Further tags

Όπως λέμε intelligence και counter-intelligence, attack και counter-attack, έτσι λέμε και σπεκ και counter-spec, είτε με την καλή έννοια όταν οι Σλάνγκοι έχουν ρέντα, πέφτουν η μία ατάκα μετά την άλλη και μαζί και τα σπέκια, ή όταν γίνεται όργιο σπεκουλαδορίας.

Παραλήρημα συμμωρίας του φραπέ:

-Σπεκ, δικέ μου! Ο καλύτερος καφές της πόλης! Που το θυμήθηκες το διαφημιστικό! Σαν να λέμε μικροί μεγάλοι έτοιμοι για δράση και Φακαντόρο!

- Counter-spec ευρυζωνικέ! Μόλις μού 'βγαλες δυο λήμματα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παίκτης κάποιου ηλεκτρονικού παιχνιδιού που χρησιμοποιεί συστηματικά τσητς (αγγλ. cheats).

Συνήθως απαξιωτικός χαρακτηρισμός, ιδίως όταν γίνεται σε διαδικτυακά παιχνίδια, σπάζοντας τα νεύρα των νομοταγών και κιμπάρηδων παικτών.

- Αν δεν κάνουν update στο νετκαφέ δεν ξαναπατάω, να ξέρεις.
- Γιατί ρε, τι έγινε;
- Έχουν πλακώσει τσητεράδες και τα παιχνίδια είναι GTP. Άσε που πειράζουν τα σκορ. Εγώ να γαμιέμαι να πάρω μια καλή θέση στον σέρβερ κι αυτοί να με πετάνε σε μια νύχτα τριάντα θέσεις κάτω από το υπόγειο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απολιτίκ, η όλη αδιαφορία της σημερινής νεολαίας για την πολιτική κατάσταση στη χώρα μας.

Η διαφθορά και η ξύλινη γλώσσα των πολιτικών έχει φέρει μια απέχθεια στους νέους με αποτέλεσμα να μην θέλουν να ακούν οτιδήποτε έχει σχέση με πολιτική.

Θείος έρχεται από το χωριό. Έχει να δει τον ανιψιό του 5-6 χρόνια...

-Γιωργάκη πως μεγάλωσες έτσι αγόρι μου... Πόσο είσαι τώρα;
-18 θείο...
-Πω-πω μπράβο... άντε τώρα θα μπορείς και να ψηφίζεις...
-Πας καλά ρε θείο; εμείς (η γενιά μου) είμαστε απολιτίκ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το pin-up girl σλανγκίζεται στα ελληνικά για να δηλώσει το κορίτσι που τον πίνει.

Ό,τι και να λέμε τα πίναπ γκερλς θα είναι πάντα στην μόδα.

(από Dirty Talking, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το σλάνγκ και ρούκι, ο νεοφώτιστος σλανγκίστας που εντυπωσιάζει γιατί αν και νέωπας ανεβάζει όχι λημματολάσπη αλλά καρασπέκ λήμματα, κάτι που τον οδηγεί γρήγορα ανάμεσα στις υψηλές θέσεις της κατάταξης. Kάτι ανάλογο με έναν rookie, νεοεμφανιζόμενο δηλαδή παίκτη που εντυπωσιάζει στα trials του ΝΒΑ. Το ζητούμενο και στις δυο περιπτώσεις είναι η διάρκεια (sic).

- Πολύ σλαγκορούκι αυτός ο dokimos. Με το που μπήκε χτύπησε κορυφή, αλλά χαλάλι του γιατί το παληκάρι σολάρει.
- Ποιός δόκιμος;
- Ο πούτσος μου ο κόκκινος! Πόσες μέρες έχεις να μπεις στο σλάνγκ, ρε πάπαρμαν;

Santiago Solari (από allivegp, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Από το αγγλικό after hour έχει περάσει η έκφραση στη νύχτα: Υπάρχουν τα «άφτερ πάρτι», που ήταν της μοδός στα 90's. Η «άφτερ κατάσταση- φάση», δηλαδή αυτό που θα κάνουμε μετά από αυτό που κάνουμε τώρα. Το άφτερ ως συνώνυμο του μεταμεσονύκτιου.»

Πηγή: Ιρονίκ .

- Πάμε για ένα άφτερ πάρτι κατά την μία;
- Οκ, θα φέρω και την Βίβιαν.
- Ποια είναι η Βίβιαν;
- Η άφτερ της Μαριλούς.

βλ. σχόλιο στον άλλο ορισμό του άφτερ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια αγγλική λέξη, call-girl, που στα ελληνικά σλανγκίζεται με άλλη σημασία = το κορίτσι που δίνει κώλο. Πρβλ. πίναπ γκερλ, το.

- Να τηλεφωνήσουμε σε κανά call-girl;
- Ναι, αλλά να είναι κωλ-γκερλ και πίναπ γκερλ! Όχι ό,τι κι ό,τι!
- Δηλαδή, εσύ ακούς μόνο μπλακ;

(από Dirty Talking, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πολύ κοντός άνθρωπος. Το λέμε κυρίως για γκόμενα: Γκόμενα- μπρελόκ.

- Γκόμενα-μπρελόκ, ναι, αλλά πουτσομεζές!

Σχετικά: απολειφάδι, τάπα, πινέζα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσδιορίζει τους λάτρεις της χρυσής καδένας.

Fa Cad'oro ειναι μάρκα χρυσαφικών.

-Κοίτα τον τύπο με την χρυσή αλυσίδα και το δασύτριχο στέρνο....
-Ποιόν λές;
-Αυτον με το μαλλί λασπωτήρα απο ΤΟΥΟΤΑ
-Αααα....τον Φακαντόρο εννοείς...

Gafadoro: Η Ασφάλεια σας φέρνει πιο κοντά! (από Hank, 17/05/09)ADORO blue cheese (από dryhammer, 09/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

D.A.D.A. - Déficit d'Attention Dû à l'Âge

'Έλλειμμα προσοχής οφειλόμενο στην ηλικία. Μ' άλλα λόγια «όσο γερνώ ... ξεκουτιαίνω».

Μη γελάτε, όλοι θα αποκτήσουμε DADA μια μέρα! (για σας τους νεώτερους το λέω)

(από spydel, 17/05/09)(από Hank, 17/05/09)Αμίν Νταντά, παλιός πρόεδρος της Ουγκάντα (από GATZMAN, 18/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified