σόμπ ...

μπρος σαλονι- πισω τραπεζαρια , δύο σε ένα (από perkins, 16/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφράζει μια αύξηση μεν, εύθραυστη δε, η οποία γι' αυτό και διακωμωδείται.

Για την ορθή εννοιολογική του απόδοση, το λήμμα θα πρέπει κατά τη χρήση του να εκφέρεται συνεχόμενα, ως μια λέξη. Αποτελείται από μια προσαύξηση βαθμού του ποσοτικού επιρρήματος «πολύ», διανθισμένη όμως με τροπικό επίρρημα που παραπέμπει σε μείωση μάλλον παρά σε αύξηση, κάνοντας τους κλασσικούς φιλόλογους να κοκκινίζουν από θυμό.

Αν ζούσε η Πυθία θα ήταν η αγαπημένη της φράση.

Το μηχανικό ανάλογο σ' ένα αυτοκίνητο, είναι σαν να πατάς γκάζι και φρένο μαζί.

- Μωρό μου, μ' αγαπάς;
- Εντελώς παραπολύ;

(από iwn, 16/10/10)

βλ και εντελώς τελείως

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Επίθετο)

Φιλική επευφημία, ευρέως αναφερόμενη εντός νωχελικών παρεών επιδιδόμενων εις το αρχαιότατον πάρεργον «τάβλι», που αναφέρεται όταν στον έναν εκ των παιχτών έχει ανοίξει ο κώλος και τους έχει πάρει όλους σερί...

Χρησιμοποιείται επειδή συνδέει το τάβλι με την επευφημία καυλιάρης.

1.- Μαλάκα, τους γάμησα σήμερα στο τάβλι, πέντε διπλά τους έφερα...
- Αϊτός ο ταβλιάρης...

  1. - Εξάρες!!! Σε γάμησα φίλε μου...
    - Γεια σου ρε Μήτσο ταβλιάρη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταρίστικη κουβέντα νέας κοπής, κυρίως στην έκφραση πέρασε σινούκ. Το σινούκ είναι βέβαια το γνωστό μεταγωγικό ελικόπτερο.

Πέρασε σινούκ σημαίνει ότι επιστρέφεις από σκοπιά ή αγγαρεία και βρίσκεις το κρεβάτι σου μπουρδέλο, τις κουβέρτες και το μαξιλάρι πεταμένα, ακόμα και το στρώμα βγαλμένο και προσγειωμένο σε τυχαίο σημείο. Σαν να είχε κάνει χαμηλή πτήση το σινούκ μέσα στο θάλαμο δηλαδή.

Οι αιτίες είναι δύο, σαφώς διακρινόμενες. Πρώτον, οι παλιοί τραβήξανε κανένα σκάλωμα, τους ήρθε οξεία απαλεψιά, την είδανε «δεν προλαβαίνω» ή έγινε κανένας τσαμπουκάς και ξέδωσαν στο κρεβάτι σου. Δεύτερον, όσο έλειπες έσκασε κανένας δίκας, κανένας ταξίαρχος, το κρεβάτι σου του φάνηκε ντροπή και αίσχος και αποφάσισε να σου πετάξει ένα υπονοούμενο μπας και το πιάσεις και μάθεις να το κάνεις αεροδρόμιο.

Πηγή: Σειρούλα στην πινέζα.

- Ρε μαλάκες! Ποιος μου γάμησε το κρεβάτι;
- Πέρασε σινούκ...
- Πάρτε κανένα αντιπαλεβόν και χαλαρώστε γιατί άμα δε βρω το εμπιθρί που είχα στο μαξιλάρι θα πηδήξω κάνα μπούστη εδώ μέσα, παλιό ή νέο, στ' αρχίδια μου.
- Καλά, έλα με τον κώλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταστικό τοπωνύμιο που έχει ως σκοπό να δηλώσει χώρα εξωτική, απομεμακρυσμένη και πάνω απ'όλα υπανάπτυκτη. Μια χώρα παράδειγμα προς αποφυγήν.

Πιθανή ετυμολογία των συνθετικών της λέξης:

Γκουαλντα-: Αναγραμματισμός του «Guadal-», όπως αυτό συναντάται στα Guadalajara, Guadalcanal),

-μπουγκ-: Μάλλον τμήμα της στερεότυπης «κραυγής αγρίων», «ούγκα-μπούγκα»

-ντάλα: Ινδοπακιστανίζουσα κατάληξη όπως στα Ζιγκουάλα, Μαντουβάλα, Kerala.

«-Κοίτα κάτι πράματα! Ο γιος της Κυραμήτσαινας τελείωσε το διδακτορικό του στη Ζαμπονοκοπτική με Ποζιτρόνια σε μόλις δύο χρόνια και τώρα έγινε λέκτορας! - Σιγά τα ωά, κι' εγώ αν ήμουνα στο πανεπιστήμιο της Γκουαλνταμπουγκντάλας θα είχα έξι πτυχία να 'ούμε».

Ουτοπίες της καθομιλουμένης και της αργκό: Γκουαλνταμπουγκντάλα, Δρυμίκλανα, Ίφκινθος, Κουραδόκαστρο, Κωλοπετεινίτσα, Λέτσοβο, Σέκλανα, Τζιβιτζιλοχώρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακουμπώ > touch
Τζάμι οθόνης
> screen
∴ Aκουμπότζαμο --> touchscreen.
Τυχαίο; δε νομίζω.

- ...όλα τα smartphones with ακουμποτζαμο ονομάζονται iPhone...
εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την Ελληνική λέξη βλάκας και την Αγγλική hacker. Χαρακτηρίζει τον αδαή κομπιουτεράκια που νομίζει πως γνωρίζει τα πάντα που σχετίζονται με υπολογιστές. Η πεποίθησή του ότι είναι hacker συνοδευόμενη με επιδειξιομανία τον καθιστούν γελοίο στους γνώστες και βαρετό στους υπολοίπους.

- Ο Μάκης μου είπε ότι μπορεί να σπάσει τους κωδικούς του e-mail μου. Λες να μπορεί να το κάνει;
- Τι κάθεσαι κι ακούς. Ο τύπος είναι βλάκερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified