Further tags

Κεφαλληνιακή λέξη που δηλώνει απροσδιόριστο τόπο, καθώς και του διαόλου τη μάνα. Λέγεται με κάπως χαβαλεδιάρικη διάθεση, ιδίως από παλαιότερους.

Μάλλον από το ιταλικό Mongibello, λαϊκή ονομασία του ηφαιστείου Αίτνα, τόπου όπου κατοικούσαν δαίμονες, σύμφωνα με την παράδοση.

- Πάλε εχάθηκε ο Νιόνιος. Τώρα δα εδώ δεν ήτουνε;
- Και πού επήε ωρέ; Στο Μιντζιπέλλο;

Από το Χότζειο σχόλιο (από allivegp, 16/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κάποιο Αρβανιτοχώρι ο πατέρας έπαιζε χαρτιά στο καφενείο όταν απ' έξω περνούσε ο γιος του, ο πατέρας αμέσως προστάζει τον γιό του να τρέξει σπίτι για να μάθει τι έχει μαγειρέψει η μάνα του για μεσημεριανό. Όταν έφτασε σπίτι και ρώτησε την μάνα του, αυτή τού απήντησε: «θιέρε» (που σημαίνει φακές στα αρβανίτικα). Ο νεαρός τρέχει πίσω στο καφενείο και από την είσοδο αναγγέλει δυνατά στον πατέρα του αυτό που νόμιζε ή θυμόταν ότι είχε ακούσει: «χέρδε μπαμπά, χέρδε» («χέρδε» στα αρβανίτικα είναι οι όρχεις).

Χρησιμοποιείται σαν παραλλαγή τού «άνθρακες ο θησαυρός».

- Τι έγινε ρε μεγάλε, την πήρες την δουλειά που τόσο περίμενες;
- Αρχίδια πατέρα!

(από Μαστουρωμένος Αρχιμανδρίτης, 16/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αγόρι στα γιούφτικα (Ρομανί), άλλως: τσαβό.

Υπάρχει και ι ρακλί, το κορίτσι. Πληθυντικός για όλα: ε ρακλέ.

- Σο κερές, ρακλό;
- Ρακλί είμαι ρε μπουλιάκο, σε μπερδεύει το μουστάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουρδέλο στα μικρασιάτικα. Από το τουρκικό kerhane, περσικής προέλευσης.

- Πες μου, νινέ (γιαγιά), τι θυμάσαι από την πατρίδα;
- Θυμάμαι, γιαβρί' μ, τη συνοικία με τους κερχανέδες... Εκεί δούλευα, αλλά μπεζέρισα μιάφορα κι εγίνηκα λοκαντιέρα...

Βλ. και κερχανατζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόρνη στα μικρασιάτικα. Από το τουρκικό fahişe, αραβικής ή περσικής προέλευσης.

- Αρίσταρχε, να σου εξηγήσω... δεν είναι αυτό που νομίζεις...
- Άι σικτίρ μωρή φαχισέ, που μου κάμνεις και τη μπιλμέμ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκιστί, το ελατήριο, αλλά και ο παλαιός σιδερένιος μηχανισμός ανοίγματος/κλεισίματος ξύλινης πόρτας σε αγροτόσπιτα, στον οποίο πατάς ένα πλήκτρο και αυτό ανασηκώνει ένα μικρό μάνταλο.

Μικρασιάτικος ιδιωματισμός, που ακουγόταν ενίοτε και στη 'δώθε Ελλάδα.

-Θείο, πατάω πατάω αλλά το ζεμπερέκι δε δουλεύει.
-Γαμώ τα ζεμπερέκια σου, τσόγλανε. Σ' το 'πα ότι θα το ξεκωλώσεις, όλη μέρα μπες-βγες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το ξύδι «δε κάτι σάρκ» και προφέρεται έτσι σε κάποιες περιοχές της Ακαρνανίας τουλάστιχον.

Κατάχρηση του Δεκατεσαρ(γιού) γίνεται πάντα αλλά κυρίως κατά την ζωοπανήγυρη της Αγίας Παρασκευής (μεγάαααλη η χάρη της) στο Μοναστηράκι Βονίτσης ως συνοδευτικό των κοψιδίων και των λοιπών σφαχτών.

- Καλώς τα παιδιά τα δικά μας. Να ψήσω καφεδάκια;
- Τι καφέδες και παπαριές; Πήγε δέκα η ώρα (το πρωί). Τσάκω το μπουκάλι το Δεκατεσσάρ να μας δει ο Θεός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κουτάκι στην διάλεκτο των αυτόχθονων κατοίκων της φανταστρουμφικής Μποχαλίας.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για οποιοδήποτε μεταλλικό κουτάκι / δοχείο, αλλά κυρίως περιγράφει το αλουμινένιο κουτάκι αναψυκτικού.

Η προέλευση της λέξης πιθανώς οφείλεται στην χρήση του τσίγκου (tin - κασσίτερος) για την κατασκευή παλαιότερα μεταλλικών δοχείων. Υπάρχει προφανής σχέση με το κρητικό Τσιγκάκι.

Η σχέση του όρου με τον παραλιακό οικισμό Τιγκάκι της αξιολάτρευτης Μποχαλίας, μόνο ως σύμπτωση μπορεί να ερμηνευτεί.

- Ένα τιγκάκι εφταΰρ παρακαλώ.
- Σε μποχάλι σε χαλάει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εφταΰρ: Η 7UP στην αξιαγάπητη Μποχαλία.

Προκύπτει από την ανάγνωση των τριών χαρακτήρων που συνθέτουν το αγγλικό όνομα του προϊόντος, ωσάν να ήτο αυτοί ελληνικοί.

Πίνεται συνήθως παγωμένο σε κουτάκι ασορτί, που στην Κώτικη ντοπιολαλιά το λένε Τιγκάκι (το).

- Ένα τιγκάκι εφταΰρ παρακαλώ.
- Σε μποχάλι σε χαλάει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και στον ενικό, νιτερέσο.
Συμφέροντα, σχέση.

Η λέξη “νιτερέσα” (δηλαδή ιντερέσα=συμφέροντα) έχει επτανησιακές ρίζες.

  1. Φιλία-φιλία και τα νιτερέσα χώρια.

  2. Τι νιτερέσα έχεις εσύ μ αυτόν ωρή; (μάνα που έμαθε για τα γκομενιλίκια της κόρης).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified