H αγγαρεία, το χώσιμο στον στρατό.
- Πάλι εγώ θα πάω μαγειρεία; Πολύ χοσέ αρμάντο πέφτει!
H αγγαρεία, το χώσιμο στον στρατό.
- Πάλι εγώ θα πάω μαγειρεία; Πολύ χοσέ αρμάντο πέφτει!
Got a better definition? Add it!
Στην στρατιωτική αργκό, είναι το βαρύ κράνος παλαιάς κοπής.
- Καλά, θα κάνουμε πορεία με χέβι μέταλ; - Έεεετσετσέτσι!, θα πήξει η μούνα σου!
Got a better definition? Add it!
Καπνιά, αιθάλη.
Ρίχνω φούμο: Μαυρίζω κάποιον στις εκλογές, δεν τον ψηφίζω. Για την παθητική έννοια: τρώω φούμο.
Μέχρι εδώ λεξικογραφημένα, βλ. π.χ. στον Τριανταφυλλίδη.
Φούμο στην στρατιωτική ορολογία είναι το καμουφλάζ προσώπου από υλικά που μοιάζουν με μακιγιάζ. Βγαίνει σε σκούρα γήινα χρώματα, κυρίως μαύρο, πράσινο και καφέ, σε κασετίνα με καθρεφτάκι που θυμίζει πολύ (αλλά δεν είναι) γυναικείο αξεσουάρ για την τσάντα.
Σκοπός του είναι να κάνει το πρόσωπο δυσδιάκριτο μέσα στο περιβάλλον της επιχείρησης, καλύπτοντας την λευκότητά του (αν μιλάμε για λευκό στρατιώτη σε νυχτερινή ιδίως επιχείρηση), μιμούμενο κατά το δυνατόν την εμφάνιση φυτών (κλαδιών κλπ) και ακολουθώντας την υπόλοιπη απόκρυψη της στολής.
Ετυμολογείται από το ιταλικό fumo<λατινικό fumus που αμφότερα σημαίνουν καπνός.
Ελπίζω όταν βρίσκεστε να μη σου λέει ιστορίες από το στρατό γιατί είναι τόοοοοσο βαρετέεες. Εμείς πάντως το είχαμε πάρει στην πλάκα, μου έστελνε φωτογραφίες από ασκήσεις βαμμένος με φούμο και τέτοια.
[...] το έκανε ένας φαντάρος της σειράς μου στο ΚΕΤΘ που έβαλε φούμο και δίχτυ παραλλαγής στη διάρκεια του σχολείου Μαχητή (έπαιζε χρόνια airsoft). Ναι μεν γέλαγαν, αλλά τσίμπησε και 10 ημερούλες τιμητική.
Got a better definition? Add it!
Στρατιωτικό καψώνι, όπου ο νέωψ κλείνεται στην ντουλάπα, του βάζουν ένα κέρμα στο στόμα, και τον υποχρεώνουν να τραγουδάει (Δες). Κατά άλλη εκδοχή πετάνε τα κέρματα από τις γρίλιες του φοριαμού (Δες).
Πάσα: Κνάσος.
Μακαρι γιατι τωρα υπηρετει φιλος μου απο Περθ Αυστραλια ανυποτακτος που θελει να ξεμπερδευει 36 χρονων και εφαγε τζουκ μποξ στη μοναδα απο δυο ντουλαπες. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Στον ένδοξο Ε.Σ. όπου όλοι είμαστε μια παρέα, πολλές φορές οι έννοιες πειθαρχία, οργάνωση, σύστημα, εργατικότητα κλπ αποκτούν ένα υπερρεαλιστικό υπόβαθρο. Για να το συλλάβει κανείς θα πρέπει να έχει την τύχη να παρακολουθήσει μια μονάδα του Ε.Σ. σε τακτικούς ή άλλους ελιγμούς, οπότε και γίνεται προφανής η χρήση του όρου «ρεμπέτ ασκέρ» για την περιγραφή της μονάδας, συνήθως πεζικού, η οποία μαγεύει με τον συντονισμό των κινήσεων των μελών της.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι διαθέτουμε ως χώρα τον καλύτερο στρατό, όχι στο ΝΑΤΟ, αλλά στο Κιάτο.
Δίκας: - Λγε Πουλόπουλε, πώς πήγε το ρεμπέτ ασκέρι μου στην άσκηση «Μαδημένο Κοτόπουλο»; Γύρισαν όλα τα παρτάλια από το βουνό;
Λγός: - Μάλιστα κ. Διοικητά. Μόνο που μας έμειναν 2 Λεωνίδας και το Ρεγκόβερ που πήγε να τα μαζέψει χάλασε κι αυτό στο δρόμο. Χάσαμε και μια υδροφόρα και έχω στείλει τον Λ.Δ. και ψάχνει στα χωράφια μπας και τη βρούμε. Νεκρούς πάντως δεν είχαμε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αλλιώς τo έχει πήξει το μουνί μας. Χρησιμοποιείται ιδίως στην φανταρική διάλεκτο. Επειδή είναι γαλλοπρεπές και τα γαλλικά, ως γνωστόν, τα αγαπάνε οι σλανγκιστές, όπως και το πιάνο. Ίσως και κατ' επίδραση του πυξ λαξ, που δεν έχει νοηματικά καμία σχέση.
Ασίστ: Πονηρόσκυλο.
- Έτσι, κωλόψαρο, πηξ λα μουν! Θα πήξει η μούνα σου, στραβάδι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Απευθείας μεταφορά της αγγλικής λέξης off που σημαίνει, πολύ χοντρικά, εκτός. Υπάρχουν ευάριθμες ελληνοποιημένες χρήσεις της λέξης, με διαφορετική σλανγκική αξία η καθεμία (από εξαιρετική έως καθόλου), τις οποίες θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε σε μία καταχώρηση. Κάθε συμπλήρωση ευπρόσδεκτη.
α) Έχω εξαντληθεί τόσο πολύ που έχω βγει «εκτός μάχης», έχω κατεβάσει ασφάλειες, είμαι χώμα. Πιθανώς σχετίζεται και με την ομώνυμη αγγλική ένδειξη σε συσκευές και μηχανές (on-off). Λέγεται και ως βγαίνω οφ.
i. - Πώς είσαι έτσι ρε σαν το πούτσο μου ξενύχτη;
- Φίλε, από χθες το απόγευμα είμαι στην γύρα. Από μπαρότσαρκα σε μπουρδελότσαρκα τρέχω. Έχω βγει οφ εντελώς.
ii. - Θα στρώσουμε σήμερα το λάπτοπ όπως μου υποσχέθηκες;
- Να τ’ αφήσουμε για αύριο μωρό μου; Όλο το πρωί γαμήθηκα στους δρόμους και τώρα είμαι οφ, λέω να την πέσω.
β) Είμαι τελείως λάθος. Έχω παρανοήσει ολοκληρωτικά μια κατάσταση. Βρίκομαι εκτός θέματος. Αν αυτό επαναλαμβάνεται και με χαρακτηρίζει, έχω ξεφύγει, είμαι αλλού. Πρβλ. και την σχετική χρήση του άκυρος. Επίσης πρβλ. την αγγλική αντίστοιχη to be off που για ανθρώπους σημαίνει βρίσκομαι εκτός, αναχωρώ, ενώ για μηχανές παρουσιάζω βλάβη, είμαι αρρύθμιστος.
i. - ... και με ρωτάει «σ’ αρέσει ο Αλμοδοβάρ;». Ε, και την λέω «για αλλαγή του Χαβίτο καλός είναι». Και γυρίζει και με λέει...
- Αρχηγέ, εδώ ήσουν οφ εντελώς. Ο Αλμοδοβάρ ρε συ δεν είναι αυτός που έγραψε τον δον κιχώτη;
ii. - Μίλα παιδάκι μου σε μένα, πες μου, σε δέρνει ο αλήτης; Γιατί κάτι σφαλιάρες ακούω κάθε βράδυ, κάτι βογκητά...
- Γιαγιά είσαι τελείως οφ, άλλος τις τρώει και βογκάει σ’ αυτή τη σχέση...
iii. - Για πείτε, κι εσείς με προσφυγή στο συμβούλιο της επικρατείας το απαντήσατε;
- ...
- Τι με κοιτάτε ρε παιδιά, τι απαντήσατε στο πρακτικό;
- Μάλλον είσαι οφ. Σήμερα δίναμε ποινικό αν θυμάσαι.
- Ναι ρε, τελευταίο μου μάθημα για πτυχίο είναι.
- Δεν πιστεύω να ξενοίκιασες κιόλας;
iv. - Μπορείς να μου πεις τώρα αυτός τι σκάλωμα έφαγε με μένα; Γιατί με κοιτάει και γελάει, να σηκωθώ και να τα κάνω όλα πουτάνα μες στο λεωφορείο;
- Ξεκόλλα, δεν τον βλέπεις που είναι οφ το άτομο;
γ) Η συμπεριφορά μου, από ηθικής άποψης, έχει ξεπεράσει τα όρια, έχω παρεκτραπεί. Και εδώ προσιδιάζει στο «άκυρος», με την άλλη του σημασία αυτήν την φορά. Αξίζει να αναφέρουμε και τα συνώνυμα ποδοσφαιρικά: είμαι φάουλ και είμαι οφσάιντ, το οποίο μάλιστα περιέχει και την εξεταζόμενη λέξη.
- Αφού χωρίσατε ρε φίλος, τι ζόρι τραβάς που της είπα να βγούμε;
- Είσαι πολύ οφ ρε συ, είσαι πολύ οφ... Αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που σε θεωρούσα κολλητό και σου τά ’λεγα όλα...
δ) Ως σύντομη εναλλακτική του είμαι οφλάιν (offline).
- Είσαι στο msn να σου στείλω ένα γαμάτο λινκ;
- Όχι, είμαι οφ τώρα, στείλ' το όμως και θα το δω όταν μπω.
Το ρεπό του φαντάρου, αυτή είναι ίσως η πιο ταιριαστή λέξη.
Στους δυο αυτούς κλάδους, λόγω διαφορετικής νοοτροπίας και παραδόσεων από τον στρατό ξηράς, μεγαλύτερων απαιτήσεων για τεχνική εξειδίκευση, λιγότερων εγκαταστάσεων, αλλά και λόγω εισόδου περισσότερων κληρωτών απ' όσων πραγματικά χρειάζονται, πολλοί σμηνίτες και ναύτες μένουν με λίγα ή καθόλου πρωινά καθήκοντα (μάγειρες, γραφείς, σιτιστές κλπ). Όταν λοιπόν συμβαίνει ο κληρωτός να μην έχει υπηρεσία το βράδυ, όχι μόνο βγαίνει εξοδούχος ή διανυκτερεύων, αλλά, κατά παγία πρακτική, μένει εκτός στρατοπέδου έως το μεσημέρι της ημέρας που έχει υπηρεσία, χωρίς να χρεώνεται άδεια. Και αυτό, συνοπτικά, είναι το οφ.
- Πάλι έξω είσαι ρε μουνί;
- Έκανα δυο υπηρεσίες κολλητά και πήρα δέκα οφάκια μαζεμένα.
- Α ρε μοδίστρα, να σ' είχα εγώ στο Πολύκαστρο... Αναβολή θα χτυπούσες με το εικοσιπέντε-μία το δικό μας... Γαμώ τα οφ σας γαμώ...
- Δεν σε χαλούλου καθολούλου...
Σημαίνει εκτός θέματος και χρησιμοποιείται απολύτως κυριολεκτικά σε διαδικτυακές συζητήσεις όπου κάποιος πετάει άσχετα και γαμάει την συζήτηση.
Από εδώ:
«Οπαδικό φόρουμ είμαστε και φυσικά θα υπάρχει και πλακίτσα! Και νομίζω πως σποραδικά οφ-τοπικ δεν μας πειράζουν! Αλλα δυστυχως πολλές φορές χάνεται η ουσία του εκάστοτε τόπικ! Υπάρχει και το Ο,τι να 'ναι για οφ τοπικ που είναι ον τοπικ!»
Got a better definition? Add it!
Ο νεοσύλλεκτος φαντάρος ή συνηθέστερα ο νεοφερμένος στη μονάδα.
Πιθανότατα προέρχεται ετυμολογικά από τις αγγλικές λέξεις: new + fish
Συνώνυμα: ψάρι, ψάρακας, αρουραίος.
Εφτά νιούφηδες ήρθαν σήμερα, τέρμα οι αγγαρείες για μας!
Got a better definition? Add it!
Όταν στον στρατό σου τυχαίνουν και η λάντζα, αλλά και οι καλλιόπες την ίδια μέρα...
Κάτι που όλοι μας θέλαμε να αποφύγουμε με κάθε τρόπο και αντίδραση, με την απαραίτητη αυτή λέξη.
- Ρε Μιχαλάκη, κοίταξες το σήμερα;
- Ναι, χέσε μέσα... Γερμανικό εγώ απόψε.
- Και εγώ;
- Λάτζα.
- Μπωλ-shit...
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό loop που σημαίνει βρόχος, θηλιά.
Όρος που χρησιμοποιούν οι προγραμματιστές Η/Υ. Είναι μια επαναλαμβανόμενη σειρά από εντολές (ένας βρόχος επανάληψης) που εκτελείται όσο ισχύει μια λογική συνθήκη. Μόλις η συνθήκη πάψει να ισχύει, το πρόγραμμα συνεχίζει παρακάτω στις επόμενες εντολές. Αν ο κουμπιουτεράκιας έχει κάνει κάποιο λάθος στον κώδικα, τότε το πρόγραμμα δεν μπορεί να βγει από τον βρόχο επανάληψης εκτελώντας τις ίδιες εντολές ξανά και ξανά (κάνοντας δλδ συνέχεια τα ίδια και τα ίδια)ν μ΄αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κολλήσει.
Η κατάσταση λειτουργίας μιας οποιασδήποτε συσκευής που παίζει μουσική ή κάποια ταινία ή κάποια βίντεο όπου μόλις τελειώσει η σειρά π.χ. των τραγουδιών ξαναξεκινά αυτόματα να τα παίζει πάλι με την ίδια σειρά.
Ανάποδη λούπα. Δύσκολος ελιγμός μαχητικών αεροπλάνων όπου διαγράφεται στον αέρα μια θηλιά. Το αεροπλάνο μοιάζει να κάνει ανάποδη τούμπα.
Έπεσα σε λούπα. Σκατοκατάσταση από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω με τίποτα.
Ρίξτε και ένα βλέφαρο στην καλούτσικη ταινία Λούπα αυτοκτονίας.
Γαμώ τα κοντρολομπρέκια μου γαμώ, ούτε μια λούπα δε μπορώ να στήσω σήμερα. Μήπως να με ξεματιάξεις;
Ρε παίδες!! Ποιος έβαλε σε λούπα το κωλοσιντί; Τρίτη φορά ακούω τα άπαντα της Θώδη. Έλεος!! Υπάρχουν και πράγματα που πρήζονται εδώ χάμω.
- Πωωω ρε πούστη μου πρήξιμο ο νέος. Αμάν μ' αυτήν την ανάποδη λούπα!! Ούτε ο Κρουζ στο Τοπ Γκαν να ήτανε.
- Δε θυμάσαι τα δικά σου; Σαν νά 'χες πρωτογαμήσει έκανες.
- Ψυχοσάββατο έχει ο Λάκης ή μου φαίνεται; - Σκάσε και κέρνα αβέρτα. Κάτι με τη δικιά του. Δε ξέρω λεπτομέρειες, αλλά μεγάλη λούπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified