Ο τύπος που καθαρίζει τα χύσια με σφουγγαρίστρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σε μπουρδέλα.
- Ρε χυσομάπα, μάζεψε τα χύσια από το πάτωμα, είπε ο νταβατζής.
Ο τύπος που καθαρίζει τα χύσια με σφουγγαρίστρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σε μπουρδέλα.
- Ρε χυσομάπα, μάζεψε τα χύσια από το πάτωμα, είπε ο νταβατζής.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φράση που χρησιμοποιείται κυρίως από ομοφυλόφιλους άνδρες, προκειμένου να προσεγγίσουν άγνωστους, με πρόστυχο αλλά συνάμα συγκαλυμμένο τρόπο.
«Γεια σου. Σε κοιτάζω εδώ και πολύ ώρα. Θέλεις να πάμε στην τουαλέτα να σου παίξω μια μαλακία με τον κώλο μου;»
Got a better definition? Add it!
Το αποκρουστικό τσαπόνυχο ή άλλως ταξιτζίδικο νύχι που χρησιμοποιείται για να ξύνεις ή να ξύνεσαι. Αρχικά απετέλεσε βλαχοκυριλέ status symbol όσων ήθελαν να διατυμπανίσουν ότι δεν ασχολούνται με χειρωνακτικές δουλειές. Σήμερα φοριέται κυρίως από απομεινάρια των ογδόνταζ, καδενάκηδες και παλαιάς κοπής πασοκανθρώπες.
Πρόσθετο προστατευτικό και καλά σποίλερ του προφυλακτήρα, γνωστό και ως ξύστρα. Εκ των ων ουκ άνευ για κάθε υπερήφανο ιδιοκτήτη κάγκουαρ.
Πάσα: Vikar.
Got a better definition? Add it!
Κάπου στα μεσο-τέλη των ογδόνταζ, και πριν επικρατήσει ο όρος βρώμικο, κυκλοφορούσε το αρκουδολουκάνικο, με τον προσδιορισμό αρκουδοαίματος.
Ο όρος δεν επικράτησε, ίσως γιατί ήταν δεσμευτικός σε σχέση με το κρέας που προσφερόταν, ίσως γιατί ήταν δύσκολο να το προφέρεις μέσα στην σούρα, ίσως γιατί το βρώμικο ήταν (και είναι) πιο περιγραφικός όρος.
Προέρχεται από το «Ο Αστερίξ στους Βελβετούς»
- Πάμε Μαρινέρο να τσιμπήσουμε κάτι;
- Δεν πάμε Μαβίλη για αρκουδολουκάνικο;
- Αρκουδοαίματος; Φύγαμε!
Got a better definition? Add it!
Ο ήχος πλήκτρων που εμφανίζεται συχνότατα σε β' διαλογής / καλτ λαϊκά / σκυλάδικα. Συνηθέστερα και προφανέστατα προέρχεται από εξίσου β' διαλογής keyboard, το οποίο ενώ μπορεί να ακούγεται ως συνοδεία στο υπόλοιπο κομμάτι, σε ένα μέρος του κλέβει την παράσταση.
Τι γυφταρμόνιο είναι αυτό που παίζει στο «Για τα μάτια του κόσμου»! (βλ. και μήδι)
Δες και ψησταριά.
Got a better definition? Add it!
Το δόκιμο Flocaccino είναι κυριολεκτικά (με λίνκι) με χύσα μέσα. Πρόκειται για ρόφημα τ. τούρτα που προσφέρουν τα Flocafé, των οποίων αποτελούν την σπεσιαλιτέ, σε μια μεγάλη σειρά από γεύσεις, όπως Oreo, μπισκότο, βανίλια, καραμέλα, σοκολάτα και δεν συμμαζεύεται.
Το σλανγκικό φλοκατσίνο είναι κυριολεκτικά (χωρίς λινκ) με χύσα μέσα. Πρόκειται για ρόφημα ή και ρόφτυμα τ. φραπέ, που προσφέρει η αλυσίδα Flocafe, των οποίων αποτελούν την σπεσιαλιτέ. Ετυμολογείται λαδή από το φλόκι (= χοντρό χνούδι από στριμμένο μαλλί < ιταλικό flocco < λατινικό floccus, και λόγω προφανούς ομοιότητας τα εκτοξευόμενα συμπλέγματα σπέρματος) και την κατάληξη -τσίνο που παραπέμπει σε φραπέ.
Ως υπηρεσία φραπενείου (στριπτιτζάδικου, κωλόμπαρου, μασατζίδικου, τσιμπουκάδικου και άλλων -αδικων) αποτελεί συνώνυμο για το φραπέ με γάλα, δηλαδή σημαίνει την υποβολή σε αυνανισμό υπό κορασίδος έως και της ποθούμενης εκσπερμάτισης. Διακρίνεται έτσι από το απλό φραπέ, όπου καθώς η πριβεδιά προσμετράται σε ορισμένο αριθμό τραγουδιών (στα στριποκλαμπάκια τουλάχιστον), κινδυνεύει ο φραπέλληνας αν το τραγούδι τελειώσει αιφνιδίως να χρειαστεί να συνεχίσει σόλο. Αντιθέτως, η υπηρεσία φραπέ με γάλα ή χαριτωμενιστί φλοκατσίνο αποτελεί δέσμευση εκ της κορασίδος ότι ο υπεσχυμένος φλοκοπόταμος θα επιδιωχθεί έως εσχάτων ανεξαρτήτως ασματικών ενδεχομενικοτήτων. Φλοκατσίνο, βεβαίως, αποκαλείται δίκην αστεϊσμού μόνο από τους μπουρδελιάρηδες, καθώς από τα ίδια τα κορίτσια αποκαλείται αραμπιστί μεν «σε κάνω τελειώσει», ουκραναϊζεριστί δε φίν-j-ιsh.
Ο όρος φλοκατσίνο εκφέρεται είτε ως χτύπημα, είτε ως ρόφημα, και στην αφήγηση γενικά σεχουαλικώνε ιστοριώνε ανεξαρτήτως φραπενέδων. Περιγράφει αυτές τις πηδυλλιακές στιγμές, που άλλοι από μας (όσοι διαθέτουν «ατζέντες με ονόματα», που λέει κι ο ΜΧΣ) τις ζουν σε κανονικές συνθήκες πιέσεως και θερμοκρασίας, ενώ άλλοι μπροστά από λαπιτόπια, όταν η κοπελιά χτυπάει τον βασιλόπουλο των ονείρων της στο γκραν φινάλε και περιμένει έχοντας παραδοθεί άνευ διασπερματεύσεων. Τότε το μεν χτυπάω ένα φλοκατσίνο με υποκείμενο την ερωμένη αναφέρεται σε φραπέ, το δε κερνάω φλοκατσίνο με υποκείμενο τον ερώντα αναφέρεται σε (καλή) πίπα. Σε κάθε περίπτωση ο βασιλόπουλος δύναται να ανακράξει ως γαμησιάτικη ρίμα «χύνω, χύνω, κερνάω φλοκατσίνο!».
Dedicated to Gatzman, my sweet Frappentine (με την καλή έννοια).
- Ρίξτε μαύρο στο Dolls. Βάζουν όλους τους φραπεδοκράτορες μαζί στον ίδιο χώρο, πάνω στους χιλιοχυμένους καναπέδες και μπορεί να σού 'ρθει και το φλοκατσίνο του διπλανού σου κερασμένο. Πίκρα!
φεραρι ειμαι εγω ενω εσυ............ο ΑΛ ΠΑΤΣΙΝΟ
θα πιεις ολο τ σπερμα μ σν να ταν φλοκατσινο
(Ποιητικό hip-hop αρρωστούργημα εδώ).
- Το καλαμάκι με σκουφο η χωρίς συναγωνιστή;
- σε παρακαλω πολυ >:( εχεις δει εσυ(ΝΑΙ ΕΣΥ!!!!) πουθενα να πινουν καφε(φραπε-φρεντο εσπρεσσο,φρεντο καπουτσινο,φρεντιντο,φλοκατσινο,φλοραπινο) και να εχουν ναυλον πανω στην ουρηθρα του καλαμακιου;Σε παρακαλω που θα μας μιλησεις για σκουφους και γαντια καλοκαιριατικα ;D (Εδώ δεν τίθεται ακριβώς όπως στον ορισμό, αλλά ωστόσο προϋποτίθενται τα σχετικά φραπε-λογοπαίγνια).
Got a better definition? Add it!
Η αναφορά είναι στην πάστα σοκολατίνα. Ο όρος χαρακτηρίζει Αφρογενές καυλάκι ως γλυκό αντικείμενο του πόθου τ. παστάκι ένα πράμα. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι η Αφρογενής κορασίς, είτε τ. μουνί τσοκολάτα σε πουτανόπιατσες και ντέλα, είτε τ. αράμπικα σε φραπενεία. Ο έχων ένα θεματάκι με τις τοιαύτες κορασίδες αποκαλείται λάτρης της σοκολατίνας, και συνήθως είτε ποιεί την ανάγκην φιλοτιμίαν, καθώς οι σοκολατίνες έρχονται σε πιο οικονομικό πακέτο, είτε πρόκειται για άποψη, αφού αποτελούν μια πιο σοκολάτα επιλογή σε σχέση με τις βανίλια ξεπλένες του Βορρά.
Επίσης, είναι το πρωκτικό σεξ εν γένει, ή ειδικότερα η πισωκολάτα, άκα μερέντα, που τους λάτρεις της σοκολατίνας δεν τους χάλασε καθόλου, πιστέψτε με. Το ιδεώδες βέβαια είναι ο συνδυασμός των δύο σημασιών.
(Από μπουρδελοσάη):
β. Σοκολατινα δεν ειχα δοκιμασει ποτε στη ζωη μου, αλλα η συγκεκριμενη (της οποιας δε θυμαμαι ουτε το ονομα), λογω εμφανισης, μου εκανε ενα κλικ. Πολυ κακως, γιατι οι μετριες υπηρεσιες παραλιγο να μου κοστισουν σε στυση. Αφου καταφερα και αδειασα το φορτιο, παλι καλα... Ποτε πια σοκολατινες. μονο γαλακτομπουρεκα....
β. Το αρνητικό της βραδιάς ήταν η σοκολατίνα στο τέλος.
Got a better definition? Add it!
Δεν γουγλίζεται και δε γκζέρω αν λέγεται ακόμα, αλλά εκεί στα έρλjυ ενενήνταζ εμείς μιά φορά το λέγαμε για τις μπόμπες.
Πράγμα που μου θυμίζει τον άλλονε που είχε γράψει ότι το χριστουγεννιάτικο δέντρο το στολίσναγιαν όλη μαζί η οικογένεια. Ε, πώς να μη μαραθεί το τσαμένο...
- Πω ρε πούστη μου, τι μαζούτ ήταν αυτό που μας πότισε ο δικός σου χτες το βράδυ; Ακόμα έχω τσουκνίδες στον εγκέφαλο.
- Όχι και μαζούτ ρε μαλάκα, αυθεντική βότκα ξέρναγια ήτανε, και με ταινία γνησιότητας μάλιστα. Έχει την αντιπροσωπεία ο άθρωπας σου λέω...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Για το πώς να φτιάξετε δόκιμο αφρόγαλα δείτε εδώ.
Το σλανγκικό αφρόγαλα είναι το ανδρικό σπέρμα. Ο όρος χρησιμοποιείται στην αργκό των μπουρδελιάρηδων σε σχέση με την πρακτική του φραπέ για να δηλώσει ότι όχι απλά μπορεί να λάβει χώρα το φραπέ από τη φραπεδιάρα κορασίδα, αλλά και ότι αυτό θα γίνει λυσιτελώς (κατά την έκφραση του Ανδρέου Εμπειρίκου), ήτοι με ευτυχή κατάληξη και δεν θα μείνει στη μέση η χειράντληση επειδή και καλά τέλειωσε το τραγούδι που παίζει από τα μεγάφωνα του φραπενέ βάσει του οποίου η κορασίς μετράει τη διάρκεια του χουρού και του πουτού. Αλλά και γενικότερα μπορεί να δηλώσει παιγνιωδώς το ανδρικό σπέρμα, λ.χ. σε περιγραφές χυσομαπιδίων.
Περιέχεται εξάλλου στη σειρά από ερωτικά γάλατα, κρέμες και εν γένει γλεύκη που πραγματεύεται ο σλανγιώτατος ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος κυρίως για να δηλώσει ποιητική αηδία τις σκηνές των εκσπερματίσεων στα έργα του. Ο Εμπειρίκος χρησιμοποιεί επίσης και τον όρο καϊμάκι, ενώ με τον όρο αφρόγαλα δηλώνει και το μουνόγαλα.
Πρώτο ημίχρονο με βαθιά και πολυ υγρη πίπα, καραμέλωμα των @@ και της αρχιδοπαλαίστρας, κατάθεση στο στομα και μου εζητηθει πολυ ευγενικα απο την κοπέλα να παει στο μπανιο για να καθαρισει το μουστακι που δημιουργηθηκε στα χειλη της απο το αφρογαλα. (Από κριτικό μπορντέλου σε γνωστό μπουρδελοσάιτ).
Δυστυχώς μόνο οι γαζέλες καταδέχονται να σερβίρουν αφρόγαλο στο φραπέ, όπως διαπιστώσαμε με τους υπόλοιπους συναδέλφους. (Στο ίδιο μπουρδελοσάιτ, κριτικός φραπενείου επισείει την προσοχή στο ότι δεν έχουν όλοι οι φραπέδες ευτυχή κατάληξη στο εν λόγω ευαγές ίδρυμα).
Τότε κάτι τὸ συνταρακτικὸν καὶ τελείως ἀδόκητον συνέβη- τὸ πρόσωπον τοῦ Ἴαν Τσέρεκ περιελούσθη αιφνιδίως ἀπὸ ἄφθονον ψωλόχυμα! Τὸ ἐλευθερωθὲν πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τὸν κλοιὸν τοῦ στόματος τοῦ Βοημοῦ πέος τοῦ παιδός, ποὺ σκιρτοῦσε πάλιν, σφύζον τρομακτικὰ ἀπὸ τὴν καύλαν, μόλις εἰσέδυσε ὁ δάκτυλος του βιολιστοῦ εἰς τὴν ὀπισθίαν σήραγγα τοῦ νεανίου, ἐρεθισμένον σφόδρα, ὅπως ἦτο ἀπὸ τὴν στοματικὴν θωπείαν, ἤρχιζε νὰ ἐκσπερματίζηι καὶ τὸ ἐκτοξευόμενον γοργὰ ἐρωτικὸν ἀφρόγαλα πίπτον ἐπὶ τοῦ προσώπου τοῦ παιδεραστοῦ τοῦ ἑτοιμαζομένου νὰ πάρηι τὴν πτύουσαν τὴν κρέμαν της νεαρὰν ψωλήν του εἰς τὸ στόμα του, ἐκάλυψεν τὸ πρόσωπόν του μὲ τὴν γλοιώδη καὶ λευκὴν πυκνότητά του. (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 5, σ. 147. Μία από τις συγκριτικά λίγες ομοφυλοφιλικές σκηνές του έργου).
...αφού τό αφρόγαλα αυτό τό έχυνε ουχί µία νεάνις 17 ή 18 ετών... (δες).
(Ἐδῶ πρέπει νὰ σημειωθῆι, ἐντὸς παρενθέσεως, ὅτι τοῦτο συνέβαινε, παρ' ὅλον ὅτι ἤρεζε πολὺ εἰς τὴν Φλώσσυ καὶ τὴν ἐμέθυσκε ἡ ἰσχυρὰ ὀσμὴ τοῦ σπέρματος, ποὺ ἐξηκοντίζετο τόσον συχνά, κατόπιν μαλακίας, εἰς τὸ πρόσωπόν της• παρ' ὅλον ὅτι εἶχε γευθεῖ καὶ καταπιεῖ μὲ ἔξαρσιν μεγάλην, ὅσας ποσότητας τοῦ ψωλοχύματος εἰσήρχοντο εἰς τὸ ἀνοικτὸν συνήθως πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτὸν διψαλέον στόμα της, καθὼς καὶ ὅσην ψωλόκρεμαν ἔπιπτε ἐπὶ τῶν χειλέων της, κατὰ τὰς στιγμὰς τῶν εκσπερματίσεων• παρ' ὅλον ὅτι μὲ μίαν λέξιν, ἤθελε νὰ πιπιλίσηι, νὰ βυζάξηι, καὶ νὰ φάγηι, ὄχι μόνον τὸ μέρος αὐτό, ἀλλὰ ὁλοκλήρους τὰς δόσεις τοῦ πολυτίμου ὅσο καὶ ἡδονικοῦ σπερματικοῦ καϊμακίου, ὥστε νὰ ἀπολαύσηι ὄχι μόνον τὸ «τρομπάρισμα», τὴν πρᾶξιν τῆς ἀντλήσεως καὶ τὸ συνταρακτικὸν θέαμα ἑκάστης εκσπερματίσεως, ἀλλὰ καὶ τὴν ἰδιάζουσαν ὀσμὴν καὶ τὴν πυκνοτάτην γεῦσιν τοῦ προσφερομένου εκάστοτε ψωλοχύματος. [...]) (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 268-269).
Got a better definition? Add it!