Το μουνί στα τούρκικα.

«Δε βρήκε χαΐρι και προκοπή»: δεν παντρεύτηκε (έμεινε χωρίς μουνί, χωρίς γυναίκα) και δεν πρόκοψε κοινωνικά, επαγγελματικά, οικονομικά κλπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δόκιμο Flocaccino είναι κυριολεκτικά (με λίνκι) με χύσα μέσα. Πρόκειται για ρόφημα τ. τούρτα που προσφέρουν τα Flocafé, των οποίων αποτελούν την σπεσιαλιτέ, σε μια μεγάλη σειρά από γεύσεις, όπως Oreo, μπισκότο, βανίλια, καραμέλα, σοκολάτα και δεν συμμαζεύεται.

Το σλανγκικό φλοκατσίνο είναι κυριολεκτικά (χωρίς λινκ) με χύσα μέσα. Πρόκειται για ρόφημα ή και ρόφτυμα τ. φραπέ, που προσφέρει η αλυσίδα Flocafe, των οποίων αποτελούν την σπεσιαλιτέ. Ετυμολογείται λαδή από το φλόκι (= χοντρό χνούδι από στριμμένο μαλλί < ιταλικό flocco < λατινικό floccus, και λόγω προφανούς ομοιότητας τα εκτοξευόμενα συμπλέγματα σπέρματος) και την κατάληξη -τσίνο που παραπέμπει σε φραπέ.

Ως υπηρεσία φραπενείου (στριπτιτζάδικου, κωλόμπαρου, μασατζίδικου, τσιμπουκάδικου και άλλων -αδικων) αποτελεί συνώνυμο για το φραπέ με γάλα, δηλαδή σημαίνει την υποβολή σε αυνανισμό υπό κορασίδος έως και της ποθούμενης εκσπερμάτισης. Διακρίνεται έτσι από το απλό φραπέ, όπου καθώς η πριβεδιά προσμετράται σε ορισμένο αριθμό τραγουδιών (στα στριποκλαμπάκια τουλάχιστον), κινδυνεύει ο φραπέλληνας αν το τραγούδι τελειώσει αιφνιδίως να χρειαστεί να συνεχίσει σόλο. Αντιθέτως, η υπηρεσία φραπέ με γάλα ή χαριτωμενιστί φλοκατσίνο αποτελεί δέσμευση εκ της κορασίδος ότι ο υπεσχυμένος φλοκοπόταμος θα επιδιωχθεί έως εσχάτων ανεξαρτήτως ασματικών ενδεχομενικοτήτων. Φλοκατσίνο, βεβαίως, αποκαλείται δίκην αστεϊσμού μόνο από τους μπουρδελιάρηδες, καθώς από τα ίδια τα κορίτσια αποκαλείται αραμπιστί μεν «σε κάνω τελειώσει», ουκραναϊζεριστί δε φίν-j-ιsh.

Ο όρος φλοκατσίνο εκφέρεται είτε ως χτύπημα, είτε ως ρόφημα, και στην αφήγηση γενικά σεχουαλικώνε ιστοριώνε ανεξαρτήτως φραπενέδων. Περιγράφει αυτές τις πηδυλλιακές στιγμές, που άλλοι από μας (όσοι διαθέτουν «ατζέντες με ονόματα», που λέει κι ο ΜΧΣ) τις ζουν σε κανονικές συνθήκες πιέσεως και θερμοκρασίας, ενώ άλλοι μπροστά από λαπιτόπια, όταν η κοπελιά χτυπάει τον βασιλόπουλο των ονείρων της στο γκραν φινάλε και περιμένει έχοντας παραδοθεί άνευ διασπερματεύσεων. Τότε το μεν χτυπάω ένα φλοκατσίνο με υποκείμενο την ερωμένη αναφέρεται σε φραπέ, το δε κερνάω φλοκατσίνο με υποκείμενο τον ερώντα αναφέρεται σε (καλή) πίπα. Σε κάθε περίπτωση ο βασιλόπουλος δύναται να ανακράξει ως γαμησιάτικη ρίμα «χύνω, χύνω, κερνάω φλοκατσίνο!».

Dedicated to Gatzman, my sweet Frappentine (με την καλή έννοια).

  1. - Ρίξτε μαύρο στο Dolls. Βάζουν όλους τους φραπεδοκράτορες μαζί στον ίδιο χώρο, πάνω στους χιλιοχυμένους καναπέδες και μπορεί να σού 'ρθει και το φλοκατσίνο του διπλανού σου κερασμένο. Πίκρα!

  2. φεραρι ειμαι εγω ενω εσυ............ο ΑΛ ΠΑΤΣΙΝΟ
    θα πιεις ολο τ σπερμα μ σν να ταν φλοκατσινο
    (Ποιητικό hip-hop αρρωστούργημα εδώ).

  3. - Το καλαμάκι με σκουφο η χωρίς συναγωνιστή;
    - σε παρακαλω πολυ >:( εχεις δει εσυ(ΝΑΙ ΕΣΥ!!!!) πουθενα να πινουν καφε(φραπε-φρεντο εσπρεσσο,φρεντο καπουτσινο,φρεντιντο,φλοκατσινο,φλοραπινο) και να εχουν ναυλον πανω στην ουρηθρα του καλαμακιου;Σε παρακαλω που θα μας μιλησεις για σκουφους και γαντια καλοκαιριατικα ;D (Εδώ δεν τίθεται ακριβώς όπως στον ορισμό, αλλά ωστόσο προϋποτίθενται τα σχετικά φραπε-λογοπαίγνια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπέρμα, η εκσπερμάτιση. Παρομοιάζεται με σως, ήτοι σάλτσα, δηλαδή το γνωστό Kavli. Ίσως από αυτόν τον συνειρμό να προέρχεται και το σάλτσα και γαμήσου.

Αλλάξαμε πολλές στάσεις, αλλά την σως την έφαγε στα καπούλια μετά το οθωμανικό.
(Από απομνημονεύματα ενός μπουρδελιάρη).

(από BuBis, 28/06/09)(από BuBis, 28/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός που σχηματίζεται από την αγγλική λέξη straight (εξελλην. στρέιτ) -> άμεσος, ευθύς, κατευθείαν, συν την κατάληξη -άδικος, και που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. (Μουσ.) Ρυθμός, ή σύνθεση, ή τρόπος παιξίματος μουσικού κομματιού (ασχέτως οργάνου) που χαρακτηρίζεται από ευθύτητα και αμεσότητα κατά τη σύλληψη και την εκτέλεση, που δεν εμπεριέχει περίτεχνα ή περίεργα γυρίσματα ή σπασίματα αλλά εξελίσσεται ευθύγραμμα και χαρακτηριστικά του μουσικού ιδιώματος στο οποίο ανήκει.

Ως στρεϊτάδικος δε χαρακτηρίζεται και ο ήχος μουσικού οργάνου που δεν περιλαμβάνει επεξεργασία, αλλά που είναι άμεσος και για μία ακόμη φορά χαρακτηριστικός του εκάστοτε μουσικού ιδιώματος (βλ. και καρφί).

  1. Ως στρεϊτάδικο αποκαλείται και ο χώρος ή το μέρος στο οποίο συχνάζουν άτομα ετεροφυλοφιλικών σεξουαλικών προτιμήσεων (βλ. στρέιτ).

  2. Ως στρεϊτάδες αποκαλούνται τόσο οι ετεροφυλόφιλοι σεξουαλικά άντρες (δεν συνηθίζεται ο χαρακτηρισμός στις ετεροφυλόφιλες γυναίκες), αλλά ακόμη περισσότερο οι θιασώτες της ιδεολογίας straight-edge ή στρέιτ-ετζ, στρέιτετζ.

(Όσον αφορά το μουσικό σκέλος του ορισμού, η διαδικτυακή έρευνα δυστυχώς δεν είχε αποτελέσματα. Οποιοσδήποτε γνωρίζει και μπορεί να συνεισφέρει για την τεκμηρίωση, ας τ' αναφέρει στα σχόλια. Πάντως, ο συντάκτης του παρόντος ακούει και χρησιμοποιεί το λήμμα με τον συγκεκριμένο ορισμό εδώ και χρόνια).

  1. «Έχεις λαλήσει εντελώς», τον ρώτησε ο Mike. «Πήγες να ψωνιστείς και να παίξεις σε redneck στρεϊτάδικο; Και στο δρόμο, οδηγώντας; Θα σε σκοτώσουν ή θα σε μαντρώσουν». (Εδώ)

  2. Μπαίνω σε σεσημασμένο στρειτάδικο. Ο Μάκης επιμένει ότι πέρυσι είδε «και κάτι τρελές» και ότι «δεν χρειάζεται να κάνεις παρέλαση. Είμαι αντίθετος με τον όρο γκέι, πιστεύω σ’ αυτά που προστάζει η φύση». Μα κι αυτό, προσταγή της φύσης δεν είναι; τον ρωτάω. Επιμένει. Ο Θάνος εργάζεται σε στρατιωτική υπηρεσία: «Δεν πιστεύω γενικά στις διαδηλώσεις. Πιο αποτελεσματικό θα ήταν ένα ψήφισμα». Πώς φαίνεται το επάγγελμα! (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προσφιλές strap-on, το ζωνάτο δηλαδή ντίλντο που φέρουν όσες / όσοι επιθυμούν να συνουσιάσουν ενεργητικά αλλά αδυνατούν ελλείψει (λειτουργικού) πέοντος.

Βλ. επίσης: στραπούτσα, στραπονάρι, στραπονιάζω, αστραπόνγιαννος, γαμπρός, κ.ά συμπληρώματα διαστροφής.

1. κουφάλα Μαρκογιαννάκη το γλίτωσες το στραπόνι απ την Κωνσταντοπούλου

2.
Μαρία αν το δεις τράβα να ισιώσεις με κανα στραπόνι την γκεοπαρέα σου... φιλιλα πολλά μωρή μπαλότσα και στον Νικολάκι που έχει περίοδο αυτό τον καιρό !

2.
όταν τελειώσει το μπυρόνι
έλα περσεφόνη
λιώσε με με το στραπόνι
αλλά μάλλον θα με καψουρευτεί σαν χαζόνι
και τελικά θα φάω χυλοπιτόνι
και θα μείνει το στραπόνι
ξεχασμένο πάνω στο κουτί με το πριόνι
να θυμίζει όμορφες στιγμές στο χιόνι

2.
…Κορίτσι μου πολύτιμο
κατακτητή μεγάλε
το πέος σου είναι σκληρό
και δε νομίζω να μπορώ
τέτοια υπέρμετρο δοκό
ξωπίσω μου να βάλω…
(από το ποήμα «Το στραπόνι»)

(από σφυρίζων, 03/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σουτζούκ λουκούμ είναι ένα εύγευστο σφιχτοδεμένο μακρόστενο μεγάλο λουκούμι που περιέχει ζάχαρη, γλυκόζη, νισεστέ, νερό και καρύδια (δεμένα σε σπάγκο). Βγαίνει δε σε διάφορα αρώματα (π.χ. τριαντάφυλλο, μούστο, γαρίφαλο, κανέλα, περγαμόντο, κλπ)

Ας δούμε τι ιδιότητες μπορούμε να εντοπίσουμε από την παραπάνω περιγραφή, και το παραπάνω link, ιδιότητες που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε στον συγκεκριμένο ορισμό:

1) Το σουτζούκ λουκούμ σχηματικά μοιάζει με λουκάνικο. (Η λέξη σουτζούκ προκύπτει δε εκ της τούρκικης λέξης sucuk που σημαίνει λουκάνικο)
2) Το κολλώδες μείγμα του παραπέμπει σε λάβα.
3) Ως γλυκαντική ουσία μπορεί να υποβοηθήσει την έλλειψη ζαχάρου που μπορεί να αισθανθεί κάποιος.
3) Τα καρύδια που περιέχει είναι αφροδισιακή τροφή που υποστηρίζει την ορθοπεηκή ικανότητα.

Εκ των ανωτέρω, όταν σλανγκιστί λέμε σουτζούκ λουκούμ παραπέμπουμε σε γούδα και βουκεφάλα. Θα μπορούσε επίσης να αναφερθεί σχετικά, πως η λουκουμοειδής επιφάνεια του γλυκίσματος παραπέμπει σε στοματικό σεξ.

Οταν δε κάποιος, αισθανθεί πως έχει έλλειψη ζαχάρου, μπορεί, μεσω του σουτζούκ λουκούμ του, να την απορροφήσει από γλυκά όπως: παστούλες, μιλφέΐγ, κλπ. Η τόνωση! Η ενέργεια!

Επίσης ως σουτζούκ λουκούμ θα μπορούσε να θεωρηθεί η αντίληψη ενός ψωλοπερήφανου για το [εργαλείο](http://www.slang.gr/lemma /show/ergaleio_2044) του. (Βλ. και λήμμα: πίτα του παππού).

Στο σπίτι της Λίλιαν αργά τη νύχτα.

Λίλιαν: Πέρι, έχω έντονη επιθυμία για γλυκό αλλά δεν έχω σπίτι και τα μαγαζιά είναι κλειστά.
Πέρι (με νόημα): Σου έχω τη λύση. Θες να σου πετάξω το σουτζούκ λουκούμ μου, να νιώσεις τη γλύκα του;
Λίλιαν: Α να χαθείς ρε ψωλοπερήφανε. Αν εσύ έχεις σουτζούκ λουκούμ τότε τι να πούμε για το παλούκ λουκούμ του ...
Πέρι: Για ποιόν μιλάς;
Λίλιαν: Γιατί ρωτάς; Τη ρουφάμε τη λάβα σοκολάτας;

Γιατρός:Μου μιλάγατε για σουτζούκ λουκούμ και εγώ νόμιζα πώς είσαστε χοντρός από την υπερκατανάλωση! (από GATZMAN, 12/02/09)(από GATZMAN, 12/02/09)(από GATZMAN, 12/02/09)(από GATZMAN, 12/02/09)(από GATZMAN, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μεγάλα, μπαλκονάτα, σφριγηλά και ιβηρικά βυζιά. Εκ του γαλλικού σλανγκ, les doudounes.

Ο δρόμος μ’ έβγαλε τυχαία
στου «Μαξ, Ανδρικαί Κομμώσεις»
μπήκα να σενιάρω σβέρκο και να στρώσω μαλλί.

Έπεσα σε ένα σκυλί
μια σαμπουανού
Που μ' έστειλε αλλού
με το παγανιστικό της κάλλος και τα σαπουνόχερά της.

Μού έσκυψε και άτσα της
δυο ντουντούνια
σαν ροζ ραχάτ λουκούμια
αναπήδησαν στον σβέρκο μου
μπουμ-μπουμ

Θυμήθηκα την κόρη του Χαλίφη
την χιλιοστή δευτέρα βραδιά
και ένιωσα την άκρη του σουγιά να μου τρυπάει την καρδία.

Της είπα «Μωράκι σε βγάζω απόψε, οκέϊ;»
πρώτα χαμογέλασε με λόξυγκα και μετά
κάτω από τον σιρόκο του σεσουάρ που καίει
το μικρό άφησε να πεταχτεί
«θέλω»

(Serge Gainsbourg, Chez Max Coiffeur Pour Hommes)

(από Vrastaman, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπραζίλιαν είναι το νέο κι απείρως πιο καβλιάρικο στρινγκ, η χαρά του κωλάκια.

Αφήνοντας κάποια κρίσιμα τετραγωνικά εκατοστά στην νοσηρή μας φαντασία, καθίσταται τα μάλα κωλακευτικότερο για τους γλουτούς από οποιαδήποτε συμβατική στρινγκαδούρα.

Αγαπάμε Βραζιλία.

1.
Έφερε πανικό στην παραλία η Ελεονώρα Μελέτη… κρεμασμένη ανάποδα φορώντας μαγιό μπραζίλιαν! (ΦΩΤΟ).

2.
Φορώντας ένα μπραζίλιαν μαγιό σε κόκκινες αποχρώσεις και ένα λευκό πουκάμισο, κατάφερε να κάνει τα αρσενικά να αναστενάζουν και τις γυναίκες να ζηλεύουν.

3.
Η σέξι δημοτική σύμβουλος με μπραζίλιαν μαγιό! Διαβα΄στε περισσότερα στο sportdog.gr

4.
Για κάθε χοντρή με μπραζίλιαν που φασώνεται παθιασμένα στη θάλασσα, υπάρχει μια ντίβα, χωρισμένη, ανορεξική απ' έξω που την καταριέται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιά που σημαίνει πάτος, με λινκ ή χωρίς. Είναι το αντίθετο του τοπ, οπότε αντιστοίχως σημαίνει:

  1. Τον γκέι που υφίσταται την πρωκτική διείσδυση, τον «παθητικό» γκέι. Στην ελληνική σλανγκ έχει περάσει και ως μποτομιέρα και μποτομιέρα του ελέους. Για να παραφράσω τον Πιλαλί: Την μποτομιέρα μην κατηγοράς, αυτή σου δίνει για να φας.

  2. Αυτόν /-ήν που έχει το «παθητικό» ρολάκι σε ένα σαδομαζοχιστικό παίγνιο.

  3. Στο μπικίνι είναι το κάτω μέρος, που περιβάλλει την πατούρα.

Trivium: Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αγγλικός όρος topping from the bottom που σημαίνει ότι ο παθητικός ερωμένος ελέγχει την σεξουαλική δραστηριότητα πιο κυριαρχικά από αυτόν που επιτελεί την διείσδυση. Στα σαδομαζοχιστικά παίγνια είναι σχήμα οξύμωρο καθώς μιλάμε για κάποιον που είναι ταυτόχρονα μαζόχας, αλλά θέλει και να κυριαρχεί στο παιχνίδι.

  1. Γράφω ότι είμαι Μπότομ/βερς, γιατί αν γράψω ότι είμαι μόνο Μπότομ, θα με κράξουνε ως παθητικιά τελειωμένη, και το χάσαμε το παιχνίδι. Βασικά είμαι Μπότομ, αλλά δεν έχω ανακαλύψει ότι απόλαυση μπορώ να πάρω και από τους δύο ρόλους!
    (προβληματισμός κάπου στο Διαδίκτυο).

  2. Όσον αφορά στη σεξουαλικότητα, δεν είναι μόνο η επιλογή σεξουαλικού συντρόφου (και σίγουρα όχι μόνο με το άν έχει πούτσο ή μουνί ή τίποτα ή και τα δύο ανάμεσα στα πόδια, αν μοιάζει με άντρα ή γυναίκα ή ενδιάμεσο, αν εκφράζει αρρενωπότητα ή θηλυκότητα). Έχει να κάνει με συμπεριφορές όπως «τοπ και μπότομ» (που άλλοτε θεωρείτο ότι αρμόζουν μόνο σε άντρα και γυναίκα αντίστοιχα), bdsm πρακτικές, πολυσυντροφικότητα και πολυγαμικότητα (που παραδοσιακά θεωρούνται 'αποκκλίσεις' από τον υποτιθέμενο σωστό τρόπο να ζεις τη ζωή σου, δηλαδή τη μονογαμία). Όλα αυτά εξετάζονται κάτω από το queer βλέμμα, για να δεις αν είναι αλήθεια ή απλά κοινωνικές κατασκευές.
    (εδώ)

  3. Οταν ήμουν πιο νέα και πιο ωραία, πέταγα στη παραλία το τοπ και το μπότομ στο λαιμό! (εδώ)

(από Khan, 16/04/13)(από patsis, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φουσκωτή κούκλα με τα ανατομικά και γεννητικά χαρακτηριστικά της γυναίκας, που εξυπηρετεί παθολογικούς αυνανιστές και περιστασιακούς αυνανιζόμενους.

Προτιμάται και από φανατικούς εργένηδες.

Προφανώς, ο όρος προέκυψε απ' το προτέρημα της φουσκωτής έναντι της αληθινής, ν' αναδιπλώνεται και να περιορίζεται, χωρίς πολλά-πολλά, σε μια βαλίτσα μετά τη χρήση.

- Τι μούτρα είναι αυτά ρε Ευγένιε; Μη μου πεις... Τσακώθηκες πάλι με την Τασούλα;
- Άσε ρε Γιωργάκη... ΓΥΝΑΙΚΕΣ... δεν τις ξέρεις ρε; Μ' άρχισε πάλι τα τρελά της, και την έστειλα σούμπιτη... Έτσι όπως πάει, θα ψωνίσω και γω μια απ' αυτές τις μαντάμ ντε σακ ντε βουαγιάζ να βρω επιτέλους την υγεία μου...

(από xalikoutis, 04/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified