Ο έμπορας ουσιών.
Πάω στον Μπομπ Ντίλιαν να μου πει κανα τραγούδι.
Ο έμπορας ουσιών.
Πάω στον Μπομπ Ντίλιαν να μου πει κανα τραγούδι.
Got a better definition? Add it!
- Τι μάπα είναι αυτή που έχεις ρε φίλε... Σαν τον κώλο μου ξενύχτη.
Got a better definition? Add it!
Κάποια πολύ χοντρή ή κάποια που πίνει πολύ.
- Πολύ μπράσκα αυτή η γκόμενα.
Βλ. και χουφτιάρα, όρκα, πατοκαφρόλα, φακλάνα, φρι Γουίλι, free Willy, φώκια, χαβούζα, η, χαβούζα, η, μπουρέκλα, θωρηκτό Ποτέμκιν, μποχλάδα /-ω, κεφτές με πόδια, κουνιότα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βγαίνει από την λέξη μαστούρι, για ευκολία. Μετά την χρήση ουσιών από κάποιον που είναι φανερά υπό την επήρεια χόρτου.
- Χα... Κοίταξέ τον πως έχει γίνει... Λέει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι. Είναι πολύ στούρι!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι μεθυσμένος.
- Ήρθε μέσα στο μαγαζί ο Νίκος και ήταν τελείως γκολ.
Got a better definition? Add it!
Συντομογραφία του αποκαΐδι. Αρχικά: ο κατεστραμμένος από drugs, ξίδια και άλλες έξεις. Πλέον συνδέεται με κάθε είδους κολλήματα και μονομανίες, αλλά και συγκεκριμένες στυλιστικές επιλογές και το όλο πλασάρισμα.
- Πάμε Mall να δούμε καμμιά ταινία;
- Άσε ρε μαλάκα, είναι πήχτρα από emo καΐδια, μου έρχεται να τα ψεκάσω τα μαλακισμένα.
Got a better definition? Add it!
Γενικά κάποιος που βρίσκεται υπό την έντονη επίρροια ουσιών ή/και αλκοόλ.
Αυτός που βρίσκεται υπό την επίρροια κοκαΐνης ή (σπανιότερα) γενικά ο χρήστης κοκαΐνης.
-Πω ρε, μες την τσίτα είναι ο Μπάμπης.
- Ε ναι ρε αφού είναι γνωστό κόκκαλο.
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Αυτός ο οποίος μπορεί να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες ενός χανγκόβερ, κατέχοντας γνώση ανακατωτικής μαντζουνίων και ικανότητα διαχείρισης κρίσεων ανάλογη με αυτήν του μαγκάιβερ.
Ύψιστο αξίωμα πότη, καθώς τα χανγκόβερ είναι ο εξελικτικός μηχανισμός που επινόησε η πάνσοφος φύσις ούτως ώστε να μην πίνει ο πάσα ένας, αλλά μόνο αυτοί που είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες με ανδρεία.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που πίνει το κάτι τις παραπάνω, αλλά μην το κάνουμε και θέμα.
Είναι σαφώς λιγότερο άμεσο από το Ορέστης Μακρής, αλλά κι αυτός ο χριστιανός τι φταίει που όλο τέτοιους ρόλους του έδιναν και τώρα έχει μείνει στην ιστορία ως μέθυσος;
1
- Ήπινι, ήπινι, ήπινι, ήπινι. Ουλ' μέρα πλακωμένος ζ' μπύρες έσμε να βραδιάσει να πλακωθεί ζ' ρετσίνες ο ζβίγγος... [από παλιά επιθεώρηση]
2
- Ρε γιατί μιλάς ορέστικα πρωί πρωί;
- Ε, ήπιαμε κάτι ρετσίνες με τα παιδιά...
- Τι ρετσίνες 10 η ώρα το πρωί ρε ζβίγγο; Δηλαδή στις 10 το βράδυ τι θα πίνεις; Φωτιστικό οινόπνευμα;
Got a better definition? Add it!
Κατάσταση στην οποία οδηγούνται κάποιοι μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών.
Η όψη τους θλιβερή, η φάτσα παραμορφωμένη. Μάτια πρησμένα και κόκκινα, στόμα μισάνοιχτο, μαλλιά αχτένιστα, και ρυτίδες σε έξαρση.
Τάκης: Έλα ρε! Γιατί δεν το σηκώνεις το γαμοτηλέφωνο;
Μανώλης: ... Ποιος είναι;
Τάκης: Ρε μαλάκα κοιμάσαι ακόμα;
Μανώλης: Ωχ, τι ώρα είναι;
Τάκης: Δύο και δέκα. Σε είκοσι λεπτά πρέπει να είμαστε στη Βάρκιζα!
Μανώλης: Όχι ρε πούστη!!!... Ντύνομαι κι έρχομαι να σε πάρω.
Τάκης: ... Καλά ρε μαλάκα πάλι την ήπιες.
Μανώλης: Άσ' το! Ήρθε χθες ο Μάρκος με έναν ξάδερφό του κρητικό , και δύο λίτρα τσικουδιά.
Τάκης: Και σίγουρα τα κατεβάσατε!!
Μανώλης: Ναι μαλάκα, γίναμε κουνουπίδια.
Got a better definition? Add it!