Εκνευριστικό λολοπαίγνιο που φοριέται τον τελευταίο καιρό από αστειάτορες baristas σε καφέ τ. Starpax. Αναφερόμεθα στο πρόδηλα στρέι εσπρεσσάκι stretto (στρέιτο), σε αντιδιαστολή με το ύποπτο lungo (λούγκρο).

Ινσέψιο: ύποπτος λούγκρος πίνει στρέιτο

Εναλλακτικά: ριστρέιτο (ristretto) ή λούγκρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα με το σωματότυπο των σκίτσων, που φιλοτεχνεί ο Milo Manara, άλλως Βρωμύλος Μανάρα, κατά το Βρωμύλος Φόρμαν. Δηλαδή μπαλκόνια κι εξώστες που σκοτώνουν, αυτά που ίσως ποτέ δεν είχε η δική μας μανούλα, και ταυτόχρονα μέση δαχτυλίδι. Ομορφιά ιταλοειδής, δηλαδή συνδυασμός μεσογειακού μελαχρινού δέρματος με εκλέπτυνση χαρακτηριστικών, που συνήθως συναντάμε πιο βόρεια. Και να μην το ξεχάσω, το Μανάρα αρέσκεται στο spanking! Με λίγα λόγια το Μανάρα είναι για τον μεσογειακόφιλο / ιταλόφιλο ό,τι είναι το Λίλιαν για τον Έλληνα και η Λαρίσσα για τον σλαβόφιλο.

Προφανώς, η ιδιαίτερη αίγλη και σλανγκισμός της έκφρασης είναι ότι σε μια γκόμενα σε στυλ Μανάρα, μπορείς και να της πεις «τι σου κάνω Μανάρα μου», «μάνα μου Τουρκογύφτισσα», και τα ομόρριζα «μανίτσα», «μανάρι», «μανούλι» και μανουλομάνουλο.

Αυτή δεν είναι μάνα,
είναι σκίτσο του Μανάρα,
δεν λέω, κι εσύ είσαι μουνί,
μα αυτή είναι μουνάρα!

(Απ' το άσμα «Θέλω να το κάνω με την μαμά σου» των Ημισκουμπρίωνε)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα γνωστά ακαταλαβίστικα που συναντάμε σε όλα τα λεξικά ξένων γλωσσών που υποτίθεται ότι μας βοηθάνε να προφέρουμε σωστά την κάθε λέξη. Ένα λεξικό που σέβεται τον εαυτό του όπως το slang βεβαίως βεβαίως (του Θεμιστοκλέους, βεβαίως βεβαίως), δε θα μπορούσε να μην έχει και αυτό κάτι παρόμοιο να επιδείξει. Ορίστε οιπόν η slangίστικη έκδοση των phonetics.

Γαλλικά
L'émi boucallion = λαιμοί μπουκαλιών Craci vareglion = κρασί βαρελιών Qu'est-ce qu'il y a = και σκυλιά C' est la pas piou = σέλα παπιού Gelé c'est que c'est que c'est baul = ζελέ σε κεσέ και σε μπολ

Γιαπωνέζικα
Metrameto Harakaki = μέτρα με το χαρακάκι Solinaki yaura = σωληνάκι για ούρα Kafasaki yamura = καφασάκι για μούρα Takata kasoni e nakasaki = τάκα-τάκα σώνει ένα κασάκι Nashushiro tokasoni = να σου σύρω το κασόνι Yatohoma = για το χώμα Ostayasupa = οστά για σούπα Yakitamutaura = για κοίτα μου τα ούρα (ή ο ουρολόγος στα γιαπωνέζικα) Yakaura = για καούρα (ή ο στομαχολόγος)

Ιταλικά La mia volo ela me caro = Λαμία-Βόλο έλα με κάρο Canto me lato = κάν' το μελάτο Adiamo cimento = αντί άμμο, τσιμέντο Ti amo ti votsalo = τι άμμο, τι βότσαλο

Γερμανικά
Sfachtus = σφάχτους Biete, richeinere = μπείτε, ρηχά είναι ρε

Αγγλικά
Into the spot = είν' του Δεσπότ' To you too funny = του γιού του Φάνη Sleep for us = σλίπ φοράς A nice party = ε, να η Σπάρτη She has money = συ χεσμένη Kill kiss = Κιλκίς The necklaces = δεν έκλασες

(από ανέκδοτο)
Μία μέρα του καλοκαιριού, ένας Iταλός τουρίστας στη Κρήτη κοζάρει μια συκιά με κάτι μεγάλα και ζουμερά σύκα. Άδραται λοιπόν της ευκαιρίας και σκαρφαλώνει σ' ένα κλαδί της για να κόψει μερικά. Έλα όμως που ο Θεός αγαπάει μεν τον κλέφτη, αλλά αγαπάει και τον νοικοκοίρη. Να σου λοιπόν ο μπαρμπα-Μανούσος και αρχίζει να του φωνάζει: - «Κατέβα κάτω μωρέ, διάολε τσ' αποπολειφάδι σου!». Ο Iταλός όμως με τα walkman στα αυτιά, δεν άκουγε τίποτα. - «Δεν ακούς μωρέ;» του λέει ο μπάρμπας και μπροστά στον κίνδυνο να του ρημάξει το δέντρο του ο κλεφτοσυκάς, του χώνει μια με τη μαγκούρα και τον γκρεμίζει καταής. Σκάει κάτω με δύναμη ο καημένος ο ιταλός και ημιλυπόθυμος ψελίζει: - «Aqua!Aqua!» Και τότε ο μπαρμπα-Μανούσος του αποκρίνεται: - «Αφού άκουες μωρέ, γιατί δεν κατέβαινες;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απο το Ιταλικό «Ciao» και δηλώνει χαιρετισμό.

Έφυγα, άντε τσίου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified