Further tags

Το πολύ δυνατό κλιματιστικό, αυτό που δημιουργεί πολικό κλίμα. Προέρχεται απο την αρκούδα και το air-condition, σε σύμπτυξη.

- Είχε βάλει στο αμάξι το αρκουδίσιον στο φουλ, ο μπαγλαμάς, και το δαγκώσαμε μέχρι να φτάσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύνολο των ηλεκτρικών εργαλείων της Black&Decker, και κάθε άλλου κατασκευαστή παρόμοιων συσκευών, στα ελληνέζικα.

Λέγεται και μπλακεντέκερ απ' όσους Έλληνες έχουν στην κατοχή τους τουλάχιστον First Certificate in English, University of Cambridge.

- Δεν πρόκειται να περάσει με σπρώξιμο. Πρέπει να του ανοίξουμε τρύπα. Έχεις μπλακεντέκε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εφαψίας.

- Είχε μεγάλο στριμωξίδι στο μετρό το πρωί και βρήκε ευκαιρία ένας ψυχάκιας χούφτερμαν να χουφτώσει μια γυναίκα. Έφαγε όμως με τη σειρά του μια τσιμπιά στα παπάρια κι ακόμα σκούζει ο ανώμαλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό ban (απαγορεύω).

Σημαίνει δεν εγκρίνω, ρίχνω πόρτα, πετάω έξω κ.τ.λ.

- Με κάλεσε η Σούλα στο σπίτι των δικών της στην Εκάλη.
- Εκάλη; Και πώς θα πας; Με τις κάλτσες με τα ξεχειλωμένα λάστιχα που έχεις και το παπί; Θα σε μπανάρει ο πατέρας της!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λεφτάς, αυτός που τα έχει και τα δείχνει.

- Ρε θα έρθει ο Τάκης απόψε σπίτι μου για κάνα ούζο;
- Σίγα μην έρθει για ούζα ρε. Αφού είναι ματσό, σιγά μην κάτσει μέσα.

Από το ματσωμένος (δες κομμέ). Συνώνυμα του πλούσιος: λεφτάς, ματσό, μπρούκλης, φραγκάτος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπέροχα, τέλεια. Από το αγγλικό fine. Έκφραση ξεπερασμένη, την χρησιμοποιούσαν πολύ την δεκαετία του '80.

Πήγαμε το Σάββατο στην disco που είχε party με αφρούς και περάσαμε φίνα, έγινε χοντρή φάση σου λέω!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όπλο, πολύ μάγκικα. Από το αγγλικό gun.

Σταμάτα ρε, σταμάτα γιατί θα βγάλω το γκάνι και θα στην ανάψω μες τα μούτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κατώτερος, συνήθως ποιοτικά, ο δευτέρας διαλογής, ο λίγος.

Κοίτα κι εμάς τις δευτεράντζες κι ας μη μας αγαπάς. Μπορεί να μην έχουμε φεράρι, αλλά έχουμε παλαμάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που δίνει οδηγίες για τα πάντα, μιας και γνωρίζει τα πάντα. Κάτι σαν τον πανεπιστήμονα, αλλά στο πιο προστακτικό.

- Δεν έβγαζα άκρη στο εργαστήριο και φώναξα τον ινστρούκτορα, μου 'πε δυο μαλακίες με ύφος υπεράνω κιέτς, δεν κατάλαβα τίποτα και το παράτησα. Άντε με το μαλάκα κι αυτόν...

Instructor-pwned. (από patsis, 23/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «κατάλαβες;», «το 'πιασες;», «μπήκες;».

(Χούλιγκανς - Κάτω τα χέρια απ' τη νεολαία, 1983) (video)

- Πώς τολμάς και μου κάνεις μαθήματα δημοκρατίας; ΣΕ ΡΩΤΑΩ, ΠΩΣ ΤΟΛΜΑΣ;!
- Έχω μπλέξει! Αλλιώς ξεκίνησα κι αλλού έφτασα... (σ.σ. WTF;!) Παρατήστε με! Υπάρχει τόση ψευτιά παντού!
- Η αλήθεια βρίσκεται στον λόγο του Θεού!
- Χεχ, ε όχι πατέρα... Η αλήθεια βρίσκεται στους Sex Pistols! Γκέγκε;!
- Θεέ μου, τι αμαρτίες πληρώνουμε...

(από Hank, 07/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified