Selected tags

Further tags

Αν μιλάμε για εθνική εορτή ή για ορκωμοσία νεοσυλλέκτων, πρόκειται για μια απόλυτα κατανοητή σύνδεση δύο λέξεων, νομίζω.

Ωστόσο, άλλο εννοεί εδώ ο ποιητής.

Είναι συνθηματική έκφραση που περιγράφει στους ενδιαφερόμενους ότι στο πάρτυ παίζουν σνιφαρίσματα των τρένων πάνω στις γραμμές της κοκαΐνης και ότι το όλο σκηνικό μάλλον θα καταλήξει σε μια ωραία παρτούζα, με τα έμπειρα παστάκια, τα πύρκαυλα μιλφέιγ και τους ψωλαράδες κάθε λογής να επιδίδονται σε σχηματισμούς και ακροβατισμούς που φέρνουν κάπως σε παρέλαση, με ή χωρίς συντονιστή.

(από Vrastaman, 08/05/09)(από Vrastaman, 08/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ πριν το φραπέ γίνει σάγκα του σάιτ, το καπουτσίνο ήταν το στάνταρ υπονοούμενο για τον πέοντα. Όπως και οι μοναχοί Καπουτσίνοι, που οι καημένοι δεν μπορούσαν να φανταστούν τι σλανγκομοίρα τους περίμενε στην Ελλάδα.

Στην μετά φραπέ εποχή, ευλόγως ο καφές καπουτσίνο γίνεται φραπουτσίνο, για να δηλώσει το φραπέ με την γνωστή σύσταση, που προκαλεί αηδία σε πολλές Σλανγκοφοριάζουσες και τις κάνει να μην θέλουν να πιουν/ παραγγείλουν ούτε τον κανονικό καπουτσίνο. Παρομοίως έχουμε τα:

- Φραπουτσίνο φρέντο: Το φραπουτσίνο που σερβίρει παγομούνα.
- Φραπουτσίνο κάλντο: Το φραπουτσίνο με την καλή έννοια από καυτή φραπαιδοιάρα.
- Εσπρέσο: Το αγχωμένο φραπέ από φραπεδιάρα που επιδιώκει μεγιστοποίηση κέρδους με ξεπέτα.
- Εσπρέσο Φρέντο: Ό,τι χειρότερο! Βιαστικό ΚΑΙ από παγομούνα! Μακριά!
- Μοκατσίνο: Φραπουτσίνο από Αφροξυλάνθη, δηλ. Αφρογενή κορασίδα.
- Πουτσοτσίνο: Το γνωστό. Επίσης από τα ονόματα των κοριτσιών, βλ. λήμμα ντεκαφεϊνέ. Λ.χ. Λιλιαντσίνο, Μαρινοτσίνο κ.ο.κ.

Χύνω, χύνω με φραπουτσίνο!

(Τραγούδι τελειωμένου φραπεοκράτορα).

(από Khan, 20/02/14)(από Khan, 25/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις γκατσμανικές λεξιπλασίες, που κάνουν τους Σλάνγκους παλαιών αρχών να βγάζουν σπιθουράκια, αλλά αποτελούν και σανίδα σωτηρίας για τους βιοπαλαιστές καβουροσλανγκόσαυρους, που κυνηγούν το λήμμα το επιούσιον.

Παράγωγο εκ των φραπέ- φραπεδιάρα, και αιδοιάρα- αιδοίον, μπορεί να σημαίνει:

  1. Την φραπεδιάρα που είναι μουνάρα, θρυλική, επική, τριφασική κ.τ.λ.

  2. Την φραπεδιάρα, που εκτελεί φραπέ με αιδώ, λόγω φραπεαπαγόρευσης, και όχι χύμα στο κύμα, στα καναπέδια-ντιβάνια-κρεβάτια-ανάκλιντρα των Φραπεδίμ.

Στην πρώτη περίπτωση ελλοχεύει η παρενέργεια ο καφές να είναι Εσπρέσο.

Σλανγκικός Φραπεμφύλιος:

- Αμάν ρε Τάκη, έχεις ακούσει ποτέ τον όρο «φραπαιδοιάρα»; - Οι φίλοι του Γκάτσμαν κι εμένα το φραπεδιάρα το προφέρουν με άλφα γιώτα κι όμικρον γιώτα! Πρόβλημα; Πρόβλημα; Μη μου κολλάς πολύ, γιατί έχω και δυσλεξία και θα σε πω ρατσιστή!
- Τώρα, είσαι μαλάκας ή (αλφα-) γιωτάς ;
- Απλώς, τελειωμένος κάβουρας!

(από Vrastaman, 09/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρίφος του τρίποδος του βρασταμανικού (αναγραμ-)μαντείου. Οι καβουριερείς ερμηνεύουν ως παρακάτω:

  1. Στα πλαίσια της ενασχόλησης της μητέρας με το παιδί της, μπορεί να προκύψουν ατυχείς «χειρισμοί» του πουλακίου του μικρού αγοριού λ.χ. στο πλύσιμο, που θέτουν τις απαρχές για το σύμπλεγμα του οιδιποδοφραπέ που θα στοιχειώσει τον άντρα σ' όλη την υπόλοιπη ζωή του. Το περιγράφει κι ο Απολιναίρ στο «Αναμνήσεις ενός Δουάν Ζουάν».

  2. Το ποδοφραπέ από φραπεδιάρα που από το πολύ φραπέ έχουν πρηστεί (οίδημα) τα πόδια της. Όχι μόνο έχει βγάλει ρόζους στα χέρια, αλλά και οιδήματα στα πόδια, γινόμενη θηλυκός Οιδίπους!

- Το πολύ ποδοφραπέ το βαριέται κι η Οιδίπους!

Στο 1.00.40 το απόλυτο οιδιποδοφραπέ, "Πιετά" του Κιμ-Κι Ντουκ. (από Khan, 04/02/13)(από Khan, 11/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνθηματικά ο προστάτης (νυχτερινών μαγαζιών ντε).

Δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τον μπράβο: μπράβος είναι ευρύτερη έννοια, μπορεί δηλ. να είναι κάποιος ξεκάρφωτος φούσκας που πληρώνει το μαγαζί για να καθαρίζει σε μικροφασαρίες. Για τα χοντρά αναλαμβάνουν οι στάτες.

-Ρε αφεντικό, ποιος είναι αυτός ο μαλάκας στην άκρη της μπάρας με το ύφος του στιλ ''κρατάω τον πάπα απ' τ' αρχίδια'';
-Άσε ρε, μην ασχολείσαι, ο τύπος είναι στάτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεχνικός και λίγο λιγότερο σλανγκ όρος για το φραπενείο, τον φραπενέ.

- Δεν θα ανοίξει κανείς thread για φραπεδομάγαζα να ξεχωρίσει η φραπεδιάρα απ' την περσόνα νον φράπα, να ξέρουμε κι εμείς τι γίνεται;

Got a better definition? Add it!

Published

Στη διάλεκτο των ρεϊβάδων, η Ισραηλίτικη ψυχεδελική trance. Μεσουρανούσε τη χρυσή δεκαετία του '90, σε μαγαζιά όπως το Battery στο σταθμό υπεραστικών στον Κηφισό, το Άλσος στο Πεδίο του Άρεως κ.α. Κορυφαίοι εκπρόσωποι οι περίφημοι Astral Projection και ύμνος τους το γαμιστερό ''let there be light'' (τίτλος που πρόδιδε και την εβραϊκή καταγωγή τους).

Παρομοιάστηκε με τα τσιφτετέλια λόγω των διάφορων ανατολίτικων/τσιφτετελέ ηχητικών μοτίβων που παρεισφρύουν στο beat, διανθίζοντάς το και προσδίδοντας το απαραίτητο couleur locale.

Τα «τσιφτετέλια» αντιδιαστέλλονταν στερεότυπα με τα πριόνια, όρος που παραπέμπει ειδικότερα στην ευρωπαϊκή trance (και όχι μόνο γενικώς και αορίστως στα παντοειδή νταπαντούπα). Τα ''πριόνια'' παίζουν σε πιο industrial ήχους, χωρίς κλάψα. Οι ρέιβερ ήταν ατύπως χωρισμένοι σε δύο μεγάλες συνομοταξίες: τσιφτετελάδες και πριονάδες. Οι τσιφτετελάδες ήταν και οι πιο σκληροπυρηνικοί, ήταν - όπως κι αν το κάνουμε - οι πιο αλητάμπουρες, οι πιο κάγκουρες, με προέλευση κατά κανόνα λαϊκότερη (βλέπε δυτικά προάστια). Όσοι πάλι ψήφιζαν πριόνι, την είχαν δει και καλά πιο ευρωπαίοι και (ορισμένοι) αντιμετώπιζαν με συγκατάβαση τους τσιφτετελάδες, χρησιμοποιώντας χαρακτηρισμούς όπως ''γύφτοι'' ή ''εγκληματίες''.

- Τι λέει ρε φίλε, θα τραβηχτούμε κανά battery αύριο; Θα βαράει καλά...
- Άσε ρε μαν καλύτερα, τίγκα θα 'ναι στους κάβουρες και στους γύφτους...
- Για τη μουσικούλα θα πάμε, μην ξενερώνεις...
- Τα τσιφτετέλια θες να πεις.
- Άντε ρε γαμήσου.

Ofra Haza (+ 2000) (από acg, 14/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιά. Στα αγγλικά σημαίνει κυρίως το επιδόρπιο (< επί + δόρπον = απογευματινό φαγητό στα αρχαία). Οπότε μπορεί να εννοηθεί ως υπονοούμενο και το ό,τι ήθελε προκύψει, το γαμήσι μετά το καλό γεύμα. Γενικότερα, οποιαδήποτε δραστηριότητα γίνεται «μετά».

Πάω Μέγαρο και άφτερ στα μπουζούκια.

Πάω κλαμπ και άφτερ για φραπέ.

Πάω για πρωινό φραπέ και άφτερ στην δουλειά.

(από Khan, 12/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Από το αγγλικό after hour έχει περάσει η έκφραση στη νύχτα: Υπάρχουν τα «άφτερ πάρτι», που ήταν της μοδός στα 90's. Η «άφτερ κατάσταση- φάση», δηλαδή αυτό που θα κάνουμε μετά από αυτό που κάνουμε τώρα. Το άφτερ ως συνώνυμο του μεταμεσονύκτιου.»

Πηγή: Ιρονίκ .

- Πάμε για ένα άφτερ πάρτι κατά την μία;
- Οκ, θα φέρω και την Βίβιαν.
- Ποια είναι η Βίβιαν;
- Η άφτερ της Μαριλούς.

βλ. σχόλιο στον άλλο ορισμό του άφτερ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλβανός + τζούρα.

Αυτός ο οποίος καπνίζει αμφιβόλου ποιότητας/φθηνότερη κάνναβη. Φτηνιάρης, φτωχός, λιτός.

  1. -Σας μυρίζει κάτι;
    -Εκείνοι οι αλβανίτζουρες ντουμάνιασαν μέχρι εδώ.

  2. Μου θέλει και γκόμενα ο αλβανίτζουρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified