Δεν αναφερόμαστε σε κλασικές κυριούλες αλλά ούτε και σε τσατσάδες ντέλων.

Μαντάμ αποκαλείται χαϊδευτικά από την υποκουλτούρα των ρέιβερ η μεθυλενεδιοξυμεθαμφεταμίνη (MDMA), το κύριο συστατικό του ναρκωτικού ecstasy.

- Την τελευταία φορά που έγραψα για την «μαντάμ», το mdma, μου διαμαρτυρήθηκες οτι η περιγραφή μου γύρω από το πως την ακούς με την ουσία ήταν ξερή και ελλειπής...
(εδώ)

- Οχι ρε αδερφε τι να κλάσει η μορφινη μπροστα στη «Μανταμ»;;; Το κυριο συστατικο του ecstasy ειναι και αμα το βρεις ατοφιο και καθαρο κανεις κατι trip-ακια τρομερα!!!!
(εδώ)

(από Vrastaman, 15/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν μιλάμε για την κοακόλα, αλλά για την κοκαΐνη, της οποίας η ομωνυμία (κόκα- Coke) με το γνωστό αναψηστικό οδηγεί στον τοιούτο μπανεύκολο συνθηματικό σλανγκισμό. Λέγεται εξάλλου και αναψυκτικό. Μην ξεχνάμε ότι, όπως παρατηρεί ο John Black, ο κοκάκιας είναι πιο φλωρατζής, έχει λόγω κοινωνικού υποβάθρου και συναφούς παιγνιώδους διάθεσης την ευχέρεια για αστεϊσμούς, αναδεικνυόμενος σε άλλον γιο του κοκακόλα, εξ ου και η κοκαΐνη είναι το ναρκωτικό για το οποίο έχουν δημιουργηθεί οι περισσότεροι σλανγκισμοί. Αντιθέτως, ο πρεζάκιας, αν και έχει δημιουργήσει μια σειρά από συνθηματικές σλανγκιές για την ιέρειά του, είναι συγκριτικά πιο σλανγκιπενής και είναι βασικά μία η λέξη που τριβελίζει το μυαλό του για την αιτία όλων του των δεινών.

Caveat: Aν ακούσετε κάποιον να φωνάζει κοκακόλα καφεδάκι σποράκι ροξάκι παιδιά, δεν είναι κατ' ανάγκη βαποράκι.

Πάσα: Χότζας encore.

Συγγνώμη που θα σε απογοητεύσω φίλε αλλά η Τζούλια των καλιστείων (προτού πλακωθεί στις κόκα κόλες) ήταν σαφώς πιο όμορφη από το σκυλί του πολέμου που πόσταρες.
Και στο λέω εγώ που προσκυνώ τις Τσέχες.
(από δώθε).

(από Khan, 18/03/10)"Τζον Λένον σε λολοπαιγνιώδη διάθεση", μυδασίστ: Σφυρίζων. (από Khan, 09/07/13)

Σχετικά: κοκό, κοκορέτσι, κοκόρι, αναψυκτικό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ηρωίνη (πρέζα) ή αλλιώς ζαπρέ.

Έκλεβε λεφτά απ' τη μάνα του για τη ζά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης πρέζας με χωρητικότητα ενός καπακιού στυλό Bic.

Καπάκια ενίοτε και επίχρυσα χρησιμοποιούν επίσης οι κοκάκηδες για να χορηγούν τις ρουθουνιές τους.

- Για την ηρωίνη μονάδα μέτρησης είναι το καπάκι από το στιλό Bic, περίπου 3/4 του γραμμαρίου, και πωλείται 120 ευρώ η δόση. (εδώ)

- Εμπόριο (στην φυλακή) γίνεται με τα ψυχοφάρμακα. Αν και τους τα δίνουν «σπασμένα», τα μεταφέρουν στο στόμα τους και τα μεταγγίζουν στο στόμα κάποιου άλλου με ένα φιλί. Ενα Ipnostedon π.χ. έχει την ίδια αξία όσο το 1/15 από το «καπάκι», δηλαδή 10 ευρώ.
(εκεί)

Ξυρίζει ανάβει, γράφει και όχι μόνον! (από Vrastaman, 18/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρή ποσότητα ή δόση πρέζας ή κόκας, αρκετή για να σε σιάξει. Εναλλακτικά ψάκι, ποδανιστί, ξαφίκι.

Εκ του αγγλικανικού fix.

- Σε διαθεσιμότητα για δύο φιξάκια ο Αστυφύλακας ... της Αμέσου Δράσεως, να κατέχει μικροποσότητα ναρκωτικών ουσιών
(εδώ)

- Ναι, η ζωή χρειάζεται αναισθητικά... Ας αποποινικοποιήσουμε και τα φιξάκια της ηρωίνης και τις μυτιές της κοκαΐνης... Τουλάχιστον αυτά δεν είναι επικίνδυνα για την υγεία όσων δε τα χρησιμοποιούν...
(εκεί)

- Από χθες ψάχνονται οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι πως βρέθηκε ένα φιξάκι ηρωίνης πεταμένο στη μέση του διαδρόμου του σωφρονιστικού καταστήματος ...
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός το μουσικό και μη σουξεδάκι και αφεδύο η τζούρα κανναβινοειδούς ή άλλης ουσίας, κυρίως από μπονγκ ή πίπα.

Εκ του αγγλικανικού hit.

- Παίξτε και κανα χιτάκι. Όλο κάτι b-sides παίζετε...
(εκεί)

- Ε, λοιπόν κι εσείς οι ποιοτικοί τα ίδια σκατά είστε. Νούμερο ένα χιτάκι ήταν οι τσοντίτσες της greek erotica! Και μάλιστα οι τσοντίτσες που σύμφωνα με τις επιστημονικές έρευνες του Bouldela.com είναι το τοπ ελληνικού γούστου: λεσβιακά.
(εδώ)

- Μπρε Μανωλιό, πιε ένα χιτάτσι και φεύγει το φαρμάτσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυάλινη συνήθως νερόπιπα που χρησιμοποιείται για τη πόση ναρκωτικών ουσιών, π.χ. κανναβινοειδών, κρακ, σάλβια, κρυσταλλικής μεθαμφεταμίνης και ταλιμπάν.

Δανεικό κι αγύριστο από το Ταϊλανδικό baung.

- Είναι ένα είδος ναργιλέ, για να καπνίζουν μαριχουάνα και διάφορα τέτοια. Αναρωτιέμαι αν έχει κάποια ονομασία ή το ονομάζουν «μπονγκ».
- Το έψαξα σε ένα σάιτ για το κάπνισμα. Τα λένε μπονγκ.
(εδώ)

- Με την ίδια ακριβώς λογική, λειτουργεί και η ΝερόΠιπα ή νεροσωλήνας ή Bong... Εδώ το δοχείο, τον αεροθάλαμο και το σωληνάκι ρουφήγματος τα αντικαθιστά μια σωλήνα σχετικά μεγάλης διαμέτρου (περίπου όσο το στόμα). Χρησιμοποιούμε μονάχα ένα σωληνάκι ενωμένο εξωτερικά με ένα δοχείο καύσης. Η νερόπιπα, σε σχέση με τον αργιλέ, παρουσιάζει το πλεονέκτημα της εύκολης μεταφοράς και συντήρησης. Προσοχή θέλει το δοχείο καύσης το οποίο πρέπει πάντα να είναι σε μεγαλύτερο ύψος από την επιφάνεια του νερού για να μην βραχεί το χόρτο..
(εκεί)

- ΜΠΟΝΚ / ΝΑΡΓΙΛΕΔΑΚΙ 15cm, 10.23EUR, Αγορά !! (από εμπορικό σάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση: Σύντμηση της λέξης «ζελατίνα».

Είναι η ζελατίνα-περιτύλιγμα ενός πακέτου τσιγάρων ή και η φαρμακευτική ζελατίνα που είναι αεροστεγής. Η συντομογραφία αυτή χρησιμοποιείται σε συζητήσεις μεταξύ χρηστών κάνναβης, αλλά και ναρκωτικών. Η ζέλα χρησιμοποιείται για να αποθηκεύει / καβατζώσει ο χρήστης το stuff του.

Πολύ συχνά τη συναντάμε και με το δεύτερο μέρος της κανονικής λέξης, δηλαδή ''τίνα''.

**Υπάρχει και δεύτερος ορισμός γι' αυτή τη λέξη σε κάποιες διαλέκτους και δεν έχει καμία σχέση με τη ζελατίνα. ΜΗΝ τολμήσει κανας μπινές και τον ανεβάσει.*

- Χώρισες τη φούντα;
- Ναι.
- Έχεις καμιά ζέλα να καβατζώσω τη δικιά μου;
- Όχι, πάρε χαρτί από το γραφείο για να το τυλίξεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ποικιλία μαλακού ψημένου μαυρακίου με προέλευση συνήθως το Αφγανιστάν. Αγοράζοντάς το ενισχύετε τον αγώνα των χασασίνων.

- Ξένες συμμορίες πήραν το πάνω χέρι στον «πόλεμο» που μαίνεται στις πλατείες της Αττικής για τον έλεγχο της αγοράς των ναρκωτικών. Αλβανοί, κατά πρώτο λόγο, αλλά και -τελευταία- Νιγηριανοί και Πακιστανοί (που εισάγουν στη χώρα μας το αφγανικό χασίς, που είναι γνωστό στις πιάτσες με την επωνυμία «πλαστελίνη») ξαναμοιράζουν τις «περιοχές ευθύνης», τις περισσότερες φορές όχι αναίμακτα.
(εδώ)

- ...το χασίς. Επίσης γνωστό ως τσοκό, τσοκάδι, πλαστελίνη, κουράδι.
(εκεί)

- Το μαύρο που σου είπε ο Φούντας (το ψημένο δηλαδή) είναι το επεξεργασμένο. Παρασκευάζεται με κοσκίνισμα. Μούφα γενικά και οι πλαστελίνες (τα μαλακά ψημένα) μούφα γενικότερα. (παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εισπνεόμενες ναρκωτικές ουσίες, σκόνες, ηρωίνη και κοκό.

- Θα τρομάξεις να το γνωρίσεις το Λάκη. Έμπλεξε εδώ και κάνα χρόνο με κάτι πλουσιόπαιδα και έχει εξελιχθεί σε καλλιτέχνη των μυριστικών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified