Further tags

Μπαφοτσίγαρο, συνήθως στριμμένο με άσπρα ή πράσινα χαρτάκια, εξού και το έντονο άσπρο χρώμα. Προέρχεται από την λέξη γάρο, καμουφλαρισμένη για χρήση μπροστά σε τρίτους.

- Αλάνια, να γυρνάει ο γλάρος...
- Πάει ο γλάρος, πέταξε, τον τζιβάνιασε ο Τάκαρος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σπάνια και ολίγον παρεκκλίνουσα πρακτική της καύσης χρησιμοποιημένης τζιβάνας (ή αλλιώς βάνα, βανατζί), κάτω από την μύτη του πυρπολητή, με σκοπό την εισπνοή τετραυδροκαναβινόλης που έχει συσσωρευτεί εκεί.

Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες φέρουν ως λίκνο της πρακτικής αυτής την εξωτική Κολομβία. Πιθανές παρενέργειες, ελαφριά ρινική αιμορραγία.

Ο τύπος παραδίπλα δεν αφήνει ρανίδα thc να πάει χαμένη! Μέχρι και βάνα καμινάδα ξηγήθηκε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. τα κοψίδια
  2. τα ξίδια
  3. τα μπουζούκια
  4. άλλο τι είδος παρεκτροπής με σοβαρές μακροχρόνιες και σωρευτικές επιπτώσεις.
  1. - Χρηστάκη, θα πάμε για κανά μεζεκλίκi στου Μπαρούτα;
    - Μανωλάκη μου, η κυρα-Θοδώρα επέβαλε μνημόνιο, κομμένα τα βαρέα και ανθυγιεινά.

  2. Στην αρχή παραγγείλαμε κάτι τζιν-τόνικ, κάτι μοχίτο και τέτοιες χαριτωμενιές, αλλά γρήγορα περάσαμε στα βαρέα και ανθυγιεινά.

  3. - Φιλαράκι, εγώ θα την πέσω τώρα να σηκωθώ κατά τις 2, φρεσκαδούρα, να πάω κατευθείαν για μεροκάματο στα βαρέα και ανθυγιεινά.
    - Οκέικ, εγώ θα πάω ντιρετίσσιμα στον Ερωδιό για σούπα στις έξι. Πιο φρεσκαδούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά παράφραση της λέξεως «κλεφτοκοτάς» με την ουσιώδη διαφορά ότι ο υποφαινόμενος κλέβει ποτά αντί για κοτόπουλα.

Ρε κλεφτοποτά, άσε κάτω επιτέλους το ποτό μου! Όλο μου το ήπιες πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω τσιγάρο με μαύρο, μαστουρώνω.

Σειρά, έχω ένα ψημένο, πάμε στο δασάκι να τον πνίξουμε τον αράπη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό είδος ανθρωποειδούς που κινείται καίγοντας το ευρέως αγαπητό αλκοολούχο ποτό.

Ο χαρακτηρισμός μπυροκίνητος αντιπροσωπεύει κυρίως τύπους που «παίρνουν μπρος» πίνοντας μπύρα, καθώς μια γουλιά είναι αρκετή για να αρχίσουν να απελευθερώνουν την εύθυμη πλευρά του εαυτού τους. Η συνέχιση της κατανάλωσης εγγυάται την παρατεταμένη εμφάνιση του φαινομένου.

Απαραίτητο εξάρτημα κάθε μπυροκίνητου τύπου είναι το ειδικό ντεπόζιτο τοποθετημένο στα κατωτέρα μέρη της κοιλιακής χώρας, ευρέως γνωστό ως «μπυροκοιλιά». Το μέγεθος της μπυροκοιλιάς διαφέρει ανάλογα το μοντέλο, συχνά προδίδοντας την ποιότητα και την εμπειρία του μηχανήματος στην μπυροποσία.

Μοναδικό μειονέκτημα των μπυροκίνητων απέναντι στα υπόλοιπα αυτοκινούμενα ανθρωποειδή είναι οι συχνές αλλά άκρως απαραίτητες στάσεις για κατούρημα, δεδομένου τη φύσης του καυσίμου.

- Γιατί είναι τόσο ντάουν ο Κώστας σήμερα;
- Άσ' τον, αυτός είναι μπυροκίνητος. Θα νιώσει με το που παραγγείλουμε...

(από ksekolliaris, 25/07/11)Μπυροκίνητο σε λειτουργία! (από ksekolliaris, 25/07/11)

Δες και μπυρόβιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας κάνναβης έχει εξαντλήσει πλήρως τους εκάστοτε pot-ες. Υπό αυτή την κατάσταση δεν είναι σε θέση να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο, παρά να κουνήσουν τις κόρες των ματιών τους - με εξαντλητική προσπάθεια - και να γελάνε ασταμάτητα, από μέσα τους.

Σπάνια κάποιος φτάνει στα επίπεδα της υπερχόρτωσης στη σύγχρονη Ελλάδα λόγω ανεργίας, που ως αποτέλεσμα έχει την εξαιρετικά περιορισμένη αγορά κάνναβης και φυσικά την προσεκτική κατανάλωσή της. Παρ' όλα αυτά, όλοι οι pot-ες κάποτε φτάσανε στην απόλυτη αυτή κανναβική νιρβάνα.

Η λέξη είναι βέβαια συνδυασμός των: υπερφόρτωση + χόρτο.

Τιμή και Δόξα στη Μπιζελόσουλα, δημιουργό της λέξης αυτής.

- Στρίψε ακόμη ένα τρίφυλλο ρε!
- Μαλάκα θες κι άλλο; Εγώ δεν την παλεύω πια, έπαθα υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοκάκιας, αυτός που σνιφάρει κόκα.

Κάποτε ήταν καλός ποδοσφαιριστής, τώρα έχει γίνει ένας χοντρός κοκακολάς.

Got a better definition? Add it!

Published

Παράφραση της Ριζάρειου σχολής. Εννοεί μέρος που συχνάζουν άτομα εθισμένα στην ηρωϊνη. Η έδρα της είναι όπου μπορεί ο χρήστης να σουτάρει συνήθως μαζί με άλλους.

Τι με κοιτάς ρε μαλάκα, έχουμε κάνει μαζί Πρεζάριο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τον άγιο Ιωάννη Βαπτιστή σχηματίζεται ο Ιωάννης Βαδιστής (ή και με οριστικό άρθρο Ιωάννης ο Βαδιστής) που αποτελεί χαριτωμενίστικη μετάφραση στα ελληνικά της μάρκας ουίσκι Johnnie Walker.

Εδώ έχουμε σλανγκαθαρεύουσα (για το φαινόμενο βλ. σχόλιο Βίκαρ στο άνευ καλαμακίου), ενώ για όσους προτιμούν πιο λαϊκότροπες γλωσσικές μορφές, υπάρχει και η μετάφραση Γιάννης που πορπατάει. Επίσης, υπάρχει και το Ιωάννης Περιπατητής που παραπέμπει και στην περιπατητική.

Πάσα: Δεινόσαυρος.

  1. Πάρε μαζί σου καμιά πορτοκαλάδα” (Ιωάννης ο βαδιστής, Ελληνας τζόκει επί πάγου) (Εδώ).

  2. Ιάκωβος Ομόλογος (James Bond!) και το Ριχάρδος θαλαμηπόλος (Richard Champerlain!) να μην λησμονούνται Αντε, και το Ιωάννης Βαδιστής-ο Τζόννυ που ..πορπατάει [αυτό ειναι ..Αθηνόδωρος Προύσαλης-«Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη») (Εδώ).

  3. βλέπω, τώρα, αχνά τον λογότυπο του Ιωάννη Βαδιστή. (Εδώ)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified