Further tags

Η λέξη προέρχεται εκ του αγγλικού «Oh my god», έκφραση που στα ελληνικά σημαίνει «Ω θεέ μου».

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κανείς άτομα τα οποία ρέπουν σε συχνή χρήση της προαναφερθείσας φράσης στην αγγλικής της μορφή έναντι της ελληνικής. Τέτοια άτομα απαντώνται σε μεγάλες συγκεντρώσεις σε σημεία παροχής υπηρεσιών διαδικτύου (internet cafe ρε αδελφέ!), όπου και καθημερινά σπαταλούν ώρες ολόκληρες μπροστά από μία οθόνη φωνάζοντας στον διπλανό τους γιατί feedαρε τον αντίπαλο στο DOTΑ ή καθαρά λόγω δέους απέναντι στην υπεροχή του εικονικού αντιπάλου λόγω εμπειρίας ή/και του προαναφερθέντος feedαρίσματος.

- Πήγα χτες σε ένα internet cafe για να κάνω κάτι δουλειές, και ήταν τίγκα στους ομιτζίμιτζίδες. Μου πήραν τα αυτιά. Ήταν και μεγάλος noob αυτός ο σκορπιός ρε φίλε... Ούτε ένα stun δεν πέτυχε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύνολο κανόνων και μηχανισμών λειτουργίας που διέπουν τη ζωή ενος γκικ.

Λέγεται πειραχτικά για άτομα που η μέρα τους ξεκινά και τελειώνει μπροστά από έναν υπολογιστή, είτε λόγω των συνεχών προσπαθειών τους να τον overclockάρουν, είτε γιατί λιώνουν σε οποιαδήποτε εκ των παρακάτω συνηθειών: παρακολούθηση πορνογραφικού υλικού γνωστών/αγνώστων στοιχείων (πάντα μέσω του υπολογιστή), παρακολούθηση των συνηθειών ανύποπτων κορασίδων σε ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης (stalking αγγλιστί), ηλεκτρονικά παίγνια μέχρι τελικής πτώσεως και άλλες χλιμιτζουριές.

Όλα αυτά, έναντι αντίξοων συνθηκών, όπως την αιφνίδια εισβολή της μητέρας τους στο υπόγειο, το hamster που πρέπει να του αλλάξουν τα ροκανίδια για να μπορεί να χέσει, την τουαλέτα που βούλωσε για άγνωστους για αυτούς λόγους, κλπ.

- Ρε συ, κανένα νέο από τον μαλάκα τον Νίκο έχεις; Έχω να τον δω, χρόνια και ζαμάνια.
- Γάμησε τα, από όταν χώρισε με τη Μαρία όλο μέσα μένει, μπροστά από ένα PC. BIOS και πολιτεία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιας και στο urbandictionary.com είναι μαλάκες και φασίστες και δεν αφήνουν τους χρήστες να ανεβάζουν και να λένε ότι μαλακία τους κατέβει στο κεφάλι καταθέτουν δημοκρατικά και με επιχειρήματα ότι μαλακία τους έρθει στο κεφάλι τα λήμματα τους, είπα να ανεβάσω εδώ το αγγλόφωνο ετούτο λήμμα. Όπου εδώ, το δημοκρατικό, με την Πλατωνική έννοια, σάιτ μας.

Το pull a Lost (ψάρωσες ε; νόμιζες ότι τα πρώτα δύο γράμματα ήταν ελληνικά, παραδέξου το) is to mess up everything you've built through a certain period of time making an awful end of it all. Just like the show.

Και για όσους δεν κατέχουν τα εγγλέζικα, το να «κάνεις Λοστ» είναι συνώνυμο του να τα σκατώνεις. Και όχι μόνον να τα σκατώνεις αλλά ταυτόχρονα να κάνεις τους υπόλοιπους να πιστεύουν ότι στο τέλος ΔΕΝ θα τα σκατώσεις με διάφορους τρόπους, του ψέματος συμπεριλαμβανομένου. Εμπνευστής της έκφρασης, δηλαδή ο άνθρωπος που την έβγαλε από το υποσυνείδητο εκατομμυρίων εξαπατημένων τηλεθεατών, ο κύριος George R.R. Martin εδώ, για τον οποίο θα μάθετε αν απλά πατήσετε το κουμπάκι, κάτι που ευχόμουν να ήταν δυνατόν σε ολόκληρη την μαθητική μου ζωή. Προέρχεται από την πασίγνωστη και ομώνυμη τηλεοπτική σειρά με χιλιάδες μισητές πρώην οπαδούς και άλλους τόσους χιλιάδες που, δεν ξέρω, δεν είδαν μάλλον τα τελευταία επεισόδια.

(Για τις ανάγκες του παραδείγματος δημιουργείται στόρυλάιν γελοιογραφίας τις λεπτομέρειες του οποίου θα βρείτε στο πρώτο σχόλιο)

- Και τι γί'νκε με τον γάμο του αφέντη σας ρ'α;
- Oh, it was rather fabulous, generally speaking.
- Ιγώ δεν σε ρώ'τσα τζένεραλι όμως ρε ζαγάρ'.
- I know, I know. Well, it all started so nice! Kate was as fabulous as she was in my dreams in the noon naps I took after watching gossip shows on the telly.
- O Γουΐλιαμ; Κι αυτός κορδωτός-τσουπωτός;
- Yeah, these adjectives clearly represent him.
- Μπατ;
- But, something went wrong.
- Mπατιμαςλες;
- Quite the truth I'm afraid. It seems that the event, the whole of the kingdom so eagerly awaited, proved to be not a wedding at all.
- Και τι ήταν ντε;
- It was a game of backgammon. The prince wanted to play this ancient game but the protocol demanded this whole charade for him to.
- Άιντά! Τι 'ταν αυτό στο τέλος; Άλλα σας έταξαν κι άλλα έκαμαν; Κάμανε γερό Λοστ αυτοί ρε.
- The royal family indeed pulled a Lost on us. Can't find better words to describe it.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τραβάγια (η): κρητιστί = ο μπελάς.

Βάζω τραβάγια σε κάποιον = του ανοίγω δουλειές, του βάζω μπελάδες, τον βάζω σε περιπέτειες, τον φορτώνω, τον χώνω.

Από το γαλλικό travail.

Δείτε πιο πολλά εδώ.

Ασίστ: nick, βεβαίως βεβαίως.

- Να πα να πεις του Μαθιού ότι εγώ δεν είπα πράμα για τη Βαγγελιά.
- Μη μου βάνεις τραβάγιες. Δεν πάω ποθές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το όνομα της γνωστής Μεταφράστριας ταινιών και ξένων σειρών.

Αποτυχημένες μεταφράσεις και προφορά από Έλληνες που προκαλούν γέλιο. Συνήθως απόπειρες μετάφρασης ή προφοράς για ξένα προϊόντα ή ταινίες. Είναι τόσο παγιωμένες και με αντοχή στο πέρασμα του χρόνου που ακόμα και όσοι γνωρίζουν την σωστή μετάφραση και προφορά εξακολουθούν να τα λένε λάθος για να μην τους πουν ξερόλες.
Παραδείγματα :

nike = νάικ (σωστό νάικι)
porsche = πόρσε (σωστό πόρς)
overlay = όβερλάι (σωστό όβερλέι)

- Μαίρη τσάκω το Όβερλέι να καθαρίσεις λίγο το τραπεζάκι στο σαλόνι γιατί θα έρθουν τα παιδιά να δούμε μπάλα!
- Όβερλέι το έλεγε η μάνα σου; Μας το παίζεις και Αγγλομαθής, ααα και άμα θες καθάρισε το εσύ, δικοί σου φίλοι θα έρθουν !!

Στην αρχη (από Khan, 26/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τον όρο σαολίν προσδιορίζουμε μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπων. Τους ξέρουν όλοι, πολλές φορές και με διαφορετικά ονόματα, συνήθως με τον αδόκιμο, κοινό και πολύ ευρύ όρο «εναλλακτικός».

Ο σαολίν έχει σίγουρα ποδήλατο, σκύλο, τσίβες και piercing. Παίζει σίγουρα κάτι από τα παρακάτω: κορίνες, δάδες με φωτιά, μπαλάκια, ντιάμπολο.

Παλιότερα ο σαολίν άκουγε Πυξ-Λαξ και Cure, σήμερα ακούει Θανάση Παπακωνσταντίνου και Manu Chao. Παλιότερα ο σαολίν ήθελε να μάθει Γαλλικά και είχε όνειρο να πάει στο Παρίσι. Σήμερα μαθαίνει Ισπανικά και πάει Εράσμους στην Βαρκελώνη.

Είναι συνήθως αριστερών πεποιθήσεων, αλλά πολύ αόριστων και χωρίς να σκοτίζει πολύ το κεφάλι του.

Παλαιότερος τόπος διακοπών: Αμοργός, Ικαρία.
Τωρινός τόπος διακοπών: Σαμοθράκη, Φολέγανδρος.

  1. - Ρε συ μας πιάνουν τον κώλο κάθε χρόνο στην Πάρο, ψήνεσαι να πάμε καμιά Φολέγανδρο φέτος;
    - Τι λε ρε μλκ; Εκεί είναι τίγκα σαολίν!

  2. - Μαλάκα εγώ πιστεύω πως το Αιγάλεω και το Περιστέρι θα μπορούσαν να αποκτήσουν ποδηλατόδρομους, χώρους αστικού πρασίνου και τουλάχιστον μία Μπιενάλε.
    - Μάκη, βλέπω να σε κάνει η γκόμενα που γνώρισες στο Εράσμους να σε κάνει σαολίν!

Σα Ολιν= μια κοπέλα που μοιάζει με την Lena Olin. (από Khan, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακαταμάχητη επιθυμία για οποιοδήποτε έδεσμα, συνήθως τζανκίλα. Ο όρος μαντσίλα περιγράφει την κατάσταση κατά την οποία έχει περιέλθει ένας άνθρωπος όπου το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα ικανοποιήσει την επιθυμία του να καταναλώσει οποιοδήποτε γλυκό ή αλμυρό, εργοστασιακό ή σπιτικό. Ανήκει στην σλανγκ των χασικλήδων και περιγράφει το γουργούρισμα της κοιλιακής χώρας μετά από κατανάλωση επεξεργασμένης ή/και όχι κάνναβης. Οι χασικλήδες και οι παρέες τους το χρησιμοποιούν καταχρηστικά και απουσία κάνναβης.

Είναι μεταφορά από την αγγλική σλανγκ: munchies (βλ. εδώ στο urbandictionary )

Σημείωση: Η σπιτική μαντσίλα είναι ελληνικό μόνον φαινόμενο, αφού μόνο στης Ελληνίδας μάνας τον φούρνο βρίσκεις πάντοτε κάτι τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο.

- Πο πο μαλάκα, έχω κάτι μαντσίλες... έχεις τίποτα να τσιμπήσουμε;
- Μπα το γαλακτομπούρεκο το έσκισα όλο χτες. - Ε πάμε μέχρι το περίπτερο. - Άραξε λίγο και πάμε σε κανα 10'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοποιημένη version γνωστού κουζινικού εργαλείου, το οποίο χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση των φελλών κατά το άνοιγμα φιαλών, γνωστό και ως tire-bouchon, επί το ελληνικότερον, τιρμπουσόν. Απαντάται σε νοικοκυρές άνω των πενήντα, με ομιχλώδη γνώση γαλλικών (και ελληνικών, επίσης). Οι σύζυγοι της ίδιας κατηγορίας, συνήθως αναφέρονται σ' αυτό ως «εκείνο το μαραφέτι που ανοίγει τα μπουκάλια».

- Κούλα, πιάσε εκείνο το μαραφέτι που ανοίγει τα μπουκάλια...
- Ποιο καλέ; Το τρυπισιόν; (ενδόμυχη σκέψη: που τονε βρήκα τον χωριάταρο, θε μου!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θρυλικό συγκρότημα Guns n' Roses (1985 - παρόν), ελαφρώς περιπαιχτικά, ή από κάποιον που βαριέται / δυσκολεύεται να προφέρει το σωστό όνομα στα Αγγλικά.

Δεν είναι ακριβώς ομόηχο, αλλά βγάζει γέλιο.

- Take me down to the paradise city, where the grass is green and the girls are pretty... Taaaake... meeee... hoooooooooooooome...
- Τάκηηη... πάλι τις Γκαζόζες στο γουώκμαν ακούς βρε τεμπελχανά; Κάτσε άνοιξε τα στραβά σου και διάβασε κανά βιβλίο λέω εγώ... αλλιώς μην περιμένεις να σου πάρω το ατάρι που είπαμε... ακούς;

Γκαζόζες (από Jonas, 05/05/11)(από Khan, 12/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγεται από την λέξη τσαχπίνης και την πορτογαλική κατάληξη -inio (μετάφραση -ούλης) που δηλώνει καταγωγή ή στυλ βραζιλιάνικο.

Χαρακτηρισμός για ποδοσφαιριστές που, ενώ φαινομενικά μιλάν στο τόπι, επί της ουσίας δεν ανταλλάσσουν ούτε καλημέρα, με τα παρακάτω γνωρίσματα. Η θέση τους βρίσκεται κοντά στη γραμμή του πλαγίου άουτ (σλανγκιστί «ασβέστης»), θεωρούνται διεμβολιστές και ωραίοι ντριπλέρ, και πάντα μα πάντα είναι κάτω του μετρίου και του αναμενόμενου.

Συνήθως κατάγονται από την Βραζιλία, αλλά όχι πάντα. Καθυστερούν όσο δεν πάει άλλο το παιχνίδι της ομάδας τους και, τις περισσότερες φορές, αντί να περνάν τον αντίπαλο τρώνε σαβούρντες περιμένοντας μάταια το κοράκι να σφυρίξει. Δεν δίνουν πάσα ούτε από το δεξί πόδι στο αριστερό. Τα βάζουν με τον κακό προπονητή που δεν τους εμπιστεύεται και οι περισσότεροι λένε για αυτούς «Αν είχε μυαλό αυτός θα έκανε καριέρα».

- Έμαθες τον καινούριο Βραζιλιάνο εξτρέμ που πήρε η ομαδάρα;
- Ναι μωρέ, σιγά τα λάχανα. Άλλος ένας τσαχπίνιο που θα μας ζαλίσει τα ούμπαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified