Further tags

Ο αφελής, συνώνυμο του χαλβά.

- Έλα ρε μπιφτέκι και εσύ το βράδυ να πιούμε καμιά καφεδιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος ο οποίος κάνει συνεχώς βλακείες και γενικότερα θυμίζει σαν συμπεριφορά τον γνωστό σκύλο Ραντανπλάν.

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το πόσο ηλίθιος μπορεί να είναι κάποιος, ή ακόμη και σε ζώα για να δηλώσει την αφέλεια και τη βλακεία που μπορεί να τα διακρίνει.

  1. Αυτός είναι... χειρότερος και απο τον Ραντανπλάν!

  2. Φώναξε μέσα τον Ραντανπλάν να του δώσουμε να φάει.

  3. Ρε Κώστα... σαν τον Ραντανπλάν κάνεις! Σκέψου και λίγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Εννοείται είμαι στον κόσμο μου) Είμαι αφηρημένος, έχω προβλήματα επικοινωνίας και εκτίμησης, έχω ψευδείς ή αφελείς (κοινωνικές ή άλλες) αντιλήψεις.

Επιτατικά: στην (καρα)κοσμάρα μου. Συνώνυμα: (είμαι) αλλού, δέν επικοινωνώ.

  1. Από τότε που μπήκαμε τον έχει φάει με τα μάτια της κι αυτός στον κόσμο του.

  2. Σε δύο μήνες δίνει πανελλήνιες και τώρα τού 'ρθε να ξεκινήσει μαθήματα πιάνου. Στον κόσμο του, κανονικά.

  3. Καλά, πού ζεις; Νομίζεις ότι με το που τέλειωσες τη σχολή και βρήκες δουλειά θα βγάζεις αρκετά να πιάσεις σπίτι μόνος; Στο κόσμο σου είσαι μου φαίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που έχει χαζέψει από κάποια γκόμενα, η οποία τον κάνει ό,τι θέλει.

  2. Αυτός που χαζεύει βλέποντας γκόμενες στην τηλεόραση, στον δρόμο, στα μαγαζιά κτλ.

  1. - Πάλι μας έφτυσε για να βγει με την γκόμενά του ο χαζομούνης ο Νίκος!

  2. - Ξεκόλλα ρε χαζομούνη από το πιπινάκι και πάμε να φύγουμε!

Ένα τραγούδι αφιερωμένο στον χαζομούνη του πρώτου παραδείγματος! © Cunning Linguist ;)  (από Cunning Linguist, 26/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς και χάφτας, είναι ο τύπος που τον σέρνει η γκόμενα όπου αυτή θέλει και γενικότερα τον κάνει ό,τι θέλει.

Κοίτα ρε τον χάφτα πώς τον σέρνει απ' τη μύτη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανόητο και αφελές παιδί...

Βρε κουτάβι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δε καταλαβαίνει, δεν αισθάνεται πως να συμπεριφερθεί σε διάφορες καταστάσεις. Ο αναίσθητος, ο χαζός.

- Τι έγινε και είσαι τσατισμένος πάλι;
- Τι να γίνει ρε Γιάννη; Μαλακίζεται ο συγκάτοικος... Με βλέπει χθες βράδυ με την γκόμενα σπίτι και αντί να πάρει δρόμο για δυο ώριτσες, φώναξε κάτι φίλους του σπίτι να πιούνε και μας κάνανε χαλάστρα...
- Έλα ρε! Άνιωθος εντελώς ε!;

Βλ. και νιώθω, ανιωθίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σοβαροφανές αλλά γελοίο άτομο, φλώρος που το παίζει ξύπνιος.

— Ε τώρα χωρίς πλάκα, πώς θα σ' το γλείψει αν δεν του βάλεις πρώτα αποσμητικό;...
— Άκου ρε τον τάκη ρε τι λέει ρε, να ψεκάζουμε το πουλί μας άξ! Φύγι' απο δώ ρε άπλυτε...

Συνώνυμα: εξυπνίδης. Δες και μπάμπης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαζός, ο αφελής, ο ελαφρύς.

Ανέκδοτο:

Ήταν ένας Γερμανός, ένας Αμερικάνος και ένας Μπάμπης...

Δες και τάκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εύπιστη κοπέλα.

  1. – Καλά, η Κατερίνα το πίστεψε όταν της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της και τώρα μου έχει γίνει τσιμπούρι!
    – Εγώ σου το 'χα πει ότι είναι αγαθομούνα...

  2. Η καημένη μωρέ, είναι τόσο αγαθομούνα που πίστεψε ότι ο Χρήστος την έχει ερωτευθεί…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified