Το παρ-μπριζ εις την βλαχοελληνικήν. Πρωτοειπώθηκε στο ΜΑΠΑ show.
- Άσε, μου έσπασε το μπαμπρίζ από το χαλάζι!
Το παρ-μπριζ εις την βλαχοελληνικήν. Πρωτοειπώθηκε στο ΜΑΠΑ show.
- Άσε, μου έσπασε το μπαμπρίζ από το χαλάζι!
Got a better definition? Add it!
Αποκριάτικη χοροεσπερίδα δια μαθητάς δημοτικών σχολείων Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Αποτελεί την κορυφαία στιγμή όχι μόνο του Απόκρεω, αλλά και της χρονιάς για μαθητές εως 12 χρονών, τους αποκαλούμενους και ως «καρναβαλάκια» και τυπική αγγαρεία για τους γονείς αυτών. Η προέλευση της λέξης παράμενει άγνωστη.
- Ρε Μάκη θα πάμε να δούμε τον ΠΑΟΚ το απόγευμα;
- Άσε ρε Φώντα ναούμ, έχω να πάω το παιδί στο μπαλνταφάν. Ελπίζω να χει καμία καλή μάνα τουλάχιστον.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ομάδα συναδέλφων (θηλυκού γένους) που συμπεριφέρονται σαν «κόμησες» και δεν καταδέχονται να κάνουν δουλειές που θεωρούν υποδεέστερες (π.χ. να σερβίρουν έναν καφέ σε έναν επισκέπτη).
- Η Μαρία φώναξε την καφετέρια να φέρει έναν καφέ στον κ. ...., βλέπεις αυτή είναι μέλος της κομησιόν.
Got a better definition? Add it!
Το λέμε για να εκφράσουμε μεγάλη κούραση που δεν αφήνει περιθώρια για άλλες ενέργειες.
- Πάμε σινεμά απόψε;
- Α, πα, πα, όλο το πρωι έκανα δουλειές και τώρα έχω πάθει κολάπσους καταχάμους και το μόνο που θέλω είναι το κρεβάτι μου.
Got a better definition? Add it!
Από το cult (θρησκεία, αίρεση). Είναι κάτι (συνήθως καλλιτεχνικό δημιούργημα) που έχει δημιουργήσει φανατικούς οπαδούς.
Συνήθως αυτό το κάτι δεν κατάφερε να κάνει μεγάλη επιτυχία στο ευρύ κοινό, ή δεν κατάφερε να ολοκληρωθεί, αλλά όσο περιορισμένο αντίκτυπο είχε, τόσο φανατικοί είναι οι θαυμαστές του μερικά χρόνια μετά.
- Το σάββατο έχουμε βραδιά βιντεοταινίας, έρχεσαι;
- Ωχου ρε συ, μαλακίες θα βλέπουμε τώρα; Τι βρίσκετε σε αυτή την ογδονταρία;
- Έλα ρε που το παίζεις ποιοτικός... Αφού είναι καλτ τα '80ς!
Got a better definition? Add it!
Το κιτς, ή η κατάσταση που είναι κιτς.
Κιτς είναι η αρχοντοβλαχιά, το κακόγουστο που χρησιμοποιεί την υπερβολή για να το παίξει ποιότητα.
Το σάββατο είχα πάει στο πάρτυ '80ς. Ήμασταν ντυμένοι κατάλληλα, με ρεβέρ, μαλλί αφάνα, κουστούμι στρας, ο ντιτζέι έπαιζε ντίσκο, ενώ από πίσω κάτι γκόμενες χόρευαν μπαλέτα και φορούσαν κάτι τεράστια φτερά... ήταν και ένα video wall που έδειχνε σκηνές απο βιντεοταινίες. Κιτσαρία μιλάμε!
Got a better definition? Add it!
Ο σουπερήρωας που η κάθε αγάμητη περιμένει να την πηδήξει.
Ο υπερήρωας επιβήτορας που δεν συνάπτει σταθερές σχέσεις, αλλά εμφανίζεται μόνο μετά από επίκληση. Πηδάει μόνο σποράδην και όχι σε τακτά διαστήματα.
Ο υπερήρωας που σε πηδάει άπαξ και μετά εξαφανίζει κάθε ίχνος του.
>από το αγγλικό fuck + man κατά παράφραση των ονομασιών ηρώων κομιξ (superman, batman, spiderman).
- Πού είναι ένας φάκμαν όταν τον χρειάζεσαι;
- Την έχει φάει η αγαμία. Γιατί δεν τηλεφωνεί στον φάκμαν της να της ρίξει ενα ψιλό;
- Μα ούτε ένα τηλέφωνο δεν πήρε. Εντελώς φάκμαν!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σύντομο χέσιμο.
Πάω να στείλω ένα φαξάκι κι επανέρχομαι.
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν η εταιρεία κινητής τηλεφωνίας δεν σου παρέχει στην περιοχή που βρίσκεσαι επαρκές σήμα ώστε να συνομιλήσεις. Κατά το vodafone, panafon κλπ.
- Τι έγινε έπιασες σήμα;
- Μπαααα, μούγκαφων.
Got a better definition? Add it!
Κατά το γνωστό ξενικό ΟΚ + το αγγλικό γράμμα εμ (Μ). Επίσης παραπέμπει σε πασίγνωστο τσοντοπεριοδικό φαντάρων («ΟΚΜ») στο οποίο περιλαμβάνονται κάθε ανωμαλία που θα μπορούσε να αναλογιστεί ο ανθρώπινος νους.
- Τα λέμε αργότερα Τάκη.
- Οκεϊ-Εμ (ή συντομογραφικά ΟΚΜ).
Got a better definition? Add it!