Ευφημισμός για την putzfrau, που δραστηριοποιείται στο putzinstitut (πουτς ινστιτούτ).
Η Τζέσικα αποτελεί αξιολογοτάτη φερέλπιδα κορασίδα!
Ευφημισμός για την putzfrau, που δραστηριοποιείται στο putzinstitut (πουτς ινστιτούτ).
Η Τζέσικα αποτελεί αξιολογοτάτη φερέλπιδα κορασίδα!
Got a better definition? Add it!
Το νυχτερινό μαγαζί / μπαρ με γυναίκες.
Πήγαμε με τα παιδιά σε ενα κωλόμπαρο χτες βραδυ και ήταν φοβερά.
Got a better definition? Add it!
Η χορευτική φιγούρα που θυμίζει τον τρόπο που χόρευαν οι αρκούδες των γύφτων στα πανηγύρια. Ένα βαρύ χοροπηδητό, χωρίς ίχνος ρυθμού και χάρης. Συνήθως αυτό που χορεύεται δεν έχει σχέση με αυτό που ακούγεται.
Συναντάται κυρίως στις πίστες των μπουζουκλερί, μετά τις 3 τα χαράματα και αφού οι θαμώνες έχουν καταναλώσει ικανοποιητικές ποσότητες Θήβας Ρήγκαλ για να χάσουν κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και να μη νιώθουν στάλα ντροπή.
(Ο άβγαλτος μπουζουξής στον πληκτρά):
- Ρε συ, εμείς βαράμε βαριά ζεμπεκιά κι αυτοί χορεύουν τσιφτετέλι;
- Εμ βέβαια, 3 η ώρα αρχίζουνε οι αρκουδιές.
- Πού κατάντησα ο καλλιτέχνης...
Got a better definition? Add it!
Για να εκφράσει ένα καταστροφικό ξενύχτι με ισχυρές δόσεις αλκοόλ. (βλ. γίνομαι κώλος)
Εκεί που μέσα στα κωλοτρυπίδια σου δε θυμάσαι τίποτα απολύτως σχετικά με το τι και πώς έγινε.
Και χανγκάιβερ να είσαι, πάλι δε πρόκειται να βρεις τρόπο να συνέλθεις.
Έχει ειπωθεί και με ταυτόχρονη κίνηση των δαχτύλων στα πλήκτρα Ctrl+Alt+Delete για να προσδώσει γλαφυρότητα.
Got a better definition? Add it!
Όταν στρώνεται στο ποτό ο νεροχύτης με την παρέα του. Ακαταλόγιστο ποτό. Προφέρεται με το ρ παρατεταμένο για να δώσουμε έμφαση (φαρρρμακώσαμε).
Πατέρας στο γιό:
- Γιατί ξέρναγες εχθές το βράδι; Πάλι φαρμάκωσες;
- Άσε με ρε πατέρα, έχω και πονοκέφαλο....
Μεταξύ φίλων:
- Καλά ρε μαλάκα, 5 μπουκάλια ουίσκι 3 άτομα εχθές;
- Άστα, πέρασε ο Νιόνιος από 'δω και φαρρρμακώσαμε.
Got a better definition? Add it!
Συνηθίζεται για να περιγράψει κακόφημα μέρη, μέρη όπου συχνάζει ο υπόκοσμος, πορνεία, στριπτιτζάδικα κτλ.
Επίσης για να δηλώσει ότι η ποιότητα ενός κέντρου διασκέδασης είναι πολύ χαμηλή.
- Για πού είσαι σήμερα;
- Έχει μπάτσελορ ένας φίλος και... καταλαβαίνεις...
- Κατάλαβα, θα κυλιστείτε στη λάσπη.
- Πάμε Σιρόκο το βράδυ;
- Όχι ρε, αυτό είναι σκέτη λάσπη.
Got a better definition? Add it!
Μάγκικη συντομογραφία της λέξης «μπουκάλα», δηλαδή φιάλη αλκοόλ σε κλαμπ.
- Έχω πιει μια κάλα μωρό μου, μόνο εσύ λείπεις (βλ. και κάβα)
- Χτες ήπιαμε μια κάλα χιροσίμα και γίναμε κόκαλα.
Got a better definition? Add it!
Άτομο τόσο ελεεινό στην εμφάνιση που τρώει εγγυημένα κάθε φορά πόρτα σε πάσης φύσεως νυχτερινά κέντρα, μπαρ, κλαμπ, και γενικά όπου υπάρχει face control.
(Διάλογος σε καφετέρια)
- Μαλάκες πάμε να φύγουμε, έρχεται ο Δημήτρης ο Πόρτας.
- Γιατί τον λέτε έτσι ρε παιδιά;
- Μα καλά δεν τον ξέρεις; Ο τύπος τρώει πόρτα και σε μπουρδέλο.
Got a better definition? Add it!
Πώς μπορείς όσο πιο λακωνικά γίνεται να περιγράψεις τη συμπρωτεύουσα; Αρκεί να αλλάξεις το «θ» με «ξ»... Μια πόλη που έννοιες όπως χαλαρότητα, διασκέδαση, καλοφαγία, ομορφιά (κυρίως γυναικών) κτλ οδηγούν αναπόφευκτα σε αυτό που περιγράφει η παραπάνω λέξη-έννοια: το απόλυτο ξεσάλωμα... Η λέξη χρησιμοποιείται από γηγενείς αλλά κυρίως από όλους εμάς που όταν μπορούμε απολαμβάνουμε τις παραπάνω ομορφιές της Θεσσαλονίκης.
Όσον αφορά την προέλευση της λέξης, πάμε στο 1993 και στο ομώνυμο άλμπουμ (και τραγούδι) των Ξύλινων Σπαθιών «Ξεσσαλονίκη».
- Πού θα πας ρε Ανδρέα πάλι τριήμερο;
- Φίλε ένα έχω να πω στα παιδιά... Ξεσσαλονίκη ...
- Όχι ρε τύπε, κατάλαβα! Πανικός!
- Άσ' τα θα γουστάρουμε τρέλα!
Got a better definition? Add it!