Further tags

Αυτός που έχει, ή θεωρεί ότι έχει, ειδικές γνώσεις επί κάποιου θέματος και με αφορμή αυτές είναι όλο ιδιοτροπία και δυσκολία στην συμπεριφορά. Συνήθως, δε,το θέμα που κατέχει ένας κονεσέρης είναι είναι εντελώς ασήμαντο (ποια είναι τα καλά μανιτάρια για να στολίσεις τούρτα π.χ.).

Η επιμονή του να κυνηγάει αυτά που η «γνώση» του υπαγορεύει έχει σαν αποτέλεσμα να σπάει τα νεύρα όλων.

5 ταβέρνες βρήκαμε ανοιχτές, καμία δεν άρεσε στον μαλάκα τον κονεσέρη. «Αυτή δεν έχει καλό γύρο, αυτή έχει άθλιες σαλάτες, εδώ το σέρβις είναι κακό». Τελικά, φάγαμε τσιπς γιατί πήγε αργά και τα εστιατόρια κλείσανε.

Η Έλλη θέλει σκότωμα με δίκοπο μαχαίρι,  που άφησε τον άντρα της και πήρε κονοσέρη... (από HODJAS, 05/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόθημα [τέσπα...] που δηλώνει τίτλο ευγενείας, εφάμιλλο του Μέγας Μαγίστρου, και που προσάπτεται ειρωνικά σε μεγαλόστομους και γκραν γαμάω τύπους. Επιτείνει την έννοια του χαρακτηρισμού που ακολουθεί.
Από το Δον (Don), τον ισπανικό τίτλο ευγενείας (από το λατινικό dominus) + Φον από το γερμανικό Von (από), αντίστοιχο του γαλλικού de και του ιταλικού de la που εισάγουν την καταγωγή/επικράτεια του ευγενούς. Προσφέρεται για αυτοσχεδιασμούς, ειδικά αν η επόμενη λέξη μεταλλαχθεί ώστε να ακούγεται ξενική.
Υπήρχε έργο του Ψαθά «Φον Δημητράκης», κάποιοι θυμούνται και τον Λούντβιχ φον Ντρέηκ ενώ ο El ingenioso hidalgo Don Quijote de la Mancha και ο Δον Ζουάν είναι πασίνγωστοι.

  1. - Όχι να το παινευτώ, αλλά μένω αξέχαστος στις γκόμενες... η μία με συστήνει στην άλλη...
    - Ώπα ρε Δον Φον Πουτσαρά...

  2. - Το σωματίδια Χίγκς; παλιά ιστορία...
    - Έλα ρε Δον Φον Προφεσόρ, πόσο παλιά δηλαδή;

  3. - Ο σπιτονοικοκύρης μου λέει πως είναι από τζάκι και κυκλοφορεί σα γύφτος....
    - Μιλάμε για τον Δον Φον Μαλακοπίτουρ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφωνηματική λέξη της οποίας η ετυμολόγηση παύλα εξέλιξη στη πρότυπα της δαρβινικής θεωρίας είναι
ρησπέκτ* -> ρησπέκτ** -> ρισπέκ -> σπεκ -> σπεκ*** -> φιλαδέλφεια -> μπυροκοίλι***
(τα τρία τελευταία σκέλη αποτελούν το σχέδιο της θείας πρόνοιας για το μέλλον της λέξης, με καταληκτική ημερομηνία 5/5/2024).
Γλιτώνει το χρήστη από φλυαρίες τύπου ρησπέκτ**, αγγλισμούς τύπου ρησπέκτ* ή παρεξηγήσιμες φράσεις και διαχύσεις του τύπου σταμάτα να μιλάς και φίλα με, ενώ καταφέρνει να συμπυκνώσει τον σεβασμό για τα πεπραγμένα χωρίς απώλειες, ανοίγοντας παράλληλα την όρεξη***.

  • αγγλικά στο κείμενο
    ** ελληνικά στο κείμενο
    *** γερμανικά στο κείμενο

- Πήγα Μοναστηράκι χτες και βρήκα σε ένα παλιατζίδικο έναν τόμο με τις ασκήσεις γεωμετρίας των Μπαμπουΐνων μοναχών της Νοτίου Ιταλίας. Μιλάμε οι τύποι είχανε ξεφύγει.
- Στ' αρχίδια μου.
- Και βγαίνοντας από το παλιατζίδικο πέτυχα το Σοφάκι που είχα να το δω κάτι χρόνια, πήγαμε για καφέ και μετά στο σπίτι της έγινε το έλα να δεις και το φύγε να φύγουμε, κατά σειρά εμφανίσεως.
- Σπεκ. Τώρα μιλάς σαν άντρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος ανήρ

Εκ των αγγλικών Back-Love-Ass

(Τα εύσημα στον κ. Ν.Λ.)

Δεν χρήζει παραδείγματος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυπάς που φλερτάρει με την μπάλα από τα γεννοφάσκια του,αλλά εξακολουθεί να παραμένει άμπαλος. Κυριότερη αιτία το ότι «δεν το έχει», δηλαδή η έλλειψη ταλέντου. Η κατάληξη -inho,που υπάρχει στα ονόματα πολλών Βραζιλιάνων μπαλαδόρων χρησιμοποιείται για να τονίσει την ειρωνεία.

- Πολύ τσαρούχι ο τύπος. Πρώτη φορά κλωτσάει τόπι στην ζωή του;
- Όχι ρε, από 7 χρονών παίζει.
- Και τον λένε Αμπαλίνιο, κατάλαβα.

Ο Τογκολέζος αμυντικός Jean Paul Abalo (από allivegp, 25/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξελληνισμένος ο όρος camper, προερχόμενος από την ιδιόλεκτο των ίντερνετ καφέ και ειδικότερα των παιχνιδιών τύπου counter strike, call of duty και γενικά παιχνιδιών 3-d shooter (που στόχος είναι να σκοτώνεις τους αντιπάλους, απλά αυτό). Ο όρος δηλώνει τον παίκτη αυτών των βιντεοπαιχνιδιών ο οποίος αντί να περιφέρεται γενναίος και λεβέντης στην πίστα με προτεταμένο στέρνο, ακολουθώντας το ρητό «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση», κάθεται στα αυγά του, ενεδρεύει, λουφάζει σε κτίρια, παράθυρα, πίσω από πόρτες, γωνίες κλπ και περιμένει σαν κότα, ή αλλιώς κάνει camping, εξ ου και ο όρος. Αν δεν κάνω λάθος, στο counter strike όντως το ίδιο το παιχνίδι βγάζει μήνυμα «you are camping» όταν ο παίκτης μένει ακίνητος, στα άλλα παιχνίδια είναι απλά θέμα ηθικής και αξιοπρέπειας.

Το αν τα καμπέρια και η τακτική τους θα πρέπει να λοιδωρούνται και γενικά αν το camping αποτελεί legitimate τακτική είναι πολύ μεγάλο θέμα διεθνώς, στην Ελλάδα ωστόσο ο κώδιξ τιμής της virtual μπέσας τα καταδικάζει μάλλον ομόφωνα.

Επίσης το να σκοτώνεις καμπέρι, κατά προτίμηση προσεγγίζοντάς το από πίσω, είναι ό,τι πιο κοντά στο να κερνάς από πίσω, σύμφωνα με πολλούς 12χρονους ειδήμονες.

ένα παράδειγμα από αγγλόφωνο φόρουμ που αξίζει νομίζω:
I'm not a camper, my strategy, similar to Chuck Norris', is to kill.

κι ένα ελληνόφωνο:
Τρελαίνομαι να τρώω sniperades ή καμπέρια που αράζουν σε ένα παράθυρο με RPD και ρίχνουν αδιακρίτως. Δεν λέω πως δεν τους πάω, απλά μάρεσει να τους σφάζω εκεί που δεν το περιμένουν. Ειδικά όταν καταλάβουν πως έρχομαι.

Λέμε, τωρα! (από Vrastaman, 20/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο ιδιότητες που κεντρίζουν την ανδρική γενετήσια ορμή: αφενός η απόλυτη και αφοπλιστική αθωότητα και αφεδύο η ερωτική επιδεξιότητα που μόνο η πολυετής εμπειρία μπορεί να φέρει στο κρεβάτι (ή στο τραπέζι).

Δεδομένου ότι οι ιδιότητες αυτές είναι συνήθως αμοιβαία ασύμβατες, κάθε εχέφρων άνδρας λιμπίζεται διακαώς τόσο τα αθώα και πιπινώδη παστάκια («αχ είναι τόσο χαριτωμένο! Να του βάλω μια ροζ κορδέλα; Αν το τραβήξω έτσι κάνει γκελ;») όσο και τα μιλφέιγ, τις ώριμες δηλαδή και μεστές μαμάδες τους (τις σαραντάρες που ισούνται με δύο εικοσάρες, πράγμα που προκύπτει και μαθηματικά).

Το λήμμα παραπέμπει μεν στην βασίλισσα της πάστας, το γαλλικό mille-feuille, αποτελεί όμως Ελληνική απόδοση του M.I.L.F. (εκ του «Mother I’d Like to Fuck»), ήτοι της «ώριμης και μεστής μαμάκας της οποίας τα μάτια, δοθείσης της ευκαιρίας, θα πετούσαμε έξω σε ένα νανοδευτερόλεπτο».

Βλ. επίσης μιλφού.

- Μάνα είναι μόνο μία...
- Τι λες ρε νταλάρα, ο κόσμος είναι γεμάτος από mammas που θα ήθελα να κάνω mia! Πάρε την Δέσποινα: είναι γαμώ τα μιλφέιγ, έχει γράψει πολλά χιλιόμετρα η τύπισσα!
- Έχει δε και μια κορούλα, την μικρή Έθελ, που είναι σκέτο παστάκι! Δικέ μου, οι προοπτικές για χοντρό παιχνίδι αυξάνονται εκθετικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σομπρέρο είναι στην πολιτική –με μεγάλη χρήση στην ακρο/αριστερή και αναρχική– αργκό ο υπερθετικός του καπελώματος, το πολύ μεγάλο καπέλο (κινηματικά το Μεξικό είναι γενικά πηγή έμπνευσης). Είναι σχετικά πρόσφατος όρος με τάσεις γλωσσικού καπελώματος απέναντι στο παραδοσιακό καπέλο (το μεγάλο καπέλο άλλωστε καλύπτει το μικρό), λόγω και της υπερβολής που χαρακτηρίζει τα πολιτικά ήθη.

(Καπέλωμα αφενός είναι η μονοπώληση και ο σφετερισμός από ένα συγκεκριμένο κομμάτι ενός κινήματος, οργάνωσης κλπ του πολιτικού οφέλους (ή της ορατότητας) μιας κίνησης, εκδήλωσης και γενικά πολιτικής πράξης με ευρύτερη στήριξη. Αφεδύο είναι η λεγόμενη πολιτική εργολαβία, να αυτοπροβάλλεται δηλαδή μια πολιτική πλευρά ως η μόνη που ασχολείται ή που δικαιούται να ομιλεί για κάποιο κοινωνικό ζήτημα. Σε τρίτο gestalt, και πιο πολύ το βάζω ως αρχικό νόημα-προέλευση του όρου, σύμφωνα με τον ηλεκΤριανταφυλλίδη, σημαίνει: «επιβάλλω τις απόψεις μου σε μια οργανωμένη ομάδα, με το πρόσχημα της προστασίας ή της υποστήριξης».

Ακολουθεί διπλή πολιτική διαφήμιση:
α) Καπέλωμα είναι μια καραμέλα που όλοι τη μασάνε, αλλά και όλοι την κερνάνε (όλοι καπελώνουν εκτός από την ΚΝΕ, η οποία δεν καπελώνει, αλλά πρωτοπορεί). β) Με αυτό το βιολί, αν η αριστερά καταφέρει κάτι σε τούτη τη ζωή, εγώ θα φάω το καπέλο μου (ας το φάω δηλαδή...).

από athens indymedia

  1. «ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥΣ ΑΚΗΔΕΜΟΝΕΥΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ Ο ΑΓΩΝΑΣ ΜΟΛΙΣ ΑΡΧΙΣΕ»
    υπογραφή: αλλεργικός στα σομπρέρο«

  2. ΕΛΕΟΣ! Τόσο καιρό δείχνουμε -μέχρι παρεξηγήσεως- ανεκτικότητα (και καλά κάνουμε) σ' όλα τα παραπάνω χωρίς καμία ηγεμονίζουσα λογική, χωρίς καμία διάθεση καπελώματος. Κι όμως...Κάποιος πάντα θα βρίσκεται για να ανακαλύψει τα »σομπρέρο« ...

ε λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα (από xalikoutis, 23/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα σε κάνω add: έκφραση που κατά μέσο όρο ακούγεται τουλάχιστον 5 φορές ανά λεπτό σε παρέες όπου γίνονται νέες γνωριμίες. Μπορεί να φαίνεται μια αθώα και ταπεινή έκφραση, αλλά αποτελεί βαρύ και δεσμευτικό προφορικό συμβόλαιο με το οποίο ο δεχόμενος συμφωνεί να χάνει το μεγαλύτερο μέρος του ελεύθερου χρόνου του μπροστά στην οθόνη και να ψάχνει εφαρμογές για να βλέπει τον καιρό αντί να δει έξω από το παράθυρο.

Με την έξαρση των ευρυζωνικών συνδέσεων ήρθε και το ίντερνετ σε κάθε σπίτι και έτσι ο καθένας έμαθε τα σάιτ κοινωνικής δικτύωσης. Έτσι παλιές αγνές και τίμιες εκφράσεις όπως «Ποιο είναι το τηλέφωνο σου;» ή «Πού σπουδάζεις;» αντικαθιστώνται με το αντίστοιχο «Θα σε κάνω αντ» ώστε να έχουμε περισσότερο χρόνο να κοιτάμε γύρω μας βρε αδερφέ από ότι να μιλάμε, ό,τι θες υπάρχει στο Φέισμπουκ.

Αυτός που προφέρει την έκφραση πρέπει να φαίνεται ότι κάνει χάρη στον άλλο και να τονίζει με βαριά ελληνική προφορά το «αντ» ώστε να καταλάβεις ότι οι φωτό από το «Μάντσεστα» που έχει ανεβάσει είναι πόζα και φωτομοντάζ.

Κική: Πω πω, αμάν με τους πέφτουλες στο Φέισμπουκ! Δεν πρόλαβα να βάλω τη φωτό με μαγιό στο προφίλ μου και αμέσως γέμισε το γουόλ μου με σχόλια...
Κώστας: Έχεις και Φέισμπουκ ρε Κικίτσα;
Κική: Μη μου πεις έχεις κι εσύ; Θα σε κάνω αντ...
Κώστας: ...ε από δω ρε βλαχομπούρμπερη που έμαθες και το Φέισμπουκ...
Κική: Τι είπες Κώστα μου;
Κώστας: Λέω, το ωμέγα το έχω με ντάμπλγιου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην τραπεζική σλάγκ, αντώνης αποκαλείται ο κάτοχος επιπρόσθετης πιστωτικής κάρτας που εκδίδεται σε υφιστάμενο λογαριασμό κάποιου. Εκ του αγγλικού add-on cardholder.

- Τι έπαθες βρε Μήτσο και τραβάς τα ελάχιστα εναπομείναντα μαλλιά σου;
- Είχα την φαεινή ιδέα να κάνω την Ούρσουλα αντώνη. Αφού με φέσωσε κανονικά, την έκανε για Κίεβο και τώρα κοιμάμαι στα σανίδια.
- Οι μαλακίες πληρώνονται, γιατρέ μου...

Αντωνία εν δράσει (από Vrastaman, 27/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified