Selected tags

Further tags

Απροσδιόριστη μονάδα μέτρησης ποσότητας καταναλωθέντων ξιδιών. Και όταν λέμε ξίδια, εννοούμε ξίδια, όχι γκόρντον σπέης και μαλακίες, και δη αυτά που φορολογούνται σκληρά (οπότε όχι μπύρες ή κρασιά).

Συντάσσεται υποχρεωτικά είτε με το καταναλωθέν ξίδι, είτε με την λέξη ξίδια όταν θέλουμε να αποφύγουμε τις διευκρινίσεις ή τα ανακατέψαμε.

Παρά το απροσδιόριστο του μεγέθους, είναι εμφανές ότι η ποσότητα που περιέχει ένα τελωνείο προκαλεί ακραία συμπτώματα μέθης και συνεπώς η φράση θα πρέπει να χρησιμοποιείται αναλόγως.

- Ένα τελωνείο ξίδια/βότκες/ουίσκια ήπιαμε πάλι χτες ρε πστ μου...πού είναι ο χανγκάιβερ όταν τον χρειάζεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κρεμάω, χαλαρώνω
  2. Βάζω μέσα σε σακκούλα
  3. Είμαι φυτό, ζαμπόν, αλοιφή
  1. Εσύ που γυμνάζεσαι πολύ, να ξέρεις ότι δεν πρέπει ποτέ να σταματήσεις γιατί οι μυς μετά σακκουλιάζουν και δεν θα βλέπεσαι...

  2. - Τι να τα κάνω τώρα όλ' αυτά τα φαγητά, κρίμα είναι να τα πετάξω...
    - Σακκούλιασέ τα και ρίχ' τα στις γάτες.

  3. Χθες ήπιαμε τόσους μπάφους που μέχρι τα ξημερώματα ήμουν σακκουλιασμένος σε έναν καναπέ και δεν ένιωθα τίποτα.

βλ. και σα(κ)κουλέας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κατέχει βαθειά γνώση για την μπύρα, από το πως δημιουργείται μέχρι το πώς πίνεται.

Συχνάζει συνήθως σε παμπ ή μπυραρίες και πάντοτε αναζητά την πιο ψαγμένη γεύση. Αποτελεί πονοκέφαλο για τους σερβιτόρους/-ες καθώς τους κάνει μυστήριες ερωτήσεις για τις μπύρες και τους ζητά μυστήριες μάρκες.

- Καλησπέρα, τι θα πάρετε;
- Καλησπέρα, έχετε μήπως Agjhjtyhen ale; - Μισό λεπτό να κοιτάξω... - Ξέρετε... ζυμώνεται σε βαρέλια από ίνες τριανταφυλλιάς και δένει τέλεια με το πατέ που σερβίρετε...
- Εεεε... με συγχωρείτε αλλά δδεν... έχουμε αυτό που ζητήσατε...
- Καλά τότε, πιάσε μια Άμστελ...

Δες και εμπυρία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνήθεια αρκετών κατεστραμμένων παρεών ολκής να πηγαίνουν το βράδυ έπειτα από διαρκές κάψιμο με ξύδια και χόρτα στο σπίτι αυτού που του χουν μείνει αλκοόλ και φούντες, ώστε να λάβει η ανεπίσημη αυτή γιορτή ένα τέλος, πιθανότατα όντας όλοι αλοιφή σε καναπέ κρεβάτια, καρέκλες και πατώματα (λες και δεν τα χουν ήδη χορτάσει αυτά, όλοι οι ρούκουνες!)

- Έλα πάμε στον Στελάρα να φάμε, και μετά τελετή λήξης στου Μήτσου.
- Καλά ρε δράκε, κι άλλο θες; Δεν χόρτασες κραιπάλες για σήμερα;
- Μόνο με την τελετή λήξης σταματάει, αφότου παραδώσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βαριά μέθη ή μαστούρα ή κούραση ή αποβλάκωση. Το να είσαι γκολ, λιώμα, τέρμα, αλοιφή, ζαμπόν.

Ανέβηκε να μιλήσει πιωμένος και μες τη λιωσμάρα του δεν καταλάβαινε ότι το πανταλύνο του είχε ανοιχτά τα μαγαζιά, και φανήκαν τα παπάρια του! Δεν φορούσε σώβρακο, ο μαλάκας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό speed και κατ' επέκταση από το «σπιντάκι» (άλλως: μεθαμφεταμίνη): η κεκτημένη ταχύτητα, η υπερβολική ενέργεια που μας ξεπερνά για κάποιον λόγο -ο οποίος λόγος κάλλιστα μπορεί να είναι εσωτερική ένταση. Το ρήμα είναι σπιντάρω. Το λέμε και για αυτοκίνητα και γενικότερα με οτιδήποτε σχετίζεται με ταχύτητα.

Προφέρεται σπίdα και όχι σπίntα.
Γράφεται και με -η-.

Σήμερα το πρωί δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου... και ξαφνικά μ' έπιασε μια σπίντα άλλο πράμα, πέταγα, ούτε ξέρω πώς τα έκανα όλα μέσα σε χρόνο dt... και τώρα είμαι κομμάτια...

(από Vrastaman, 19/02/09)

βλ. και σπινταριστός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπόμπα αλκοολούχο ποτό, το Θήβας Ρήγκαλ!

Από την ομώνυμη εταιρία εμπορίας (;) οινοπνεύματος (και για εξωτερική χρήση) στο Ηράκλειο Κρήτης.

Κάτσαμε σε ένα καφενέ στο Καμαράτshι, τshαι αντί για κονιάκ μας έφερε κονιόρδο ο τshερατάsh!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του υποβρυχίου, όπου αντιστρέφονται οι όροι και το ποτήρι πληρούται βότκας με προσθήκη ζύθου (ή άλλου παιδικού ροφήματος) σε σφηνάκι.

Το παρόν ποτό, αρχικώς κυκλοφορούσε ως ρωσικό υποβρύχιο, πλην όμως μετονομάστηκε σε Κουρσκ ως ελαχιστος φόρος τιμής στην ρωσική ναυτοσύνη και στα ρωσικά USB συκώτια μετά την τραγωδία του ομώνυμου ρωσσικού πυρηνικού υποβρυχίου τον Αύγουστο του 2000.

Το υποβρύχιο Κουρσκ βυθίστικε αύτανδρο στα νερά του Αρκτικού Ωκεανού στις 12 Αυγούστου 2000.

Η κατάληξη των καταναλώνωντων

- Άσε, κέρασε χθές ο Παρχαρίδης 6 γύρες Κουρσκ και γίναμε σανίδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα καύσιμα κατά τη βιβλιογραφία αποτελούν την ύλη που όταν καεί αποδίδει θερμική ενέργεια.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για υγρά καύσιμα και πιο συγκεκριμένα για υγρό πυρ (π.χ: ούζο, καραουισκάκι, μπυρόνια) που όταν καούν στον κινητήρα (κοιλιά) ενός πότη είναι ικανά να του προσδώσουν την ενέργεια που θα χρειαστεί για να κόψει λάσπη από την πεζή πραγματικότητα και να αφεθεί στην πνευματική απογείωση.

Γιαυτό και σε τέτοιου είδους κατανύξεις χρειάζονται ικανά αποθέματα πρώτων υλών. (βλ. μπυρασφάλεια)

Η υπερκατανάλωση μπορεί να οδηγήσει σε ενδιαφέρουσες χορευτικές φιγούρες, σε στουκάρισμα κατά την απογείωση (πτώσεις από γλιστρήματα, κλπ) και σε ένα σωρό άλλα σκηνικά που θα παιχτούν live.

Το πού θα πάει το πράγμα εξαρτάται από τη σχέση του «πιλότου» με το αλκοόλ και τις δυνατότητες του κινητήρα του (π.χ: ένας ασυνήθιστος στο πιόμα, που δεν έχει φάει καταλλήλως, μπορεί να πάθει αλάμπαρση και να γίνει λιάρδα), τις συγκυρίες και την προηγούμενη φυσική του κατάσταση (π.χ: η ψυχική ευφορία σε συνδυασμό με μια καλή παρέα συμβάλλει στην ονειρεμένη απογείωση, η κούραση συμβάλλει στην εξάντληση, ενώ η κακή ψυχική κατάσταση πακέτο με μια μικρή αφορμή μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις και τσακωμούς).

Ένας κρασοπατέρας που τα πίνει σε ταβέρνα, έχει γίνει σωστό κουρούμπελο. Κάποια στιγμή απευθύνεται στον ταβερνιάρη σε άπταιστα ορέστικα:
- Ε... παλικάρι... πιάσε καύσιμα.
- Τρία κιλά ήπιες κυρ Μανώλη. Πόσο θα πιεις;
- Σε... γελάσανε... χίκ. Φαίνεται ήπιες πολύ... χικ και τα βλέπεις διπλά... χικ. Να το προσέξεις αυτό... χικ... Είσαι και νέο παιδί... χικ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πληθυντικός του ντεπόν.

- Έλα, μάνα, πάρε μου και ντεπά τώρα που θα έρχεσαι γιατί πάει να σπάσει το κεφάλι μου...

...τι θα κάνεις λοιπόν; Το κομμένο ντεπόν κυνηγάω στο σεντόνι... (από Galadriel, 24/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published