Further tags

Όταν κάτι είναι γαμάτο λες: εκείιιιιιιιι!

- Πωω φίλε, γάμησα μια εχθές, όλα τα λεφτά σού λέω...
- Εκειιιιιιιιι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας διαφορετικός τρόπος να περιγράψεις πρόσωπα και καταστάσεις. Έχει 3 βαθμίδες:

1) Ανκούλ (uncool),
2) Σεμικούλ (semicool),
3) Κουλ.

Λόγω εξτρεμιστικών καταστάσεων που βιώνουμε η δεύτερη επιλογή δεν χρησιμοποιείται σχεδόν ποτέ. Οπότε κάποιος/κάτι είναι είτε κουλ, είτε ανκούλ.

- Πάμε για καφέ το απογευματάκι;
- Κουλ (αντί για ναι, θέλοντας να δείξεις το θαυμασμό σου ότι πας για καφέ).

- Παίχτηκε μαλακία χτες.
- Το θυμάμαι, ανκούλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουστάρω, και γαμώ, ούμπερ, τέλειο, καταπληκτικό, και λοιπά καλολογικά. Επιρρηματική έκφραση των ογδόνταζ.

Προφ επειδή όταν είναι κάτι τόσο καλό το αγοράζουμε (ψωνίζουμε).

Πάσα: μπουρέκι στο μου 'χεις ξύσει τ' άντερα

- Καλό το μαγαζί; - Ψώνιο φάση μιλάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια σουηδική βότκα. Αλλά το λέμε και όταν κάποιος είναι ο number one, ο τελειοτερότερος, πολύ καλός ή πολύ κουκλί, γκόμενος ή γκόμενα (εξαρτάται απ' το φύλο).

Και υπάρχει και το επίρρημα αμπζοφακινλούτλυ, που θα πει σίγουρα, οπωσδήποτε, δε σηκώνω αντιρήσεις φίλε! Το 'πε ο Παπακαλιάτης σε μια σειρά και μετά έμεινε.

  1. - Είδες το νέο γκόμενο της Μαρίας*;
    - Ναι.
    - Μιλάμε είχαμε πάει για μπάνιο, και έχει τον άμπζολουτ κώλο!!!!
    - Έχει όμως και ωραία γκριζογαλάζια μάτια.
    - Αλλά κυρίως άμπζολουτ κώλο!!
    - Λολ φιλενάδα.....
  • φανταστικό όνομα.
  1. - Θα έρθεις το βράδυ στο Άνιμαλ**;
    - Αμπζοφακινλούτλυ!!!!!
    - Έτσι μπράβο!

** Η συζήτηση ήταν τον Σεπτέμβριο.

(από Mr. Cadmus, 22/01/12)Αψολούτ φιάλη (από Vrastaman, 22/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι απλά σίγουρα, αλλά κατευθείαν, αμέσως και ενθουσιωδώς. Σίγουρα προς μία κατεύθυνση και μάλιστα με τεράστια ταχύτητα - με όσα, μαλλιά, χίλια χιλιόμετρα την ώρα που λέει ο λόγος.

Ως προς τη ταχύτητα, συναφές με τα σούμπιτα, αλλά και στο καπάκι, dt, πατ-κιουτ, σφαιράδην, τσακ μπαμ, στο πιτς-φιτίλι.

Ως προς τη βεβαιότητα, αντίστοιχο ανάλογα με την περίσταση με τα αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Εδώ ενθουσιώδης βεβαιότητα: «Στην ΑΕΚ με τα χίλια» - Το ενδιαφέρον που φέρεται να έχει εκφράσει η ΑΕΚ για τον Θανάση Κανούλα έχει ενθουσιάσει τον νεαρό μέσο.

Εδώ ταχύτητα: Καλπάζει με... τα χίλια το AIDS στη χώρα μας

Εδώ βεβαιότητα και ταχύτητα και τα πάντα όλα: Λίλα με τα χίλια (μήδι 1).

Λίλα με τα χίλια σύμφωνα με τα τριφύλλια τους - Παράδειγμα 3 (από Galadriel, 09/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άψογο, σε άριστη κατάσταση, τζιτζί, τζετ, κουφέτο.

Συνήθως για αντικείμενα: μηχανάκια, αμάξια, διαμερίσματα κλπ. Λιγότερο για πρόσωπα, ιδίως για ευειδείς κορασίδες, π.χ. πένα το μουνί.

Παλιότερα (σήμερα αρκετά λιγότερο) λέγαμε στην πένα, προκειμένου για κάποιον υπέρκομψα ντυμένο. Η πρόθεση κάπου χάθηκε στην πορεία (σλανγκική οικονομία) και απέμεινε το σκέτο πένα εν είδει τροπικού επιρρήματος.

Γιατί όμως πένα; Είμαι βέβαιος πως θα υπάρχουν κι άλλες απόψεις, ίσως περισσότερο τεκμηριωμένες, η δική μου ωστόσο είναι πως αναφέρεται στις πένες γραψίματος. Η καλή πένα (Mont Blanc κ.τ.τ.) είναι ένα αντικείμενο πολυτελείας. Παραπέμπει στην καλλιέργεια του κατόχου της, το λεπτουργημένο γούστο του ως φορέα πολιτισμικού κεφαλαίου. Ένα αντικείμενο κύρους. Ο Ουμπέρτο Έκο έχει αναφερθεί συχνά στην απόλαυση από την (υλική) πράξη της γραφής με μια ακριβή πένα, μια αίσθηση στιλπνότητας και πλήρωσης. Κι ο Roland Barthes έχει γράψει πολλά επί του θεμάτου, ο Khan μπορεί να μας διαφωτίσει σχετικά.

  1. Που λες είχα πλύνει χτες το αμαξάκι μου, του περνάω και το κεράκι του, πένα έγινε. Και σήμερα η κωλοβρόχα μου το έκανε μουνί.

  2. Φίλε μου το μοτέρ του είναι πένα. Έχει γράψει ελάχιστα, ο προηγούμενος ιδιοκτήτης μόνο Σ/Κ το έβγαζε για χαλαρή βόλτα με την οικογένειά του.

  3. Μου σκάει χτες η Βάσω πένα, με μινάκι ώς τις αμυγδαλές, τρίπατο γοβίδι και κόκκινο τσιμπουκόχειλο. Να τον βγάλεις έξω να τον χτυπάς στα πλακάκια.

Εκ του λατινικού penna (φτερό) (από Vrastaman, 17/05/11)Η πένα είναι πιο δυνατή από το σπαθί. Αλλά μόνο εάν ανήκει στο Τσακ Νόρρις. (από Vrastaman, 17/05/11)(από Khan, 28/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται εν είδει επιρρήματος, για να περιγράψει μια έξτρα πρίμα γκουντ κατάσταση, μια φάση τριφασικιά και ανεβαστικιά, ένα τρελό σκηνικό κλπ.

Συνώνυμα: τζετ, τζιτζί, τζάμι, και γαμώ, καύλα, πένα, τούμπανο, πάουερ, δύναμη, ζάχαρη, μέλι, κομπλέ... και πολλά άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός.

Παράγωγο επίθετο: γκαζιάρικος

Πολύ γκαζιάρικο μωρό η Πόπη.

Γιατί γκάζι;

Μα φυσικά διότι έχει μόνο θετικές συνδηλώσεις, σε αντίθεση πάντα με το φρένο:

Έκανα χτες βράδυ κίνηση να τη γαμήσω αλλά μου 'βαλε φρένο.

Το γκάζι ταυτίζεται με την Ενέργεια, τη Δύναμη. Στη φράση μου έχωσε γκάζια, παραδεχόμαστε πως υπομείναμε αγόγγυστα τον υπέρτερο δυναμισμό του νουθετούντος ημάς.

Το γκάζι, όπως και το Αυτοκίνητο, είναι ένα παντοδύναμο σύμβολο του βιομηχανικού πολιτισμού, ίσως και της ίδιας της ιδέας της Προόδου, σύμφυτης με αυτόν. O φίλος μου ο Βίκας με είχε προτείνει παλαιότερα το σχετικό Ο Μύθος της Μηχανής του Lewis Mumford, το οποίο ακόμη δεν αξιώθηκα να διαβάσω :(

Συναφές πανίσχυρο σύμβολο του βιομηχανισμού είναι το ηλεκτρικό ρεύμα, βλ. σχετικά το σαββοπουλικό «σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα». Εξ ου και ο Pierre Bourdieu έχει προτείνει, ενάντια στη φρενίτιδα του τεχνικού πολιτισμού, «να κατεβάσουμε τους διακόπτες».

Αυτά όσον αφορά το γενικόν του πράγματος. Ειδικά όσον αφορά τον Έλληνα, για τον οποίο το αμάξι του είναι το υπέρτατο φετίχ, δεν είναι καθόλου τυχαίο που ταυτίζει την καλοπέραση με το γκάζι. Ο έλληνας είναι ακόμη δέσμιος του μυθικού αφηγήματος της Προόδου, εξακολουθεί εν πολλοίς να θαυμάζει με παιδική σχεδόν αφέλεια τα μεγάλα τεχνικά επιτεύγματα του Πρώτου Κόσμου - ίσως γιατί ο ίδιος ούτε καν με αυτά. Ο έλληνας αντιμετωπίζει το μεταμοντέρνο και τις σχετικές επιφυλάξεις και σκεπτικισμό απέναντι στην Πρόοδο ως εξωτικά φρούτα, από τα οποία θέλει να δοκιμάσει μια σταλιά έτσι για τα νεφρά, αλλά ως εκεί, μην το παραχέσουμε κιόλας: η Άννα Βίσση, το 4Χ4 και το τζακούζι παραμένουν σταθερές αξίες στη ζωή του. Ο έλληνας είναι ακόμη βαθύτατα μοντέρνος (με ό,τι αυτό συνεπάγεται) ήτοι, με σημερινούς όρους, βαθύτατα οπισθοδρομικός.

- Για πε, τι κάνατε τελικά χτες, βγήκατε;
- Πού να στα λέω, μαζεύτηκαν όλοι οι πεθαμένοι, που 'χαμε να τους δούμε από του Αγίου Πούτσου ανήμερα! Κώστας Παγκράτι, Σπυράκλας, Κουνούπι, Πεταλούδας, ο Φίλιππας ο καπετάνιος, πανικός σου λέω, τα πάντα όλα! Αράξαμε Πανόρμου, ήπιαμε τον κώλο μας, κλάσαμε στο γέλιο, γενικώς την περάσαμε γκάζι. Μαλακία σου που δεν ήρθες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καραμπινάτος, γαμιστερός, αδιαμφισβήτητος, απόλυτος, που βγάζει μάτι.

Επίρρημα: εμφανώς, αδιαμφισβήτητα, γαμώ.

Επίσης, παραλλαγή (προς το υπερθετικό) της έκφρασης κάνω μπαμ.

  1. kai oso gia thn hliadh.... thn efage polu to penthos.. pio karampampam portokali kai pio konto de mporouse na valei... (από το νέτι)

  2. (5Χ2) Καραμπαμπάμ!
    (από σχόλιο Χότζα στο λήμμα μαλούπα)

  3. Πάντα απορούσα , με τί λεφτά αυτός ο GLOU είχε μπει στα αθλητικά, σε μεταγραφές, σε sponsor κτλ. Ήταν τόσο μπόλικα μάλιστα , που έκανε καραμπαμπαμ ότι η PUMA ήταν σε αφασία για το ότι συνέβαινε ...
    (από το νέτι)

Καραεπιτατικά: καραγκαγκάν, καραμπαμπάμ, καραμπαντάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατογκαυλικό επίρρημα με το οποίο απαντούν οι γαλονάδες σε αναφορές που τους δίνουν υποδεέστερα όντα, ήτοι ιεραρχικώς κατώτεροι, ΥΠΑΞ ή τεμάχια. Λακωνικό (άρα εντός του στρατιωτικού πνεύματος), χωρίς να περιποιεί ιδιαίτερη τιμή στον παραλήπτη, δηλώνει ανόρεκτα, χωρίς ενθουσιασμό, ότι η περιγραφόμενη κατάσταση είναι απλά αποδεκτή (παρ. 1).

Σημ.: το λήμμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο από ιεραρχικά ανώτερο προς κατώτερο και όχι αντιστρόφως, γιατί εκνευρίζει τον παραλήπτη.

Ωσεκτουτού, το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να κόψουμε τη φόρα και να ξενερώσουμε κάποιον που προβαίνει σε βαρύγδουπες δηλώσεις, υποσχέσεις, περιγραφές και περιμένει να του πούμε μπράβο (παρ. 2).

Επίσης, μπορεί να σημαίνει «Νταξ, προχώρει» ή «Παμ' παρακάτ» (βλ. χότζειο παρ.3).

  1. (αναφορά ΔΕΑ προς τάξμαν)
    - Φυλάκιο 30: δύναμη 12, σκοπιά 2, αδειούχος 1, κωλυόμενοι 2, παρόντες 7.
    - Καλώς.

  2. - Είσαι ο μόνος άνδρας που αγάπησα αληθινά και θα αγαπώ για πάντα...
    - Καλώς.

  3. από χότζειο σχόλιο στο λήμμα ξελιξίδια:
    Περί το 1672 μ.Χ. είχε μολάρει καδένα αρόδου κατά Κατάκολο - Χλεμούτσι μεριά ένα Τζενοβέζικο πλοίο, που έρχονταν από Τζιμπεράλτα στο τράνζιτο για Ισταμπούλ. Καλώς.

Στο 0:06 (από allivegp, 06/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ’ αρχήν η ευρυχωρία και είναι λεξικογραφημένο.

Στην σλανγκική της χρήση σημαίνει άνετα περιθώρια όχι μόνο σε χώρο αλλά και σε χρόνο και σε χρήμα, ακόμα και σε ηθικούς περιορισμούς. Χρησιμοποιείται συνήθως στην έκφραση «άπλα είμαι», έτσι, ως επίρρημα και πριν από το ρήμα. Σε αυτήν την σύνταξη μπορεί χαλαρά να παραφραστεί με την έκφραση «είμαι άνετος». Μόνη της ως λέξη, εκτός από τις προηγούμενες σημασίες, μπορεί να δηλώνει πιο γενικά ευχαρίστηση ή αποδοχή, κάτι σαν το «γουστάρω» ή το «σωστός».

Προς το παρόν το έχω ακούσει μόνο στην Βόρεια Ελλάδα.

  1. - Έλα, για πες τώρα που βρήκα σήμα, πότε φεύγει το αεροπλάνο;
    - ...μπλα μπλα...
    - Τσεκίν μισή ή μία ώρα νωρίτερα;
    - ...μπλα μπλα...
    - Ε εντάξει ρε, άπλα είσαι.... Άπλα σου λέω!... Ναι, ναι... Τελειώνω το game κι έρχομαι να σε πάρω... Βρε θα περιμένεις κι όλας εκεί! Ώχου... Δεν ακούς τη γριά πουτάνα...

  2. - Άντε, ψήσου!
    - Ντάξει ρε παιδιά, να πάμε κωλομπαρότσαρκα αλλά ένα εικοσάρικο έχω στην τσέπη.
    - Άπλα είσαι! Για το χαβαλέ πάμε ρε συ, για ένα ποτάκι σου φτάνουν. Τώρα άμα γκαυλώσεις και θέλεις κόλπα, άλλο εκείνο...

  3. Από εδώ:
    - Ο anelka, συγγνώμη για την έκφραση, είχε ύφος στα αρχίδια μου, εδώ ήρθαμε πάμε να φύγουμε. Ρε παιδιά, γαμάτο blog τώρα το πήρα χαμπάρι, θα με φορτωθείτε τώρα.
    - Scarface εκφράσου ελεύθερα, άπλα είμαστε. Αν έρχεσαι με οπαδικό κασκόλ καλοδεχούμενος!

  4. - Να τα και τα μπυρόνια!
    - Άπλα!

(από patsis, 10/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified