Further tags

Σηκουέλ των άκρως επιτυχημένων προσβολών γκοοκνούλα μωρή τσούλα και βα φανκούλο (και πάρε και τον πούλο) που βασίζονται σε ομοιοκαταληξία / ομοηχία μιας ελληνικής και μιας ξένης φράσης. Εν προκειμένω έχουμε το (ψευδο)ισπανικό «¿Quieres mucho;» («Θέλεις/επιθυμείς πολύ;) και το κλασσικό «πάρ' το λούτσο» ως παραλλαγή του «πάρ' το μπ0u1o». Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτικό του «Θά 'θελες!» όταν ο συνομιλητής έχει εκφράσει μια -κατ' εμάς- μη ρεαλιστική επιθυμία.

- Ε ρε και να μπορούσα να βγω ένα μόνο ραντεβού με το Λίλιαν...
- Ενόσω τα έχει με το το Χόλγκερ Σφίχτερμαν; Κιέρες μούτσο; Πάρ 'το λούτσο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναλλαγή, δοσοληψία (κυριολεκτικά), συνήθως ψιλοπαράνομη ή ύποπτη συναλλαγή. Σπανιότερα ή μεταφορικά ερωτοτροπίες (flirt / φλερτ) και τα περαιτέρω.

Αντιστοιχεί με το πάλι ποτέ ελληνικόν: Δούναι και λαβείν (και τα δυο με περισπωμένη) των λογιστικών 'κιταπιών' που αντικαταστάθηκε με το Βιβλίο Εσόδων - Εξόδων.

Μερικοί το προφέρουν και alish-verish και είναι πιο σωστό.

Δάνειο απ' ευθείας από την τουρκική, όπου είναι επίσης σε χρήση, από τα ρήματα almak -παίρνω, vermek -δίνω.

  1. Πάει στη λαϊκή γιατί του αρέσει (έχει στο αίμα του) το αλισιβερίσι.

  2. Συναντήθηκαν σ' ένα ταξίδι και άρχισαν το αλισιβερίσι (επί ερωτικής και παντός άλλου είδους δοσοληψίας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαϊδούρι (κυριολεκτικά και μεταφορικά).

Από το τουρκικό gumar, από το αραβικό άχμαρ, συναφές προς το εβραϊκό χαμόρ (το 'χ' στις λέξεις 'αχμαρ' και 'χαμόρ' προφέρεται από το βάθος του λάρυγγα, όπως το ισπανικό j, jota, στην Ισπανία).

Συναφές με το 'χάμουρα' = ηνία, χαλινάρια.

  1. Φορτώνομαι κάθε μέρα σα γομάρι και κανένας δε μου δίνει σημασία.

  2. Τρέχω ολημερίς σα γομάρι στο μαγκάνι (εννοεί το κυκλικό μαγκάνι με τις φτερωτές που ανέβαζαν το νερό συνεχώς, όχι το ατρακτοειδές μαγκάνι που ανεβάζει το νερό με τον κουβά).

  3. Υβριστικά, επικριτικά:
    Δεν το περίμενα από σένα, να φανείς τόσο γομάρι (γαϊδούρι)! Είσαι πολύ γομάρι (γαϊδούρι) τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαθρέμπορος.

Στη μεσαιωνική Ευρώπη όμως, όπου το δίκαιο ήταν εξίσου άδικο με το άδικο, οπότε άνθισαν οι διάφοροι ληστές τύπου Robin Hood ή Jesse James στη σχεδόν σύγχρονη Αμερική, ο όρος σήμαινε παλικάρι, διότι πολύ συχνά αναδεικνύονταν σε προστάτες των αδυνάμων έναντι της στυγνής εκμετάλλευσης των «αφεντικών». Πρβλ και τον παρ' ημίν Νταβέλη.

Οι κοντραμπαντιέρηδες λόγω των κινδύνων του επαγγέλματος συνέπηγαν «συμμορίες», ανέπτυσσαν πολιτισμικά στοιχεία, τραγούδια, μουσική, έπη και θεωρούνταν τουλάχιστο άξιοι ενός ρομαντικού έρωτα. Η μετέπειτα ιπποτική παράδοση που σατιρίζεται στον Δον Κιχώτη, μιμήθηκε τους λαθρέμπορους και τους ληστές.

Κοντραμπαντιέρη, γλυκιέ κοντραμπαντιέρη
πάρε το κορίτσι απ' το χέρι, και πίσω μη γυρνάς.

(Μην το ψάχνετε σε πηγές. Η μοναδική είναι εδώ!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό «lag» που χρησιμοποιείται στη γλώσσα υπολογιστών για να δηλώσει την καθυστερημένη ανταπόκριση του server στον οποίο συνδέεται ο υπολογιστής (για να στείλει αρχείο, στα games κτλ).

Η φράση χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει καθυστέρηση (εννοώντας στον εγκέφαλο) και δεν καταλαβαίνει εκείνη την στιγμή αυτά που του λες. Κοινώς δεν νιώθει κάστανο, γιατί έχει σκαλώσει για κάποιον συγκεκριμένο λόγο.

  1. - Τι λέει ρε μαλάκα, θα πάμε για κάνα καφέ με τον Μήτσο;
    - Άσε, μην τον υπολογίζεις.
    - Γιατί;
    - Έχει φάει lag τώρα με την εξεταστική και τον βλέπω να κάθεται σπίτι για κάνα μήνα.

  2. - Τι έγινε ρε ψηλέ, γιατί είσαι έτσι;
    - Άσε ρε μαλάκα, έμαθα ότι η Μαίρη φασώθηκε με τον Βασίλη.
    - Ε μη lagάρεις ρε man. Πουτανάκι είναι, έχει φασωθεί με τη μισή σχολή. Ψάξε βρες καμιά άλλη να χωθείς.

(από Kotsolis, 16/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να σηκώνεσαι από το κρεβάτι το πρωί ή να γυρίζεις σπίτι σου το μεσημέρι και πριν απ' ό,τι άλλο κοιτάς αν έχεις εισερχόμενα στον σύνδεσμό σου. Εάν έχεις το διαβάζεις και απαντάς ΠΡΙΝ ΑΠ' Ο,ΤΙ ΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ.

- Νίφτηκες πρωί πρωί;
- Μια στιγμή... - Πάλι το slang.gr ανοίγεις; Ρε... τι σλανγκτζιαρμανία είναι αυτή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, αυτός/ή που έχει μαλλιά τύπου λιοντάρι ή λάιον κινγκ, δηλαδή πολύ φουντωμένα και ξανθιά. Όρος αρκετά εϊτιλάτος, που σήμαινε και το εϊτιλάτο λουκ με τα φουντωμένα ξανθιά περμανάντ ή φουσκωμένα μαλλιά με διάφορα σπρέι.

- Ήρθε χτες η Τίνα θάντερκατ, φτυστή η Τσιτάρα!

Got a better definition? Add it!

Published

Το σύνολο των ανεπίσημων μυστικοσυμβούλων, που παρασκηνιακά ασκούν εξουσία, επηρεάζοντας ως προς τη λήψη αποφάσεων ένα ισχυρό άτομο, που έχει συνήθως πολλές δικαιοδοσίες.

Το λήμμα έχει καταστεί συνώνυμο της διαφθοράς, των υπόγειων και αδιαφανών διαδικασιών και της παρακμής.

Η λέξη πρωτοεμφανίστηκε το 1814 περιγράφοντας τον κύκλο προσώπων που περιστοίχιζαν το βασιλιά της Ισπανίας Φερδινάνδο Ζ΄, οι οποίοι συνεδρίαζαν μυστικά στον αντιθάλαμο (camarilla) παραπλεύρως της βασιλικής αίθουσας και ασκούσαν ισχυρή επιρροή στις βασιλικές αποφάσεις.

  1. Kαρακιτσαριό ...με «πράσινη καμαρίλα» στην ΕΡΤ, την ώρα που η Ελλάδα χρεοκοπεί. (από δω)

  2. Αντώνη, η καμαρίλα μας έχει σπάσει τη μύτη. (απέ κει)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος «άσεφτος» λέγεται όταν δεν έχεις κάνει χερικό στο μαγαζί σου, δηλαδή δεν έχεις κάνει καμία είσπραξη.

Άσε, οι δουλειές πάνε χάλια... Εδώ και δύο μέρες είμαι άσεφτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που βρίσκεται συνεχώς γύρω από κάποιον μεγαλουσιάνο και προσπαθεί ν' ανταποκρίνεται ή και να προβλέπει και να ικανοποιεί όλες τους τις επιθυμίες και τις παραξενιές με τρόπο δουλικό.

Λέξη γαλλική: laquais. Σήμερα μπορεί ν' ακούγεται περισσότερο η αντίστοιχη αγγλική butler.

Στα γαλλικά και τα ελληνικά σήμερα είναι μειωτική έκφραση. Στα αγγλικά (αλλά στην Αγγλία) σημαίνει απλώς το αντίστοιχο επάγγελμα. Είναι αυτός που φροντίζει κάποιον τη στιγμή που βγαίνει από το σπίτι του, αν είναι καλά δεμένη η γραβάτα ή στρωμένος ο γιακάς του παλτό.

Μην τρέχεις πίσω του έτσι... λακές κατάντησες καημένε!

Δες και το λήμμα υπότσουρος.

(από Vrastaman, 24/05/11)Τacquey-Macquey-Manolacquey ... είμαι και πολύ quamacquey!  (από HODJAS, 24/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified