Further tags

Αργκό των μουσικών, για το (μουσικό) όργανό τους, είτε ως ειρωνικό σχόλιο (λόγω μακρόχρονης αχρησίας), όρος που χρησιμοποιείται ευρέως για πολλά αδρανή πράγματα- προσώπατα, είτε επαινετικά (π.χ. το εργαλείο) που προέρχεται απο το ξύλινο σκάφος τους (π.χ. μπουζούκι, κιθάρα, πιάνο κλπ), αλλά έχει επεκταθεί και σε άλλα διαφόρων υλικών κατασκευής (π.χ. τουμπερλέκι, σαξόφωνο κλπ).

  1. Αχρησία:

Εμφανίσθηκε κάποτε σε πίνακα αγγελιών, γνωστού κυψελιώτικου στούντιο μουσικής, αυτογνωσιακή αγγελία πώλησης κιθάρας λόγω ελλείψεως ταλέντου (!)

Ο Κώδικας του Χαμουραμπί, μεταξύ άλλων έγραφε ότι σε περίπτωση που ο ενήλικος υιός, που έχει συμπληρώσει το 20 έτος της ηλικίας του και επί 5 έτη από της συμπληρώσεως δεν εργάζεται, λογίζεται έπιπλο και δύναται να πωληθεί ως τέτοιο...

Οι λόγοι αχρησίας μουσικών οργάνων ποικίλουν: Π.χ. μπορεί να οφείλεται σε ανεπιθύμητο δώρο προς ανήλικο, στον οποίον έχουν επιβάλει στανικά τον όρο της εκμάθησής του οι γονείς του (διότι τα παιδιά των καλών οικογενειών παίζουν πιάνο κλπ-κλπ), διότι ο ανήλικος θέλησε ο μαύρος να μάθει, πλην υπέστη επανειλημμένως την τραυματική γονική παραγγελιά- χαρτούρα ενώπιον τρίτων «Κωστάκη παίξε μας κάτι στο φλάουτο» κλπ-κλπ και εγκατέλειψε, διότι δεν διάβαζε παρτιτούρες, προτιμώντας να παίζει «με το αυτί» και τόνε πόνεσε, διότι η δασκάλα είχε λάβει ύφος βικτωριανής νταντάς σε συνδυασμό με Μίστερ Μυγιάκι (βλ. σε χώνω για να μάθεις) και επέπληττε δριμύως το ανήλικο κάθε φορά που «κόμπιαζε» μουσικώς, χτυπώντας το στα δάχτυλα με αποικιακή βίτσα και τα μούτζωξε, διότι το σπίτι έμπαζε υγρασία και το όργανο σκέβρωσε, διότι έμαθε μεν το όργανον, πλην όμως η καθημερινόπιτα ισοπέδωσε κάθε αισθητική του αναζήτηση μετά την ενηλικίωση, διότι η γιαγιά που έπαιζε μαντολίνο απεβίωσε-ζήτω η γιαγιά (!)

Ειδικά οι παλιότερες γενιές (π.χ. μέχρι το 1920-1930), σκάμπαζαν ανεξαιρέτως από οιοδήποτε είδος μουσική (π.χ. δημοτικά με φλογέρα) κι είχαν πάντα μέσα σε κάθε σπίτι (φτωχό ή πλούσιο) τουλάχιστον ένα μουσικό όργανο, αφού δεν υπήρχε ραδιόφωνο (ή αποτελούσε πολυτέλεια) και τηλεόραση κι έτσι η αναγκαία μουσική υπόκρουση για την διασκέδαση κατά μόνας ή στις βεγγέρες, εξαρτώνταν από τον ίδιο τον αμφιτρύωνα ή κανα φίλο-συγγενή που ήξερε να παίζει. Αραιά και που, στα μεγάλα καζάντια ή σε εξαιρετικά γεγονότα (π.χ. γάμος κλπ), καλούσαν τα όργανα (επαγγελματίες), προκειμένου να παίζουν καλύτερα αλλά και για να μην ταλαιπωρούνται οι γλεντοκόποι (όποιος ερασιτέχνης έχει βγάλει ολονύχτιο πρόγραμμα έστω και με κιθάρα παραλίας θα καταλάβει)...

Οι νεοέλληνες τόσο μυαλό είχαν, που όχι μόνο δεν έμαθαν να παίζουν αλλά διέπραξαν το έγκλημα να πετάξουν ή να πουλήσουν στα γιουσουρούμια τα παλιά μουσικά όργανα των προγόνων τους, θεωρώντας τα προφανώς «έπιπλα», λες και τους ζητούσανε ψωμί. Χαρακτηριστικά, στην κατά τα λοιπά απολαυστική «Θεία απ’ το Σικάγο» (1957), μαζί με την μασίφ χειροποίητη σερβάντα που αντικαταστάθηκε από ένα νοβοπάν ψωρο-μπαράκι με τροχούς για το ιουίσκι (sic), πήρε εξόδου και το πιάνο με τα κηροπήγια (!) και στη θέση του βάλανε ένα αμερικάνικο ραδιόφωνο, δίκην εκμοντερνισμού...
(Σήμερα παίρνουμε ΙΚΕΑ να βολευτούμε όπως-όπως, αφού δε χωρούν τα παλιά ποιοτικά αλλά μονοκόμματα έπιπλα στα κονσερβοκούτια που χτίσαμε γκρεμίζοντας τα νεοκλασικά).

  1. Καμάρι

Η επαινετική χροιά της έκφρασης, ανάγεται στην ψυχική εγγύτητα που νιώθει ο μουσικός με το όργανό του. Το φροντίζει, το συντηρεί και το διακοσμεί (είναι πασίγνωστα π.χ. τα προσωπικά λαϊκά ξόμπλια των οργάνων των μπουζουκτσήδων, ακόμα κι οι λατέρνες που θεωρούνταν μουσικά όργανα σημαιοστολίζονταν).

Είναι η αχώριστη συντροφιά του (βλ. «Μπουζούκι μου διπλόχορδο» Μ. Βαμβακάρης), πάντα ταξιδεύει μαζί του (αν είναι φορητό) παίξει-δεν παίξει, το ψωμί του, το μεράκι του (βλ. «Μου σπάσανε το μπαγλαμά» Π. Γαβαλάς / «Ο κυρ-Θάνος πέθανε» Γ. Μπιθικώτσης κ.α.), η περηφάνια του (βλ. «Απόψε το μπουζούκι σου» Β. Τσιτσάνης), η μουνοπαγίδα του (βλ. αναγκαστική εκτέλεση «έντεχνου» προς άγραν γκομενίτσας κουλτουριάρας-αν και σπανίως γαμεί ο κατάκοπος οργανοπαίχτης αλλά μάλλον φτιάχνει την κατάσταση και δράττονται της ευκαιρίας οι λοιποί άρρενες-λύκοι να κάνουν παιχνίδι), η ερωμένη του (έλεγε ο B.B. King «μάθαινα κιθάρα να παίζω στα κορίτσια-όταν οι άλλοι χτυπούσαν γκόμενες εγώ έκανα πρακτική-κάποια στιγμή που έφτασα να παίζω καλά και να γουστάρω, είπα δεν ασχολούμαι με γκόμενες, έχω την κιθάρα μου»), εν τέλει η προέκταση του εαυτού του.

Για το λόγο αυτό, είναι τραγικό για έναν μουσικό (κουτσουρεύεται η προσωπικότητά του) να του αφαιρείται το όργανο στη φυλακή και να σαπίζει στην αποθήκη, αφού πειθαρχικά (αυτό τους μάρανε) δεν επιτρέπονται οι οργανοπαιξίες, που στο κάτω-κάτω αποβαίνουν ανακουφιστικές για τους κρατουμένους κι αποσοβούν την ένταση (εκνευρισμοί-μαχαιρώματα κλπ) της κλεισούρας.
Βέβαια, τα μαγκάκια προκειμένου να βγάλουνε το κασαβέτι τους, πάντα βρίσκανε έναν τρόπο να βάλουν ζούλα στη στενή ένα μικρό όργανο (π.χ. μπαγλαμαδάκι) ή αλλιώς το φτιάχνανε υποτυπωδώς μόνοι τους με ένα κούτσουρο που το σκάλιζαν εσωτερικά ή το έκαιγαν υπομονετικά με κάρβουνο.

Σημειωτέον, ό,τι έπιπλο (ή κουτί ή εργαλείο κλπ) καλείται και το τάβλι, ποτέ όμως ένεκα αχρησίας, αλλά πάλι λόγω του ξύλινου σκάφους του, το οποίον μπορεί να αποβεί φονικόν όπλον εις χείρας ασυνειδήτου παίκτου, είτε μεταφορικώς (ο νικητής φονεύει την αυτοπεποίθησιν και τον ναρκισσιμόν του ηττηθέντος) είτε κυριολεκτικώς (ο ηττηθείς του το σβουρίζει στο κεφάλι)...

- Ποιον παίρνεις;
- Τον Στέλιο, έχω να τον δω πολύ καιρό κι είπα να μαζευτούμε σπίτι το βράδυ όλοι μαζί. Είσαι;
- Αμέ! Ρε συ, δεν παίρνεις και το Μήτσο να φέρει το έπιπλο, να μας παίξει κανα ταξιμάκι να γουστάρουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός μεσαίας ισχύος, εκφοβιστικού χαρακτήρα. Αποτελεί κωδική έκφραση του κόσμου της νύχτας και του κοινού ποινικού δικαίου. Δεν χρησιμοποιείται από ομάδες πολιτικής βίας, οι οποίες προτιμούν άλλες εκφράσεις, όπως πχ καλάθι.

Προέρχεται από το δέσιμο των εννοιών: επίσκεψη, πακέτο, δωράκι, να γλυκάνει, να μαλακώσει, να σκονιστεί.

Ο ειδικός στην παρασκευή των «λουκουμιών», λέγεται λουκουματζής.

Oι αρχές συνέλαβαν τον περίφημο «Λουκουματζή», έναν αλλοδαπό ονόματι Ιβάνωφ Ντεγιάν, παρέα με έναν δεύτερο επίσης αλλοδαπό, να μεταφέρουν μεγάλη ποσότητα εκρηκτικής ύλης. Στόχος ήταν ένας ντόπιος επιχειρηματίας. Ο Ιβάνωφ Ντεγιάν ήταν γνωστός στις αρχές ως ειδικός στα «λουκούμια», δηλαδή τα εκρηκτικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εσείς το ξέρατε ότι η λέξη strobo-light προέρχεται από το κατασκευασμένο με ελληνικές πρώτες γλωσσικές ύλες stroboscope (αρχ. στρόβο(ς) + -scope = -σκόπιο), συσκευή φωτισμού που εκπέμπει βραχείας διάρκειας αναλαμπές ορισμένης συχνότητας; Τα strobo-lights χρησιμοποιούνται στην επιστημονική μελέτη της κίνησης (καθώς παράγουν το αντιληπτικό οπτικό φαινόμενο αργής κίνησης), αλλά και στα μπλε καρούμπαλα, το φωτισμό αεροπλάνων, και φυσικά...

...στα κλαμπψ, και τα λοιπά νυχτομάγαζα, ομού με άλλα εφέ (καπνούς, λέιζερ, βλακ λάιτς και παλαιότερα ντισκόμπαλες) προκειμένου να προκαλείται στους πελάτες sublime αίσθημα σοκ και πέους για το οποίο άλλωστε και πληρώνουν.

Όταν δούλευα (τον κόσμο) ως dj σε ροκάδικα (όχι ρΑκάδικα, ροκάδικα) στην Κρήτη είχε φέρει σε πάρτι ένα φιλαράκι ένα στρόμπο. Το είχα ξεσκίσει αυτό το υπερκίτς χαζό strobo. Τότε μια κοπελίτσα έρχεται και μου ζητάει ξανά και ξανά να το κλείσω το ρημάδι. Με ξενέρωνε, όσο μπορούσε βέβαια. Το αγαπούσα αυτό το strobo. Τελικά κάποιος μου είπε ότι η κοπέλα έχει επιληψία, και το στρόμπο μπορεί να της προκαλέσει κρίση.

Τα Ημισκούμπρια αγαπούσαν μάλλον τα στρόμπο, γι΄ αυτό και τα ονόμασαν χαϊδευτικά και αντιδανειακώς «στρομπόλια», κατά το θιαμπόλι, φαντάζομαι.

Σλανγκασίστ: Khan

Στίχος από Ημισκούμπρια απ' εδώ.

«Χορεύω Michael Jackson, με καμαρώνουν όλοι, και η άσπρη μου η κάλτσα φωσφορίζει στο στρομπόλι»

Σλανγκαρχιδιά: Δε νομίζω ότι με τα στρομπόλια φωσφορίζουν οι άσπρες κάλτσες, αυτό συμβαίνει με τα black lights, πρόκειται περί νοσταλγικού αναχρονισμού χάριν ρίμας και ποιητική αηδία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόλογος: Η σύγχρονη ζωή, που μας παρασέρνει ώστε να χρησιμοποιούμε αλληλοσυνδεόμενα γκατζετάκια ακόμα και στην τουαλέτα (βλ. σχετική αναφορά στο λήμμα σλανγκοπαθής), με πρώτα και καλύτερα τα κινητά (τα οποία κουβαλάμε πάνω μας, κολλητά με το σώμα μας, ενίοτε δυο-δυο και σπανίως απενεργοποιούμε), μας έχει μπλέξει με την ανοχή μας σε μια, πρωτοφανή για την φυσική ιστορία του πλανήτη μας, πλημμύρα πηγών ύποπτης ακτινοβολίας η οποία δύσκολα θα βγει σε καλό για την υγεία μας.

Η πρωτότυπη σλανγκιά: Ακουσμένη από πιλότο πολεμικής αεροπορίας, η έκφραση αποδίδει την ελαφρώς μοιρολατρική ανησυχία αυτών των ανθρώπων για το γεγονός ότι σε πολλά μαχητικά, κάτω από τη θέση τους στο κοκπιτ, βρίσκονται όργανα ραντάρ που εκπέμπουν ισχυρότατες ακτινοβολίες, προς τα έξω βέβαια, αλλά για μια αμερικλανιά ή μια γαλλικούρα που δεν φτιάχτηκε από χέρια ελληνικά δεν μπορείς να είσαι σίγουρος. Έτσι, λοιπόν, φοβάται κανείς πως, μετά από μια περιπολία στο Αιγαίο πέλαγος μπορείς να αρμέξεις τη σαύρα χωρίς ν' ανάψεις το φως, αφού οι όρχεις σου θα φωσφορίζουν από την ακτινοβολία που απορρόφησαν...

Η γενίκευση: Κάθε φορά που κοιμόμαστε σε δωμάτιο απέναντι από μια και καλά διαφημιστική πινακίδα ή κανέναν διώροφο ξεκάρφωτο θερμοσίφωνα, τα οποία κρύβουν φυσικά κεραία κινητής τηλεφωνίας, κάθε φορά που το καλοκαιράκι βάζουμε στην μπανάνα μας ένα και δύο και περισσότερα κινητά να κάνουν παρέα στον παργαλάτσο μας, κάθε φορά που οι καημένοι οι φαντάροι και οι μονιμάδες των διαβιβάσεων μπαίνουν στα ΕΡΜΗΣ και στα παρόμοια (που πιάνουν μέχρι και τα σιμπί των ταξί της Άγκυρας, λέμε τώρα...) η έκφραση έρχεται να προβλέψει και να ξορκίσει ταυτόχρονα το κακό που μπορεί να πάθουν τα ανεκτίμητα αυτά μέλη μας.

Να σημειωθεί ότι στους στρατιωτικούς δίνουν κάτι γάλατα (!) για αντιστάθμισμα. Είναι να μην ανησυχήσεις περισσότερο;

- Νταξ ναούμ, το παράκανες λίγο. Ψυγείο με WiFi και ίντερνετ;
- Για να μην απασχολώ το πισί που κατεβάζει με δορυφορική.
- Ο δεύτερος υπολογιστής;
- Τον έχω με WAN με το πανεπιστήμιο.
- Στα τρία χιλιόμετρα; Καλά τι κεραίες έχεις βάλει;
- Είναι όλα προβλεπέ για να μην παρεμβάλλονται με τα κινητά και τα iridium, ντοντ γόρι.
- Εγώ φίλε σ' αυτό το σπίτι δεν κοιμάμαι. Καλά ρε, δεν φοβάσαι για την υγεία σου; Ουρά θα βγάλεις στο τέλος! Τ' αρχίδια μου φωσφορίζουν εδώ μέσα...

Φωσφοριζέ αρχίδια για το αυτοκίνητo. Τι θα πει πού ακριβώς χρειάζονται; (από patsis, 06/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του υποβρυχίου, όπου αντιστρέφονται οι όροι και το ποτήρι πληρούται βότκας με προσθήκη ζύθου (ή άλλου παιδικού ροφήματος) σε σφηνάκι.

Το παρόν ποτό, αρχικώς κυκλοφορούσε ως ρωσικό υποβρύχιο, πλην όμως μετονομάστηκε σε Κουρσκ ως ελαχιστος φόρος τιμής στην ρωσική ναυτοσύνη και στα ρωσικά USB συκώτια μετά την τραγωδία του ομώνυμου ρωσσικού πυρηνικού υποβρυχίου τον Αύγουστο του 2000.

Το υποβρύχιο Κουρσκ βυθίστικε αύτανδρο στα νερά του Αρκτικού Ωκεανού στις 12 Αυγούστου 2000.

Η κατάληξη των καταναλώνωντων

- Άσε, κέρασε χθές ο Παρχαρίδης 6 γύρες Κουρσκ και γίναμε σανίδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος πασπαρτού, οτιδήποτε έχει να κάνει με το εκλεκτότερο είδος ποιοτικής ελληνικής μουσικής των τελευταίων δεκαετιών.

Κλασσικότατο και κακώς έλειπε!

  1. Εντάξει καλός ο Κότσιρας, βάλε τώρα κάνα σκύλο να στανιάρουμε!

  2. - Πώπω δες το το παιδί στο τραπέζι πως το σείει!
    - Προσοχή, ο σκύλος δαγκάνει!

  3. - Ρε συ, πήγαμε στις Φακές* τις προάλλες και ο Βασίλης έκανε την τραγουδιάρα να βήχει γαρύφαλλα!
    - Ε καλά, αφού είναι φοβερός σκύλος!

* Club «Faces»

  1. Λίγο σκύλος το μαγαζί, αλλά δεν ήταν και πωσελενετζίδικο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων είναι τα υπερβολικά ψηλά ψηλοτάκουνα μιας στρηπτιτζούς/ λικνιτζούς. Ο όρος υπονοεί ότι το θέαμα είναι σαν τσίρκο. Παρ' όλα αυτά, είναι ένα απαραίτητο εξάρτημα, για να προσδίδει ύψος στην λικνιτζού. Αν τύχει να τα βγάλει, τότε φαίνεται το πραγματικό ύψος κι ο στρηπτιτζόφιλος τρώει ήττα. Οι κακές γλώσσες λένε ότι ο σωλήνας στην πίστα των στριπ-κλαμπ αυτόν ακριβώς τον ρόλο εξυπηρετεί, ήτοι να μην παραπατάνε οι λικνιτζούδες όταν χορεύουν, άμα δεν έχουν μάθει ακόμη να οδηγούν σωστά τα ξυλοπόδαρα.

- Άσε, είχε έρθει χτες στο κλαμπ η Τζέσικα με τα πολιτικά, χωρίς ξυλοπόδαρα και μαλακίες, κι έφαγα μεγάλη ήττα! Ποιος θα φανταζόταν ότι αυτή η τριφασική νταρντάνα θα αποδεικνυόταν τελικά ένα πινεζοπούτανο! Μεγάλη απάτη τα ξυλοπόδαρα τελικά!
- Δεν πειράζει και το όρθιο τσιμπούκι έχει την χάρη του!

(από Khan, 15/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων τα κανονικά ρούχα που φοράει μια λικνιτζού, όταν δεν είναι εν ώρα υπηρεσίας, για να περιφέρεται (εν υπηρεσία) με τα ξυλοπόδαρα και τον κορδονούρη.
Συμβαίνει πού και πού μια στριπτητζού να έρθει στο ευαγές ίδρυμα σε χρόνο ανύποπτο (τουλάχιστον από φραπεδικής απόψεως) και τότε δεν φοράει τα ρούχα της δουλειάς (ρούχα είναι σχήμα λόγου). Τότε ο στρηπτιτζόφιλος συνήθως τρώει ήττα, βλέποντας το ίνδαλμά του να αποδομείται.

Trivia: Ο όρος δεν είναι και τόσο ανοίκειος, μια και στην βυζαντινή περίοδο και Τουρκοκρατία «πολιτική» ονομαζόταν η εταίρα, η «κοινή». Και σήμερα βέβαια η πολιτική είναι πουτάνα κι οι πολιτικοί τσάτσοι, αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα...).

-Πήγα χτες στο κλαμπ κι είδα την Τζέσικα με πολιτικά. Δεν δουλεύει πια εκεί, λέει, αλλά ήρθε να χαιρετήσει κάτι φίλους. Άσε έφαγα μεγάλη ήττα! Τελικά αν δεν δεις την γυναίκα άβαφη το πρωί, δεν μπορείς να την εκτιμήσεις σωστά!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του γνωστού λόφου του Λυκαβηττού, γνωστού εξ αρχαιοτάτων χρόνων στα ζευγαράκια (άνευ αλλά κυρίως με Ι.Χ.) και όπως είναι φυσικό, στους παρελκόμενους ματάκηδες.

Η παράφραση οφείλεται στις ερωτικές δραστηριότητες στις οποίες αρέσκονται τα εν λόγω ζευγαράκια, εις το πιο λαϊκόν (βλ. σχετικό παράδειγμα στο λήμμα γαμάω) και ουδεμία σχέση υπάρχει επί του προκειμένου με τo εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου (μεγάλη η χάρη του) και τη φράση «Kάβαλα παν' στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε».

Ένα (περισσότερο) πονηρό μυαλό βεβαίως, θα μπορούσε να συνδυάσει το «...προσκυνάνε» με το σκύψιμο και εντός του αναπτυχθέντος εκκλησιαστικού μοτίβου, να συμπληρώσει με την εξίσου γνωστή παραίνεση:

«Σκύψε Ευλογημένη» (λήμμα το οποίο παρεμπιπτόντως δεν έχει καταχωρηθεί!).

Όπως είναι λογικό, ο Καβαλητός ευρίσκεται στις δόξες του κατά τις νυχτερινές ώρες και ειδικά τα Σαββατοκύριακα. Παρόλο που τα διάφορα ξενοδοχεία «της ώρας» (ουδεμία σχέση με τα κοψίδια), θεωρητικώς θα μείωναν τους επισκέπτες, κάτι η οικονομική συγκυρία, κάτι η πράσινη φύσις, κάτι οι φήμες ότι στα ΧΧΧ σε κινηματογραφούν, διατηρούν τον αριθμό των ζευγαρακίων σε υψηλά επίπεδα.

Το κέφι βέβαια είναι το ζευγαράκι το οποίο είναι μέσα στο γλέντι πάνω στη στροφή, την ώρα που κατεβαίνουν 10.000 αυτοκίνητα στο τέλος συναυλίας και τους κορνάρουν.

Κατεβαίναμε χθες βράδυ από την συναυλία των Banistir-Doolap και κατάλαβα γιατί τον λένε Καβαλητό...

Βλ. σχετικά: καβάλα, καβαλάρης, ο, Καβαλέρια Ρουστικάνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για να εκφράσει ένα καταστροφικό ξενύχτι με ισχυρές δόσεις αλκοόλ. (βλ. γίνομαι κώλος)

Εκεί που μέσα στα κωλοτρυπίδια σου δε θυμάσαι τίποτα απολύτως σχετικά με το τι και πώς έγινε.

Και χανγκάιβερ να είσαι, πάλι δε πρόκειται να βρεις τρόπο να συνέλθεις.

Έχει ειπωθεί και με ταυτόχρονη κίνηση των δαχτύλων στα πλήκτρα Ctrl+Alt+Delete για να προσδώσει γλαφυρότητα.

- Ρε χτες φορμάτ σου λεω! Ήπια μια κάβα και με κουβαλάγανε. Ελπίζω να μην έγινα τελείως ρόμπα.

(από notheitis, 27/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified