Selected tags

Further tags

Κοκταίηλ σερβιρισμένο στο σκαμμένο εσωτερικό ενός καρπουζιού, το οποίο χρησιμεύει ως δοχείο και για να δίνει τη γλυκιά γεύση του στο περιεχόμενο. Πίνεται με καλαμάκια από την παρέα - υποτίθεται ότι παίζει και με βιδωτό βρυσάκι στο κάτω μέρος του καρπουζιού.

Πολύ καλοκαιρινό, παρεΐστικο και ταιριαστό με beach bar και ψιλοξεσαλώματα (τα γλυκά κοκταίηλ βαράνε!).

Από εδώ:

Ένα παιδί από την Κω έμαθε στην παρέα την Καρπουζοχαρά. Δες κι εσύ για να μαθαίνεις.
Παίρνεις καρπούζι, ρούμι, χυμούς, πάγο, μαχαίρι, κουτάλι, καλαμάκια και σουρωτήρι.
Από το καρπούζι κόβεις το 1/4.
[...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κουκουβάγια στα αρβανίτικα.

  1. - Τι κάνει έτσι;
    - Α τίποτα, μια κουκουμάτσα είναι.

  2. Μη βγαίνεις έξω αργά το βράδυ, θα σε φάει η κουκουμάτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξενυχτάδικο στα καλιαρντά, όπου συχνάζουν αγλαρότεκνα, αγλαροπουροί και αγλαρογκόμενες. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.

  1. Καλέ Μαρίνα πού είσαι, γαμώ το μπελά σου. Είμαι στη μαρίνα, φοράω εφαρμοστό κοντό μπλουζάκι, έχω τη σκύλα στα χέρια, ανταύγεια στο μαλλί κι αγόρασα κι λίγο νταμί για το δρόμο, άσε που φάγαμε τα μουνιά μας με μία μούτζα από τη Τερψιθέα, αν αργήσεις να κάτσω σε κάνα αγλαρόκεντρο να περιμένω, αλλά φοβάμαι μη μου τη πέσει κάνα βαβαρότεκνο, εδώ στο Πειραιά ο δορκάκης πάει σύννεφο, το λοιπόν, γράφω εδώ στην Αθηνά μπας κι το δεις αυτή την εφταζουρνού κι κανονίσουμε. Κοίτα μη μού 'ρθεις με ισμίρ-πατσούλ, σε θέλω φρέσκια και γεμάτη κλέβα. (Αποκατέ).

  2. Καλέ, αφού άβελε γύρες με τα αγλαροπουρά στα αγλαρόκεντρα και άβελε διακόνα στο μπερντέ, τι περίμενες; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ξηροί καρποί, αμύγδαλα και φιστίκια, με τα οποία συνοδεύουμε τα αλκοολούχα ποτά. (Από perketis)

  1. Πες στη σερβιτόρα να φέρει το ουίσκι και τα πρώτα ξηροκαρπίδια κι έρχομαι!

  2. Έτσι, τώρα που αποκλειστήκατε, μπυρίτσα, ξηροκαρπίδια, και από τον καναπέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέταγμα λουλουδιών σε νυχτερινά κέντρα, τα οποία προμηθεύουν σε κατάλληλο καιρό ειδικά επιφορτισμένες με το καθήκον αυτό λουλουδούδες, έτσι ώστε η πίστα να μετατρέπεται κυριολεκτικά σε πεδίο μάχης.

1. Λουλουδοπόλεμος Ρώσου ολιγάρχη για τον Βέρτη
Ούτε στη... φαντασία του δεν περίμενε ο Νίκος Βέρτης τον χαμό που έγινε πριν από λίγες ημέρες από Ρώσο μεγιστάνα -στενό φίλο του νέου ιδιοκτήτη του Σκορπιού Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ- στο νυχτερινό κέντρο όπου τραγουδά αυτό το διάστημα. Το κέντρο ξέμεινε από λουλούδια, καθώς ο Ρώσος επιχειρηματίας αγόρασε όλα τα πανέρια του μαγαζιού και... έλουσε τον τραγουδιστή με γαρίφαλα.

2. Για ποια κρίση μου μιλάς; Ο ΛΟΥΛΟΥΔΟΠΟΛΕΜΟΣ δεκάδων χιλιάδων ευρώ στα μπουζούκια κάθε νύχτα είναι η απάντηση του Ελληνάρα στο ΔΝΤ, στην Μέρκελ και την κρίση.

Got a better definition? Add it!

Published

Η μπαργούμαν, ο θηλυκός μπάρμαν. Η ετυμολογία της λέξης χάνεται στα ντουμάνια και στις θάλασσες αλκοόλ. Φημολογείται ότι προέρχεται από τη λέξη μάνα. Όπως η μάνα θηλάζει τα παιδιά της,έτσι και η μπαρμάνα θηλάζει τους πότηδες και τους ξενύχτηδες. Η μάνα με το βυζί της, η μπαρμάνα με το μπουκάλι της...

Δώσε μου κάτι μπαρμάνα, έχει ξεραθεί το στόμα μου...

Συνδυασμός βυζομάνας και μπαρμάνας. (από Khan, 31/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ψωνίσματος (χωρίς να αποκλείεται σαφής ή υπόγεια και μεταφορική σχέση μεταξύ των δύο).

  1. Να γίνεις ψώνιο, δηλαδή να την δεις κάπως, να την ψωνίσεις, να αρχίσεις να θεωρείς ότι έχεις πολύ μεγάλη αξία και είσαι ο γκραν γαμάω, και να το δείχνεις με ανάλογη συμπεριφορά και εμφάνιση, όπως λ.χ. για τους διανοουμενέ βέλτσιστο υφάκι και στόμφο, ή για τα γουαναμπή σελεμπριτόνια ένα φάσμα ακκισμών από Γιάννα Αγγελοπούλου μέχρι Τζούλια Αλεξανδράτου μέσω Paris Hilton. Το ρήμα ψωνίζομαι περιγράφει περισσότερο την διαδικασία και τη μετάβαση σε ένα στάδιο που έχεις πλέον γίνει ψώνιο, τα οποία μπορεί και να συμβούν ανεπαίσθητα. Μία πολύ ενδιαφέρουσα σχετική έκφραση είναι το ψωνίστηκαν τα τσόκαρα και την είδαν γόβες (δες). Γενικότερα το ψωνίζομαι εκφέρεται συχνά μαζί με το την είδα.

  2. Το παθητικό του ψωνίζω κάποιον, δηλαδή εκπορνεύομαι, καθίσταμαι αντικείμενο σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Το ενδιαφέρον κττμγ είναι ότι ενώ η αρχική σημασία φαίνεται να αφορά στο επί πληρωμή σεχ, ορισμένες φορές χρησιμοποιείται ευρύτερα ακόμη κι όταν δεν υπάρχει χρηματικό αντίτιμο. Σε αυτές τις περιπτώσεις σημαίνει το να εκθέτει κάποιος τον εαυτό του σε ερωτικά βλέμματα, ώστε εβέντσουαλjυ να γίνει νταραβέρι. Επίσης, μπορεί να ειπωθεί και για τον εραστή και για τον ερώμενο ότι «ψωνιστήκανε» χωρίς σαφή αντιδιαστολή ψωνίζοντος και ψωνιζομένου. Κυρίως σε ομοφυλόφιλες σχέση που τα δύο είναι δυσδιάκριτα.

1. α) Οι stars ψωνίζονται άσχημα! Φαίνεται πως το να είσαι παγκοσμίου φήμης αστέρας δεν είναι εύκολο πράγμα. Έπειτα από την άφιξή της με ιδιωτικό ελικόπτερο στο Λονδίνο, όπου θα πραγματοποιήσει συναυλία στην O2 Arena, η Μπιγιονσέ απαιτεί μεγαλύτερα καμαρίνια, απειλώντας ότι δεν θα βγει επί σκηνής αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά της!

β) Τα ψώνια με τα ψώνια τους ψωνίζονται...

2)α) ΨΩΝΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK.
Στα καλά κορίτσια αρέσει το Facebook γιατί μπορούν να κρύβουν όσα θέλουν να κρύψουν, αλλά τα κακά κορίτσια είναι αυτά που αξιοποιούν καλύτερα το μεγάλο κοινωνικό δίκτυο.
Σύμφωνα με έρευνα οι εκδιδόμενες γυναίκες στη Νέα Υόρκη χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο το Facebook για να βρουν πελάτες εγκαταλείποντας τις παραδοσιακές αγγελίες. Το Facebook επιτρέπει στις γυναίκες να πάρουν τον έλεγχο της εικόνας τους, να θέσουν τιμές και να ξεπεράσουν τους “προαγωγούς” και τις “μαντάμ” ελέγχοντας οι ίδιες τη δουλειά τους.

β) Ο Καμπουράκης με τον Οικονομέα κοιτάζονται σαν να μόλις ψωνιστίκανε στα τζουρά και πανε να ζησουνε τον έρωτα τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακμιακό σκυλάδικο προηγούμενων δεκαετιών, που συνδύαζε την μέχρι πρωίας παραγωγή κακόηχων τραγουδιών του είδους με την παροχή υπηρεσιών ερωτικού περιεχομένου από γυναίκες ελευθέρων ηθών, που βγαίνανε που λέμε στο κλαρί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα κλαριτζίδικου αποτελεί το σκυλάδικο «Βιετνάμ» στην ταινία «Όλα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλαρη.

Το είδος των συγκεκριμένων «καταστημάτων» αρχίζει να εκπλείπει με τα χρόνια, παράλληλα με την μετάλλαξη της ελληνικής μουσικής που απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τα παλιό λαϊκό της ύφος και επηρεάζεται με έναν εμφανώς καλτ τρόπο από την αμερικάνικη μουσική βιομηχανία σε συνδυασμό με την μαζικοποίηση του σκυλάδικου και την εδραίωση του στην ελληνική μουσική σκηνή.

Πλέον, τέτοια μαγαζιά μπορεί να βρει κανείς σε ξεχασμένες επαρχίες που διψάνε για γυναικεία σάρκα ή σε παρατημένες αστικές ζώνες όπου δεν υπάρχει οικιστική συγκέντρωση και περνάνε απαρατήρητα. Συνήθως, βρίσκονται πάρα πολύ κοντά σε κάποια Εθνική Όδο (χαρακτηρστικό παράδειγμα η Εθνική Οδός Αθηνών-Λαμίας) με σκοπό να εξυπερετούν τους διερχόμενους νταλικέρηδες, που ψοφάνε στην πλειονότητά τους για τέτοιου είδους διασκεδάσεις. Παρόλα αυτά, πρόκειται για πολυσυλλεκτικούς χώρους, όπου μπορεί να βρει κανείς από νταβάδες μέχρι δικηγόρους ή εισαγγελείς ή γενικότερα ανθρώπους που την ημέρα έχουν μια καθώς πρέπει θέση στην κοινωνία.

Σ' ένα υπόγειο της Βάθης κλαριτζίδικο
μ' ένα γαρύφαλλο στ' αυτί καρικατούρα
μισοτοιχία να βρωμάει το σουβλατζίδικο
και η πελατεία ξαπλωμένη απ' τη μαστούρα

(από το τραγούδι της Ελένης Βιτάλη «Εγώ τραγούδαγα»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει κέντρο διασκέδασης.

Στην τρέχουσα αργκό, η κατάληξη -άδικο περιγράφει κατάστημα, δίνοντας παράλληλα έναν πιο λαικό τόνο στον εν λόγω μέρος (βλ. δισκάδικο, πιατάδικο, ελληνάδικο, τραβελάδικο).

Και που λες μικρό μου πουστόνεο, στη πρώτη μου έξοδο σα κωλοφάνταρο κατέληξα σ' ένα ξεφτιλάδικο καμιά πεντακοσαριά μέτρα από το ΚΕΠΒ Θήβας. Και τι να δώ; Ο Τεντόπουλος, το κωλοεπόπι, κερνάει ποτάκι ένα τράβελο που δούλευε στο μαγάζι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικά με τον όρο αυτό νοείται ένα λάιτ είδος πορνείας που δεν περιλαμβάνει κατά κανόνα σεξουαλική επαφή. Ακολουθούν διάφορες σημασίες ξεκινώντας με την κύρια, από την οποία προέρχονται και οι υπόλοιπες, με διαφόρους βαθμούς εκπόρνευσης η κάθε μία.

  • Η μικράς διαρκείας πληρωμένη γυναικεία συντροφιά που παρέχεται σε ορισμένα είδη νυχτερινών μαγαζιών.

Είναι προφανές ότι η λέξη είναι γαλλική καθώς η συγκεκριμένη πρακτική μας έρχεται από το Παρίσι. Consommation λοιπόν στα γαλλικά σημαίνει κατανάλωση. Τίνος πράγματος; Μα φυσικά ποτών. Στα καμπαρέ του Παρισιού λοιπόν (τα γνήσια, τα καταγώγια, όχι αυτά που δείχνει κάθε πρωτοχρονιά στην κρατική τηλεόραση) το χαρτί δεν έβγαινε από τα μπαλέτα -αυτά ήταν το μεζεδάκι για την όρεξη- αλλά από τα ποτά που κερνούσαν οι πελάτες στις καμπαρετζούδες. Όσο πιο μεγάλη κατανάλωση έκανε ο πελάτης τόσο πιο πολλά έπαιρνε η καμπαρετζού.
Το σπορ γρήγορα πέρασε και στην Ελλάδα με ανάλογα καμπαρέ που δημιουργήθηκαν στην Τρούμπα (βλ. πολλές ελληνικές ταινίες).
Στη χρυσή εποχή του σκυλάδικου πέρασε στα σκυλάδικα για να καταλήξει τελικά στα '80ζ σε εξειδικευμένα πλέον μαγαζιά που λέγονται στην επίσημη αργκό παμπ, αλλά ο πολύς ο κόσμος τα ξέρει ως κωλόμπαρα ή κωλάδικα ή K-bar (προφ. κέι μπαρ - κατά το γκέι μπαρ).

Θα τα συναντήσει κανείς παντού. Από την πιο πολυσύχναστη γειτονιά της Αθήνας μέχρι το πουθενά, στο μέσον του τίποτα. Στα κωλόμπαρα δεν υπάρχει πλέον σώου. Είναι μικρά συνήθως μαγαζιά που θυμίζουν περισσότερο μπουρδέλο παρά μπαρ. Μοιάζουν αρκετά με τις καφετέριες του 80. Πολλά μικρά σαλονάκια με ψηλή πλάτη και ένα μπαρ. Διακόσμηση μίνιμαλ έως μηδέν. Χρώματα, όπως και στα μπουρδέλα, ροζ και μωβ, ή φαίνονται έτσι από το πολύ μπλακ λάιτ.

Ας δούμε επιτροχάδην πώς γίνεται το νταλαβέρι.

Ο πελάτης μπαίνει στο χώρο. Πάει και κάθεται σε ένα σαλονάκι. Ανάβει ακαριαία τσιγάρο. Κοιτάει στο μπαρ όπου κάθονται τα κορίτσια τα οποία πιο παλιά λέγονταν κονσοματρίς αλλά ο όρος πλέον έχει εκλείψει ολοκληρωτικά. Σήμερα λέγονται απλά μπαρόβιες. Αν καρφώσει μία, εκείνη σηκώνεται και πάει στο σαλονάκι. Αν πάλι δεν κοιτάξει προς τις κοπέλες για πέντε λεπτά, έρχεται μια οποιαδήποτε. Κάθεται δίπλα του και του πιάνει την κουβέντα, «Πώς σε λένε» και τέτοια. (Με μια πιθανότητα της τάξης του 99,99% η δεύτερη ερώτηση είναι «Τι ζώδιο είσαι;»). Στα καπάκια έρχεται το γκαρσόνι για παραγγελία. Ο πελάτης λέει τι θέλει. Τότε λέει κι η κυρία το σύνθημα: «θα με κεράσεις ένα ποτό;» Ο πελάτης γνέφει θετικά. Το γκαρσόνι επιστρέφει με τα ποτά. Του πελάτη είναι κανονικό (σε μέγεθος, γιατί σε περιεχόμενο είναι νιτρογλυκερίνη), αλλά της κοπέλας είναι πιο μικρό και δεν έχει ποτό, αλλά νερό με λίγη κοακόλα, διάλυμα που μοιάζει οπτικά με ουίσκι. Παράλληλα της αφήνει δύο μάρκες. Αυτό γιατί το ποτό της κοπέλας θεωρείται διπλό. Αν ο πελάτης είναι σπαγγοράμα και ήθελε να την κεράσει μονό, όφειλε να το διευκρινήσει από πριν. Η κοπέλα κάθεται και μιλάει με τον πελάτη όσο διαρκεί το ποτό της, συνήθως 5 λεπτά αν έχει κόσμο και 10 αν είναι χαλαρά. Για να επιταχύνει το τελείωμα του ποτού της αλλά και του πελάτη αλλά και για να τον μεθύσει κάνει συνέχεια «γεια μας». Μόλις τελειώσει ζητάει δεύτερο και ο κύκλος συνεχίζεται από την αρχή. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί κάποιος πολύ εύκολα να χαλάσει ένα ολόκληρο μηνιάτικο μέσα σε λίγη ώρα. Μια καλή μπαρόβια μπορεί πάλι να βγάλει ένα μηνιάτικο σ' ένα βράδυ. Η κοπέλα πληρώνεται στο τέλος της βραδιάς εξαργυρώνοντας τις μάρκες που έχει μαζέψει. Επειδή όμως, όσο νερό κι αν πίνει με τους πελάτες, θα πιει και τα ποτά της και θα γίνει λίγο γκολ, κι επειδή οι καταστηματάρχες σε αυτά τα μαγαζιά δεν είναι και η καλύτερη πάστα ανθρώπου, εννοείται ότι θα πέσει και η απαραίτητη σφαγή, είτε με κακή καταμέτρηση, είτε με απευθείας σούφρωμα μαρκών από την καβάντζα της κοπέλας. Γι' αυτό οι πιο ψαγμένες κρατάνε τις μάρκες σε τσαντάκι πάνω τους. Επίσης, αν το αφεντικό θέλει να εξασφαλίσει τη μέθη της κοπέλας, είτε για να τη ρίξει στις μάρκες είτε γιατί τη θέλει πιο διαχυτική με τους πελάτες, όταν εκείνη ζητάει κανονικό ποτό, εκείνος της βάζει από το πετρέλαιο των πελατών κι όχι από το γνήσιο που έχει για το προσωπικό.

Σημειώσεις:
Η κονσομασιόν δεν περιλαμβάνει σεξουαλική επαφή. Κανένα κωλόχερο είναι συνήθως επιτρεπτό. Κάποιες μπαρόβιες, αλλοδαπές κυρίως, επιτρέπουν μέχρι και προχωρημένο μπαλαμούτιασμα, κάτι που όμως θεωρείται ανεπίτρεπτο από το συνάφι γιατί χαλάει την πιάτσα. Γενικά έχει αποδειχτεί ότι το φάτε μάτια ψάρια είναι πιο προσοδοφόρο από τη βίζιτα και γι' αυτό έχει ανθήσει σε τέτοιο βαθμό αυτός ο θεσμός στη χώρα μας.
Κονσομασιόν γίνεται επίσης και στα στριπτιζάδικα, παράλληλα με το λαπ ντανς. Γίνεται επίσης και σε παρακμιακά σκυλάδικα. Με μια πιο χαλαρή έννοια γίνεται ακόμα και σε καφενεία από τη μία και μοναδική μπαργούμαν που υπάρχει και χωρίς μάρκες φυσικά.

  • Η περατζάδα που κάνει η τραγουδιάρα του σκυλάδικου στους καλούς πελάτες.

Επειδή οι καλές φωνές σπανίζουν, η μέση τραγουδιάρα πρέπει με κάποιον τρόπο να δικαιολογήσει το νυχτοκάματο. Έτσι εκτός από το καθαρά οπτικό σώου που δίνει στην πίστα, είναι υποχρεωμένη να περάσει κι από μερικά τραπέζια και με την εντυπωσιακή παρουσία της να ανεβάσει τους αγρότες ώστε του χρόνου που θα ξαναπουλήσουν το μπαμπάκι να έρθουν και να τα ξανακουμπήσουν στο μαγαζί.
Αντίστοιχη υποχρέωση βέβαια έχουν και οι σοβαροί καλλιτέχνες. Μια γύρα, όπως και να 'χει, θα την κάνουν.

  • Το να κάνει γύρες στους πελάτες το αφεντικό οποιουδήποτε μαγαζιού διασκέδασης (από ταβέρνα μέχρι μέγαρο) και να πίνει μαζί τους.
  • Γενικά, σε οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο, το να βγαίνεις με πελάτες ή να αποκτάς τα οποιαδήποτε είδους κολλητιλίκια, για να κλείσεις μια δουλειά.

Σημείωση: Το κέρασμα σφηνακίων ή ποτού δεν θεωρείται κονσομασιόν.

  • Ειδικά για ηθοποιούς, η εμφάνιση προ της πρεμιέρας του έργου σε οποιαδήποτε τηλεοπτική εκπομπή τους δεχτεί.

Ο ηθοποιός έχει υποχρέωση να παραβρίσκεται ως γλάστρα σε όλη τη διάρκεια της εκπομπής και να σχολιάζει και καμιά μαλακία πού και πού. Σε αντάλλαγμα ο παρουσιαστής τον αφήνει στο τέλος να πει για την παράστασή του και να αναφέρει όλους τους συντελεστές της από σκηνοθέτη μέχρι ταξιθέτρια. Η αναφορά στους συντελεστές γίνεται πάντα με δύο άρθρα, ένα προ του ονόματος και ένα προ του επωνύμου.

  • Ειδικά για πολιτικούς, το σύνολο των πραγμάτων που κάνουν δημόσια (κόψιμο κορδελών, βαφτίσεις, επισκέψεις σε νοσοκομεία/ΚΑΠΗ/σχολεία, φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, Πάσχα με φαντάρους, και φυσικά τελευταίο αλλά όχι λιγότερο η περατζάδα στα παράθυρα των καναλιών).

Σημείωση: Στα σοβαρά κόμματα το κομσομασιόν δεν γίνεται χύμα αλλά βάσει σχεδίου υπό τις διαταγές ενός σκιώδους ειδικού που λέγεται spin-doctor ο οποίος προσλαμβάνεται από τους ανθρώπους που πραγματικά ελέγχουν την παράταξη (μεγάλοι χρηματοδότες). Όλα τα κομματικά στελέχη (από υποψήφιο βουλευτή στην πινέζα μέχρι πρωθυπουργό) είναι υποχρεωμένα να υπακούν απόλυτα στις προσταγές του spin-doctor και να κάνουν/λένε/φοράνε ό,τι τους πει αυτός.

  1. ~ Καλησπέρα!
    - Καλησπέρα!
    ~ Πώς σε λένε;
    - Άλκη! Εσένα;
    ~ Νατάσα! Τι ζώδιο είσαι;
    - Καρκινάκι! Εσύ;
    ~ Σκορπιός! Θα με κεράσεις ένα ποτό;
    (Νεύει καταφατικά. Εκείνη σηκώνει το χέρι στο μπαρ και δείχνει με τα δάχτυλα τον αριθμό 2)
    ~ Τι δουλειά κάνεις;
    - Έχω σπουδάσει ΙΕΚ, πληροφορική!
    ~ Κι εγώ έχω σπουδάσει χημικός μηχανικός στη Μόσχα!
    - Αλήθεια;
    ~ (Προφανώς όχι ρε μαλάκα) Ναι! Έλα, γεια μας!
    - Γεια μας!

  2. ~ Και δεν μας είπες, τι κάνεις φέτος;
    - Λοιπόν, ανεβάζουμε μια πολύ ωραία παράσταση, το «Σσεάουρ για δυλσεκιξούς», του Κουέντιν του Ταραντίνο, με την Ούμα τη Θέρμαν, το Τζων τον Τραβόλτα, το Σάμιουελ το Τζάκσον, το Μπρους το Γουίλις, το Στήβεν το Γουώκεν, τη Ροζάνα την Αρκέτ, σε σκηνικά κουστούμια του ...να τους πω και τους άλλους;

  3. Spin doctor του κόμματος: Ο Πρωθυπουργός παραπονιέται ότι έχεις καιρό να κάνεις κονσομασιόν.
    Υπουργός: Ρε Μήτσο είχα κάτι προσωπικά τελευταία.
    S.D.: Κοίτα μαλάκα να βαφτίσεις κάνα μπαστάρδι και να βγεις σε κάνα παράθυρο γιατί σε βλέπω να παίρνεις χοντρό πουλί στον επόμενο ανασχηματισμό. Άντε γιατί πολύ το παραχέσαμε εδώ μέσα.
    Υπ: Ναι ρε Μήτσο! Έγινε! Μην πεις τίποτα στο Μεγάλο! Να, παίρνω την Όλγα τώρα!

[Κουίζ: Βρείτε ποια ταινία φωτογραφίζω στο παράδειγμα Νο 4! Οι τρεις πρώτοι θα λάβουν δωρεάν αναγραμμαντισμό!]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified