Selected tags

Further tags

Ο όρος παραπέμπει σε μια απ' τις τελευταίες πρωτόγονες φυλές του πλανήτη, τη φυλή των Μασάϊ (Δες εδώ αλλά και εδώ), φυλή που κατοικοεδρεύει σε περιοχές της Κένυας και της Τανζανίας.

Τι όμως θέλει να πει ο Σικελιανός εδώ;

Ο όρος προκύπτει εκ του όρου «Φυλή των Μασάϊ» και εκ της λέξης μασάει και στη συγκεκριμένη περίπτωση συνδέεται με συνδηλώσεις αγριότητας (εκ της φυλής Μασάϊ) και με μάσα. Συνδέεται δηλαδή με άγρια μάσα.

Οταν εδώ μιλάμε για φυλή των Μασάει αναφερόμαστε σε:

1) διαπλεκόμενα ντόπια & ξένα λαμόγια, σε μιζαδόρους (Δες κι εδώ αλλά κι εδώ), κλπ. που μασάνε αγρίως χρήμα με ουρά, χρήμα που θα μπορούσε να βελτιώσει την ποιότητα της ζωής, της φυλής των Αφελίμ.

Πολλές φορές δε, κάποιοι της φυλής των Αφελίμ, γίνονται Μασάει με στόχο το εύκολο κέρδος. Θυμόμαστε σχετικά τον Αλεξαντράκη στο ρόλο του προλεφτάριου στο «Ξύπνα Βασίλη» και τον Κούρκουλο, που περιστασιακά έπαιξε αυτό το ρόλο, στο «Ορατότης μηδέν».

Σχετικά λήμματα: νόμος είναι το δίκιο του Σωκράτη, βιοπαλαιστής, στη μάσα ενωμένοι στον αγώνα χωριστά, δημοσιοκάφρος, παραθυρομουρμούρα.
Στα συγκεκριμένα λήμματα εικονίζονται διάφοροι φύλαρχοι.

2) Σε φαγοπότες που μασώντας αγρίως, χτίζουν ακάματα κοιλιακούς και σαγωνιαίους, ρίχνοντας τις μάσες της αρκούδας σε φεστιβάλ χοληστερίνης.

Σχετικό άσμα: Μασάϊ (Ερμηνεία: Ελλη Κοκκίνου, Συνθέτης/Στιχουργός:Φοίβος)

  1. - Αμάν πια! Εχουμε πλαντάξει με τη φυλή των Μασάει. Αντί την οικονομική στύση να την πληρώσουν αυτοί, θα την πληρώσουν οι Αφελίμπάλι.

Στο συγκεκριμένο λίνκ υπάρχει απόσπασμα σχετικό με τη Φυλή Μασάει αυτής της έννοιας.

  1. Σάββατο, αργά το απόγευμα. Ενας ιδιοκτήτης εστιατορίου απευθύνεται στον σέφ, λίγο πριν την επέλαση των πελατών (σαββατοπαρέες, κλπ)
    - Είμαστε έτοιμοι να καλύψουμε τις μασητικές ανάγκες της βραδιάς; Αντε γιατί από στιγμή σε στιγμή, προβλέπεται να καταφτάσει η άγρια φυλή των Μασάει. Δε θα μείνει κολυμβηθρόξυλο πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε όλους μας έχουν πει ότι δεν είναι ευγενικό να αποκαλούμε κάποιον «χοντρό», ακόμα και αν είναι τόφαλος. Αντί γι' αυτό, η politically correct λέξη είναι «εύσωμος». Έρχεται όμως ο ανώνυμος σλανγκιστής και συνδυάζει αυτές τις δύο λέξεις, διαβρώνοντας έτσι εκ των έσω τις κοινωνικές συμβάσεις.
Εύχοντρος λοιπόν ίσον εύσωμος + χοντρός.

  1. - Σου άρεσε το έργο;
    - Καλό ήταν, αλλά είχα στην μπροστινή σειρά έναν κρυπτόφαλο και έβλεπα τα μισά!
    - Α, εκείνον τον εύχοντρο λες; Πίκρα!!

  2. - Μπύρα θες;
    - Άσε καλύτερα, γιατί τον τελευταίο καιρό έχω γίνει λίγο εύχοντρος...

Μετά από παραγγελία του jesus του Γαλάτη! ;) (από Cunning Linguist, 29/03/09)Η συνέχεια του προηγούμενου, με το παράπονο να συνεχίζεται... (από Cunning Linguist, 29/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πάρα πολύ χοντρός άνθρωπος, το κρεοπωλείο η αφθονία.

Πηγή: GATZMAN.

Τι του βρήκε του Επαμεινώνδα το Λαουράκι, αυτός είναι κινητό χασάπικο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πάρα πολύ χοντρός άνθρωπος με τα κρέατα να ξεχειλίζουν.

Πηγή: GATZMAN.

-Τι του βρίσκει η Λάουρα κι έμπλεξε με τον Επαμεινώνδα, το κρεοπωλείο η αφθονία!
-Έχει λεφτά αισθήματα!

Στο 1.10 περίπου (από Khan, 01/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός. Το υπερβολικά χοντρό παιδί.

- Ρε μαλάκα τι το ταϊζεις το παιδί; Σαν κουμπαράς είναι...
- Το «σαν» τι το θέλεις; Κουμπαράς σκέτος χωρίς χερούλια είναι. Το είπα στη γυναίκα να σταματήσει τις τηγανητές πατάτες...

(από Marco De Sade, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ χοντρός, άντρας ή γυναίκα. Γιατί το θωρηκτό είναι κάτι το τεράστιο. Και γιατί η ομώνυμη ταινία του Αϊζενστάιν είναι κολοσσός.

Συνώνυμο: κήτος.

Μια φορά είπα να πάω και γω μόνος στο σινεμά και κάθισε μπροστά μου το θωρηκτό Ποτέμκιν ρε πούστη, μια θεόχοντρη άλλο πράμα, κι έπρεπε μες τα σκοτάδια να ψάχνω για άλλο κάθισμα...

(από ironick, 04/03/09)(από Vrastaman, 04/03/09)(από GATZMAN, 30/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπουλούκος. Ηχοποίητη λέξη που φαίνεται τρυφερή μόνο σ' αυτήν (-ον για λούγκρα) που την λέει, ή μάλλον, διόρθωση, σ' αυτόν που την ακούει, γιατί κι αυτή που την λέει, τον κοροϊδεύει από μέσα της.

Άδωνις Γεωργιάδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το σλαβικό stupa.

Ξύλινος κόπανος ή μεγάλη πέτρα, κοτρόνα. Όταν αναφερόμαστε σε άνθρωπο εννοούμε τον κοντόχοντρο.

- Πώς σου φάνηκε ο Μιχαλάκης; - Καλό παιδί αλλά στούμπος... για να με φιλήσει πρέπει ν' ανέβει σε σκαμνί...

Στούπα Μεσσηνίας (από GATZMAN, 05/07/10)Βουδιστική στούπα στο Μαύρο Όρος Κορινθίας (από dryhammer, 14/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified